Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Και αφού με το πολύτιμο αυτό του δώρο γεννήθηκε η… Βουλιαγμένη, την πήρε ο λαός, την εξήτασε, τη μελέτησε απ’ όλες τις πλευρές και, γεμάτος βουλιμία, ανασκουμπώθηκε ανακράζοντας:
«Και τώρα θα… κονομήσουμε!»
… Μονολογούσε ο παππούς διηγώντας τα στον εαυτό του, επειδή κανένας δεν είχε διάθεση να τον ακούσει. Και τι ν’ ακούσει άλλωστε από έναν γερο-ξεκούτη, που αναμασά συνέχεια ιστορίες για κάποια χρόνια που αμφίβολο είναι αν υπήρξανε ποτέ έξω από την αρρωστημένη του φαντασία; Ν’ ακούσει τι; Πως η Βουλιαγμένη δεν ήταν πόλη, δεν ήταν προάστιο, δεν ήταν καν ένα γραφικό τοπίο, ένα χωριό, αλλά πως ήταν… άνθρωπος; Πως είχε καρδιά, πως είχε ψυχή, πολύ πιο δυνατή απ’ την ψυχή μας;
Θυμόταν και διηγιόταν στον… εαυτό του για τότε που πιτσιρικάς ξυπόλητος, φορώντας ένα βρακί μονάχα, μάζευε κοχύλια, βότσαλα, κι ό,τι άλλο εύρισκε στην αμμουδιά π’ ολημερίς την όργωνε. Μέχρι κι έναν ψόφιο «αστερία» περιμάζεψε κάποτε, που τον έφερε περιχαρής, και τον έκρυψε στη βαλίτσα με τα εσώρουχα. Η δράση του έφτανε ως τα πέρατα της… γης, δηλαδή ως τη μοναχική μονοκατοικία Πέππα επάνω στον λοφίσκο, και που στα πόδια της βρισκότανε η μία από τις δύο ταβέρνες της περιοχής, του Τόγκα. Ενώ η άλλη, του Ολυμπίτη με το καλοκάγαθο χαμόγελο, ήταν λιγάκι παραπέρα. Σ’ αυτές γευμάτιζαν τα μεσημέρια και χαζοξενύχταγαν τα βράδια, με τις λάμπες «Λουξ» για φωτισμό. Σπανίως πήγαινε και μέχρι το σπίτι του γιατρού Λουκόπουλου, στον δρόμο προς το Καβούρι, απ’ όπου ερχόταν το λεωφορείο στον «Λαιμό» με δύο δρομολόγια την… ημέρα. Ήτανε τότε ο Λαιμός η καρδιά της Βουλιαγμένης, με τα τρία μαγαζάκια του τα κολλητά μεταξύ τους… Το ένα πούλαγε ψωμί, το άλλο πάγο και το τρίτο ολίγα… ψιλικά, γκαζόζες «Ανάψυξις» και μέντες ΜΕΖ. Τις εφημερίδες τις έφερνε το βραδινό λεωφορείο και πουλιόντανε στο «Τέρμα», όπου υπήρχαν μόνο δύο φτωχικά καφενεδάκια. Θεέ μου, τι όμορφα που ήτανε τα βράδια, όταν τ’ αστέρια φωτίζανε τον δρόμο σ’ εκείνους που περπάταγαν στη βρεμένη άμμο, πηγαίνοντας στο τέρμα ποδαράτοι, για να προμηθευτούνε την εφημερίδα τους. Χάιδευε το κύμα τα γυμνά τους πόδια ή έβρεχε τα σανδάλια που φορούσαν πλατσουρίζοντας, και ο θόρυβος απ’ τα κουπιά μιας βάρκας που έπλεε κάπου εκεί σιμά τούς συντρόφευε μέσα στη σιγαλιά της νύχτας. Λίγοι ήταν οι μόνιμοι κάτοικοί της, αλλά όσοι τη γνώρισαν την ερωτεύτηκαν, τους έκανε σκλάβους της και θρονιάστηκε μες στην καρδιά τους. Με τις πρώτες ζέστες περνάνε τη φαμίλια και τα συμπράγκαλά τους, κι Εκείνη τους περίμενε με ανοιχτές τις αγκάλες. Πολλοί αισθάνονταν πως τους καλωσόριζε και άλλοι πως τους κράταγε μούτρα, επειδή εβράδυναν να ρθούνε…
Διάσπαρτη ήτανε η Βουλιαγμένη με «παράγκες» γύρω από το Ορφανοτροφείο που νοίκιαζε το καλοκαίρι για παραθερισμό. Μικρά ξύλινα σπιτάκια, με τον ζωτικό τους χώρο οριοθετημένο με βότσαλα όπου πολλοί έστηναν το ράντζο και κοιμόνταν κάτω από τ’ αστέρια… Μερικοί διέθεταν ιδιόκτητη παράγκα, όπως ο Παληοκρασσάς ή ο Αθανασιάδης, ονόματα που μείναν ζωντανά στη μνήμη μου, καθώς και άλλοι. Κουκλίστικα τσαρδάκια μέσα στα πεύκα και τα σκίνα που ευωδιάζαν. Μύριζε το ρετσίνι που έσταζε σαν δάκρυ, απ’ το καρφί που τραυμάτισε το δένδρο, για να δέσουνε σκοινί ν’ απλώσουνε τα μπανιερά, εάν ποτέ τα βγάζαν από πάνω τους. Και παντού άμμος λεπτή και χρυσοκίτρινη, που ρίζωναν στα σπλάχνα της αιωνόβια πεύκα. Άμμος και πεύκα. Πεύκα κοντόχοντρα που οι κορμοί τους, άλλοι λοξοί κι άλλοι γονατισμένοι προς τη γη, είχανε πάρει στάσεις παιχνιδιού, για να σκαρφαλώσουν τα παιδόπουλα ως την κορυφή τους… Λες και τα πεύκα είχανε συνάψει φιλία με το κάθε πιτσιρίκι χωριστά, και με μια μυστική φωνή το προσκαλούσανε σιμά τους, να κυνηγήσουν μπάμπουρες και χρυσόμυγες που τις πιάνανε, τις δένανε με μια κλωστή απ’ το ποδάρι και τις… τάιζαν ζάχαρη. Ήτανε και τα τζιτζίκια, που νανούριζαν όσους γλάρωναν τα μεσημέρια, ύστερα από το γεύμα με τα… «γεμιστά». Όχι. Τα παιδιά δεν κοιμόντανε τα μεσημέρια. Ανέβαιναν στον αμμόλοφο κάτω απ’ το Ορφανοτροφείο και κάναν κουτρουβάλες πάνω στην καυτή άμμο, ενώ παρακεί, στη δυτική ακρογιαλιά, παίρναν το μπάνιο τους οι… όψιμοι κολυμβητές του απομεσήμερου. Είχε, βλέπεις, η Βουλιαγμένη το προνόμιο να διαθέτει δυο θάλασσες που τις χώριζε μια στενή λουρίδα αμμουδιάς. Στην ανατολική πλευρά πήγαινε για μπάνιο το πρωί ο περισσότερος κόσμος με τα συνήθη παραθαλάσσια… ξεφωνητά μικρών και μεγάλων. Εκεί τα νήπια, με τα ζωγραφιστά πολύχρωμα κουβαδάκια τους, «χτίζαν παλάτια στην άμμο», που τα τσαλαπατούσαν απρόσεκτοι μεγάλοι. Αλλά μόλις έγερνε ο ήλιος, η πλευρά αυτή… σοβαρευόταν. Έπαιρνε η θάλασσα ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα και κάτι απωθητικές ρυτίδες την αυλάκωναν. Τότε έκανε «πόρτα» η δυτική πλευρά, αλλά με πολύ λιγότερους κολυμβητές, που ερχόντανε με το μεσημεριανό λεωφορείο.
Σε μιαν άκρη, εκεί που ο Λαιμός ακούμπαγε στο Μικρό Καβούρι, λικνίζονταν μερικές βαρκούλες. Ψαράδικες οι πιο πολλές και άλλες που κάνανε… συγκοινωνία με το τέρμα. Τράβαγε κουπί ο βαρκάρης και με λίγα κέρματα και αρκετές πιτσιλιές διαπεραίωνε επιβάτες απέναντι. Κοντά στο αγκυροβόλιό τους υπήρχαν ακόμη δύο ψαροταβέρνες, απ’ όπου ένα γραμμόφωνο με χωνί διασκέδαζε τους θαμώνες με μοντέρνα τραγούδια, που τα παίρνανε οι άνεμοι τα κύματα, και χόρταινε μουσική η Βουλιαγμένη. Κυρίως τις Κυριακές που είχε την τιμητική της. Ένα ατέλειωτο ραβαΐσι από επισκέπτες που με «το έτσι θέλω» γίνονταν φιλοξενούμενοι κάποιου φίλου ή συγγενή που παραθέριζε. Η μεγάλη σε μήκος ακρογιαλιά μπορούσε να δεχτεί πολλούς λουόμενους χωρίς συνωστισμό. Μονάχα στα εστιατόριά της γινόταν το αδιαχώρητο και τα άδεια πράσινα στενόμακρα μπουκάλια μπίρας FIX σχημάτιζαν βουναλάκια πίσω απ’ τα μαγειρεία, κι εμείς μαζεύαμε τα καπάκια τους… Γέλια, φωνές, πειράγματα, μπόλικο φλερτ δίναν την κυριακάτικη νότα. Μέχρι και ο «Έβγα – Παγωτά» ερχότανε με το τρίτροχο ποδήλατο-ψυγείο του, και σε χρόνο ρεκόρ ξεπούλαγε. Είχε 1 δραχμή το ξυλαράκι χωρίς απ’ έξω σοκολάτα, 2 δρχ. με σοκολάτα και δυόμισι το κυπελλάκι με το πλακέ ξύλινο κουταλάκι του. Βρέθηκε κι ένας πονηρός επιχειρηματίας που σκάρωσε τα παγωτά… «ΕΥΓΕ», αλλά οι πελάτες δεν… μάσησαν το λογοπαίγνιο, και ο βίος τους είχε… άδοξο… λιώσιμο.
Μόνος του τα ‘λεγε ο παππούς, και μόνος του τ’ άκουγε, μέχρι που κάποια στιγμή αγανάκτησαν οι δικοί του με τις λωλάδες του, τον φόρτωσαν με το ζόρι στο 4X4 του εγγονού του, και τον πήγανε «σηκωτό» να δει από κοντά πόσο όμορφη τη φτιάξανε τη Βουλιαγμένη. Πόσο μοντέρνα, πόσο κοσμοπολίτισσα, με τις πισίνες της, τα κότερά της, τις ογκώδεις πολυκατοικίες της και τα ωραία της… Τον περιφέρανε στα γνώριμα του λημέρια, που δεν τα αναγνώρισε. Τίποτα απ’ ό,τι ήξερε δεν υπήρχε πια. Όλα αλώθηκαν από έναν άκαρδο κατακτητή που τον κοίταγε υπεροπτικά, σαν να του ‘βγαζε τη γλώσσα και να τον κορόιδευε… Έκλεισε τα μάτια του για να μη βλέπει. Μα κάποια στιγμή που τ’ άνοιξε, γύρισε το βλέμμα προς τον ουρανό και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του:
«Θεέ μου, συχώρα με, αλλά καλά να πάθεις. Τους χάρισες κάτι ζωντανό κι αυτοί μεταμορφώσανε το θεϊκό σου δώρο σε μια απρόσωπη φτιασιδωμένη πολιτεία…»
Και ο παππούς, που είχε παραισθήσεις, ισχυρίζεται πως ο Θεός του… απάντησε:
«Μη σκας! Τιμωρούνται από μόνοι τους, καλέ μου…»