Κάτω τα χέρια…
Είναι γνωστές στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ οι επεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στο έργο και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Κάθε κυβέρνηση τα τελευταία πενήντα και πλέον χρόνια επιχείρησε να επηρεάσει αποφάσεις της Δικαιοσύνης, και εννοώ εκείνες τις αποφάσεις που αφορούσαν πολιτικού χαρακτήρα αδικήματα. Ηχεί ακόμα στα αυτιά των παλαιότερων η φράση του αείμνηστου και αδέκαστου πολιτικού Πολυχρόνη Πολυχρονίδη, «η δικαιοσύνη του Κόλλια», η οποία χαρακτήριζε την ωμή επέμβαση του τότε εισαγγελέα και μετέπειτα πρωθυπουργού της δικτατορίας στο ανακριτικό έργο της δολοφονίας του Γρ. Λαμπράκη. Παρόμοιο χαρακτηρισμό θα μπορούσαμε να κάνουμε και σε περιπτώσεις (φαινόμενα) της εποχής της μεταπολίτευσης, τόσο κατά τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, παλαιότερα αλλά και σήμερα.
Η λειτουργική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η οποία είναι ιερή και απαραβίαστη, ρητά προστατευόμενη από το Σύνταγμα, επιχειρήθηκε πολλές φορές να επηρεαστεί κυρίως από την ανώτατη αρχή της ιεραρχίας (Άρειο Πάγο), του οποίου η κορυφή είναι επιλογή της εκάστοτε κυβέρνησης.
Ο Δικαστής πρέπει να έχει απόλυτη ανεξαρτησία συνείδησης και γνώμης, ασκεί δε ή πρέπει να ασκεί το έργο απονομής δικαίου χωρίς άνωθεν επιρροές. Συμβαίνει πάντοτε αυτό; Είναι στο απυρόβλητο ο δικαστής από άνωθεν επιρροές; Φοβούμεθα πως όχι. Η συχνά παρατηρούμενη συνεργασία του ασκούντος εισαγγελική έρευνα, προανακριτικό ή ανακριτικό έργο εισαγγελικού ή δικαστικού λειτουργού με την προϊσταμένη του αρχή δεν έχει πάντοτε το στοιχείο της αθωότητας. Θυμίζει σε μας και στους παλαιότερους άλλες ανώμαλες εποχές, κατά τις οποίες οι δίκες πολιτικής σκοπιμότητας επέβαλαν την «από κοινού» συνεργασία ανακριτών και επιτροπών. Στη Δημοκρατία όμως δίκες σκοπιμότητας δεν υπάρχουν.
Όταν μιλάμε για ανεξαρτησία της δικαιοσύνης εννοούμε την ελεύθερη, ανεμπόδιστη, ανεπηρέαστη λειτουργία της κατά την απονομή δικαίου. Εννοούμε δηλαδή τη δικαστική κρίση η οποία στηρίζεται στη συνείδηση του δικαστή και στους νόμους και διαμορφώνεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που αθροίζονται στα πλαίσια της δικονομίας. Εννοούμε επίσης την άγρυπνη δίωξη παντός ενόχου χωρίς επιλεκτικότητα, χωρίς αναστολές που «εμφιλοχωρούν» πολλές φορές από την πολιτική σκοπιμότητα.
Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δοξάζεται, με την εφαρμογή και νόμου κατά παντός ενόχου, ιδιαίτερα κατά των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών. Έτσι μόνο ικανοποιείται το περί δικαίου αίσθημα του λαού και εδραιώνεται η εμπιστοσύνη του στη Δικαιοσύνη και επιβεβαιώνεται η ρήση του μυλωνά προς τον Κάιζερ, που ήθελε να του πάρει τον μύλο: «Υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο».
Σήμερα δεν μπορεί να υπάρξει αυτή η επιβεβαίωση, όταν παραμένει ελεύθερος ο κορυφαίος του σημερινού εκμαυλισμού, ο διοχετεύσας παρανόμως μαύρο χρήμα σε κομματικά ταμεία και τσέπες δημοσίων προσώπων κ. Χριστοφοράκος. Δεν θα έπρεπε να ήταν ελεύθερος ο συνειδητός δίαυλος της κατασκοπείας κατά της Ελλάδος κ. Κορωνιάς.
Η ανεξάρτητη δικαιοσύνη πρέπει να είναι απαλλαγμένη από κάθε αίσθημα φόβου, ώστε η ρομφαία της να διεισδύει και στους πλέον σκοτεινούς θαλάμους των διαφόρων μυστικών υπηρεσιών για να αντλήσει τα στοιχεία των μεγάλων ενόχων. Και από αυτόν το φόβο, οφείλει να την απαλλάξει η ίδια η εκτελεστική εξουσία, αλλά και να την διευκολύνει η ίδια η εκτελεστική εξουσία. Δεν μπορεί, π.χ., να αρνούνται την παροχή στοιχείων οι μυστικές υπηρεσίες στην εισαγγελική αρχή όπως συνέβη στην περίπτωση των υποκλοπών.
Αυτό δεν συνιστά κράτος δικαίου.
Συμπέρασμα: Η εκτελεστική εξουσία, η κυβέρνηση, τα κόμματα να αφήσουν τη δικαιοσύνη ανεπηρέαστη στην άσκηση των καθηκόντων της. Να πάψουν να αμφισβητούν τις αποφάσεις της, όταν αυτές δεν συμφέρουν το ένα ή το άλλο κόμμα. Να την απαλλάξουν από τον φόβο. Και, τέλος, να την ενθαρρύνουν στην έρευνα για την αναζήτηση των ενόχων, όχι να την αποθαρρύνουν, όταν δεν την αποτρέπουν.