Η μέρα που το όνειρο πέθανε μια για πάντα

Παραμονές της 15ης Ιουλίου του 1974. Η σύγκρουση στις σχέσεις της Χούντας με τον Μακάριο έχει φθάσει στο έσχατο σημείο. Ο Αρχιεπίσκοπος απευθύνεται με μια εκτενή επιστολή στον στρατηγό Γκιζίκη και μεταξύ των άλλων απαιτεί την απομάκρυνση των Ελλαδιτών αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Οι πληροφορίες που με καταιγιστικό ρυθμό φθάνουν στο Προεδρικό Μέγαρο πείθουν τους πάντες ότι οι συνταγματάρχες είναι έτοιμοι να προχωρήσουν σε ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου. Παρ’ όλα αυτά, ο Μακάριος εξακολουθεί ακόμα να τους πιστώνει με τον αναγκαίο πατριωτισμό: «Δεν υπάρχουν τρελοί στο ελληνικό στράτευμα, ούτε καν ο Ιωαννίδης».
Ώρα οκτώ και δεκαπέντε το πρωί της 15ης Ιουλίου του 1974. Ο ελλαδίτης ταξίαρχος Μιχαήλ Γεωργίτσης υπογράφει το σήμα με το συνθηματικό «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΙΣΗΛΘΕ ΕΙΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ». Τα άρματα μάχης διασχίζουν ήδη βασικές οδικές αρτηρίες της Λευκωσίας. Οι πρώτες δηλώσεις της ηγεσίας των πραξικοπηματιών ανατρέπουν συλλήβδην τις προσδοκίες των χρήσιμων ηλιθίων ιδεολόγων. Η λέξη ένωση για την οποία, υποτίθεται, βγήκαν τα άρματα στους δρόμους δεν αναφέρεται ούτε γι’ αστείο από τους «Εθνοσωτήρες». Άλλη μια φορά οι απλοί και αγνοί πατριώτες πληρώνουν το τίμημα της συνωμοσίας.
Το πραξικόπημα δίνει την αφορμή την οποία έψαχνε η Τουρκία για να εισβάλει στην Κύπρο, προετοιμαζόμενη προς τούτο καταλλήλως πολλά χρόνια πριν. Σύμφωνα με τη στρατηγική που εφάρμοζε ο Κίσινγκερ, αμέσως μετά την εκδήλωση της εισβολής, οι ΗΠΑ θα παρενέβαιναν προς την Ελλάδα για να μην αντιδράσει στην τουρκική επέμβαση, με την υπόσχεση ότι θα άρχιζαν αμέσως συνομιλίες για επίλυση του προβλήματος. Μόλις λοιπόν λήφθηκε το μήνυμα ότι η Τουρκία αποβίβαζε δυνάμεις στο νησί, η αμερικανική διπλωματία ενεργοποίησε τους σχεδιασμούς της.
Έτσι καταλαμβάνεται defacto το 36,7% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τη μάνα Ελλάδα συνεργό στη δική μας τραγωδία. Με τους δικτάτορες να θέτουν παρά πόδα τα όπλα και τους πολιτικούς μεθυσμένους από την επιστροφή από την αυτοεξορία να εξαντλούν την αγωνιστικότητά τους σε πανηγυρισμούς και δεξιώσεις για την αναίμακτη τάχατες αποκατάσταση της δημοκρατίας. Η Κύπρος είναι μακριά και δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα υπεράσπισής της. Το πιο μεγάλο ψέμα της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας.
Να τι γράφει τον Σεπτέμβριο του 1975 η τουρκική εφημερίδα «Λίμπρ Μπελζίκ»: «Οι στρατιωτικοί κύκλοι της Τουρκίας που είχαν την ευθύνη της αποβάσεως δήλωσαν ότι η επιχείρηση θα αποτύγχανε και οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι να αποσύρουν τις δυνάμεις τους σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως της Ελληνικής Αεροπορίας από τις βάσεις της Κρήτης». Τα ίδια ακριβώς υποστηρίζει και ο τούρκος στρατηγός της εισβολής στα απομνημονεύματά του, όπου παραδέχεται τη δεινή θέση στην οποία βρέθηκε, όταν από την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων, έχανε έναν-έναν τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς και τους οπλίτες του, με πρώτο τον συνταγματάρχη Καραγλάνογλου, ο οποίος ηγείτο των αποβατικών δυνάμεων.
Κάπως έτσι σβήνει για πάντα το όνειρο και η ελπίδα. Το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 αποτέλεσε το κύκνειο άσμα ενός διαιώνιου ονείρου. Τα άρματα μάχης που ισοπέδωσαν στο πέρασμά τους και το όνειρο και την ελπίδα. Στις 15 Ιουλίου 1974 «Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΙΣΗΛΘΕ ΕΙΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ» και η Κύπρος οδηγείται για πάντα στις επεκτατικές αγκάλες και τις αιμοσταγείς ορέξεις του ανατολίτη Αττίλα. Με τη μάνα Ελλάδα να παρακολουθεί ως απλός θεατής τα συνταρακτικά γεγονότα.
Και ποιοι είναι στ’ αλήθεια οι πραγματικοί ένοχοι του δίδυμου εγκλήματος και της τραγωδίας; Ο μισανοιγμένος φάκελος της Κύπρου, αραχνιασμένος και ξεχασμένος, κρύβει όλα τα μυστικά. Το δίδυμο έγκλημα που δεν παραγράφεται. Γιατί κάτι τέτοιο ισοδυναμεί με παραχάραξη της ιστορίας. Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί που τρέμουν μπροστά στο ενδεχόμενο να χυθεί άπλετο φως στις διαστάσεις και στις λεπτομέρειες της προδοσίας; Και ποιους, αλήθεια, βολεύει να κρατείται ο φάκελος ερμητικά κλειστός;
Μια παλιά ρώσικη παροιμία λέει: «Πρέπει να τυφλωθεί όποιος βλέπει μόνο με τον παρελθόν». Το παρελθόν υπάρχει για να διδάσκει και όχι να διχάζει. Όσοι το επικαλούνται μόνο και μόνο για να δηλητηριάσουν τις σχέσεις μεταξύ κυρίως των νέων ανθρώπων, χρησιμοποιώντας μάλιστα κατά περίπτωση και περίσταση επιλεκτικώς μόνο όλα όσα τους βολεύουν, είναι απαράδεκτοι και προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες στην εθνική μας υπόθεση. Και αν σήμερα ασχολούμαστε ξανά με όλα αυτά που πονάνε αβάστακτα, δεν είναι για να ξύσουμε πληγές, αλλά γιατί επιβάλλεται, θαρρώ, και να θυμίζουμε και να θυμόμαστε. Με το βλέμμα πάντα στραμμένο στις καταγάλανες ακτές της κατεχόμενης Κερύνειας.


Σχολιάστε εδώ