Η στρατηγική της διαπραγμάτευσης

Η διαπραγματευτική τακτική προϋποθέτει τρία πράγματα: Πρώτον, τον χρόνο έναρξης της διαπραγμάτευσης, που σημαίνει πως οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν ευνοούν αυτό που ο Θουκυδίδης αποκαλεί «διάλογοι ισοδυνάμων», δεύτερον, το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, που πρέπει να είναι σαφές και οριοθετημένο ως προς τα αντικείμενα που θα συμπεριλάβει, και την πρόβλεψη της υλοποίησης των επιμέρους στόχων που θέτει ο διαπραγματευόμενος, και τρίτον, να γνωρίζει καλώς ο διαπραγματευόμενος, δηλαδή να έχει αποφασίσει το διακύβευμα της διαπραγμάτευσης, δηλαδή να είναι πεπεισμένος όχι μόνο ως προς την «κόκκινη γραμμή» και τα όρια, αλλά και ως προς τη βαθιά γνώση του τι κατά βάση υπερασπίζεται.
Δεν μπορεί να αρχίζεις διαπραγμάτευση για τη διαπραγμάτευση, εκτός κι αν το κάνεις γι’ αυτό που λέμε στην πολιτική «για να αγοράζεις χρόνο», πράγμα που σημαίνει πως δεν θα επιτρέψεις ποτέ να μπεις στην ουσία των θεμάτων, αφού ως γνωστόν, η διαπραγμάτευση επί της ουσίας δημιουργεί κεκτημένο για την κάθε πλευρά, το οποίο σε οδηγεί σε μια διολίσθηση στις θέσεις του αντιπάλου, όπερ σημαίνει ότι θα το «βρεις μπροστά σου» σε μια επόμενη διαπραγματευτική φάση.
Στην περίπτωση της Κύπρου, ο Πρόεδρος Χριστόφιας εξήγγειλε ήδη έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων με τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής κοινότητας, κ. Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, τον προσεχή Σεπτέμβριο.
Είναι γεγονός πως η «Διεθνής Κοινότητα» ασκεί πιέσεις και τώρα, όπως και στο παρελθόν επί της ηγεσίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής κοινότητας της Κύπρου, για έναρξη διαλόγου διαπραγμάτευσης, με στόχο την επίλυση του Κυπριακού.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Μ. Βρετανία εν προκειμένω πιέζουν για την επίτευξη λύσης είναι, ως γνωστόν, η διευκόλυνση της τουρκικής πορείας ένταξης στην Ε.Ε. Τίποτε πέραν τούτου. Ούτε καν ο φόβος που υπήρχε στο παρελθόν μιας ελληνοτουρκικής «ανάφλεξης» για το Κυπριακό.
Φροντίσαμε με την ανυπαρξία στρατηγικής, Αθήνα και Λευκωσία, να ελαχιστοποιήσουμε τα μέσα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την πίεση στον τουρκικό παράγοντα, να κάνει υποχωρήσεις που να οδηγούν σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση.
Σήμερα μάλιστα, ελάχιστοι εξ ημών χρησιμοποιούν τη λέξη «κατοχή» για τη Βόρεια Κύπρο, που αποτελεί μια τραγική πραγματικότητα των τελευταίων 34 χρόνων, ενώ εξακολουθούμε να έχουμε την ψευδαίσθηση της δυνητικά «αυτόνομης» λειτουργίας των Τουρκοκυπρίων στη σχέση τους με την Άγκυρα, και της ικανότητάς τους να συμβάλουν σε μια καλή λύση για την Κύπρο.
Αυτές οι αντιλήψεις είναι απολύτως εκτός πραγματικότητας, αφού οι πάντες γνωρίζουν πως η Άγκυρα ελέγχει πλήρως διά του Στρατού Κατοχής και όχι μόνο, το πολιτικό σύστημα που εγκαθιδρύθηκε στα Κατεχόμενα βιαίως και παρανόμως.
Το πρόβλημα αυτό, του ελέγχου των Κατεχομένων, εντάσσεται σε ένα πολιτικό σκεπτικό, του παρόντος και δυστυχώς του μέλλοντος, γιατί η Άγκυρα εισάγει στα Κατεχόμενα τον αναχρονισμό των αυταρχικών δομών εξουσίας που θα είναι σε θέση πολιτικά να υπονομεύσουν το πολιτικό σύστημα της Κύπρου στο σύνολό του, εφόσον και όταν βρεθεί η όποια λύση, γιατί ακριβώς σε αντίθεση με το ’60, όπου η Τουρκία στη Ζυρίχη συνδεόταν μεν θεσμικά με την Κυπριακή Δημοκρατία, ασκούσε επιρροή στην κοινότητα των Τουρκοκυπρίων, δεν είχε όμως τον έλεγχο του «συνιστώντος» κράτους ή κρατιδίου, όπως θα είναι η μελλοντική ομοσπονδιακή Κυπριακή Δημοκρατία, όπου η Τουρκία επιδιώκει τον πλήρη έλεγχο του «Βορρά» και να ασκεί συνδιοίκηση στον Νότο.
Η σημερινή Κυπριακή Δημοκρατία έχει μια καλή Δημόσια Διοίκηση, έχει μια καλή οικονομία, η δημοκρατία λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα, ως κράτος Δικαίου άψογα. Πολύ αμφιβάλλουμε εάν το όποιο σύστημα συμφωνηθεί με την Τουρκία να έχει πολιτική παρουσία και έλεγχο του «Βορρά», αν πέραν όλων των άλλων προβλημάτων και δυσκολιών που ούτως ή άλλως θα έχει το Ομοσπονδιακό σύστημα από τη φύση του σε επίπεδο λήψης αποφάσεων (βλ. Βέλγιο), η Τουρκία λειτουργεί ως εξωτερικό πολιτικό κέντρο, υπονομεύοντας τη δομή του πολιτικού συστήματος ως Δημοκρατίας και Κράτους Δικαίου.
Τέλος, πρέπει να υπογραμμίσουμε πως λύση που οδηγεί σε αναδόμηση της Κυπριακή Δημοκρατίας δεν πρέπει να ειδωθεί ως νομική κατασκευή, αλλά κυρίως ως πολιτικές αρχές, που αφορούν στη λειτουργία της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών.


Σχολιάστε εδώ