Δεν υπάρχουν πια περιθώρια φιλικών σχέσεων με τα Σκόπια

Το έκανε ομολογουμένως με επιτυχία μέσω της περιβόητης πλέον όσο και θρασύτατης επιστολής Γκρούεφσκι προς τον πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή.
Ο Γκρούεφσκι έθεσε ζητήματα αναγνώρισης στην Ελλάδα «μακεδονικής» μειονότητας, «μακεδονικής» γλώσσας, χορήγησης διπλής υπηκοότητας, διεκδίκησης περιουσιών κ.λπ. Είναι προφανές πως επιχειρεί με τον τρόπο αυτό να κηρύξει πολιτικό και διπλωματικό πόλεμο σε όλα τα μέτωπα εναντίον της Ελλάδας.
Το επικίνδυνο στο παιχνίδι του Γκρούεφσκι συνίσταται στο ότι επιχειρεί να εκμεταλλευθεί και να εντάξει στη δική του στρατηγική ζητήματα τα οποία όντως υφίστανται, μεγεθύνοντάς τα όμως και διαστρεβλώνοντάς τα σε διαστάσεις που να υπηρετούν τα σχέδιά του.
Βεβαίως και υπάρχουν στην Ελλάδα π.χ. λίγες δεκάδες χιλιάδες άτομα σλαβικής καταγωγής. Η ύπαρξή τους είναι αναγνωρισμένη ακόμη και σε διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει η χώρα μας στην εποχή του Μεσοπολέμου. Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι αυτοί οι Έλληνες πολίτες δεν αισθάνονται πλήρως ενσωματωμένοι στην ελληνική κοινωνία ή ότι… εξουσιοδοτούν τον κάθε Γκρούεφσκι να ισχυρίζεται ότι τους εκπροσωπεί ή να τους αναγορεύει σε μειονότητα με χαρακτηριστικά που να βολεύουν τα Σκόπια.

Ανάσυρση φαντασμάτων
του παρελθόντος

Ακόμη και αν υπάρχουν πέντε ή δέκα χιλιάδες έλληνες πολίτες που δηλώνουν ότι αισθάνονται «ομοεθνείς» με τον Γκρούεφσκι -που δεν τους έχουμε δει να εκδηλώνονται κατ’ αυτόν τον τρόπο- αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως και οι υπόλοιποι έλληνες σλαβικής καταγωγής συγκαταλέγονται υποχρεωτικά σε αυτήν την κατηγορία.
Είναι πασίγνωστο επίσης ότι χιλιάδες έλληνες, αρκετοί από αυτούς σλαβικής καταγωγής, έφυγαν από τη χώρα κατά τα σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αφήνοντας φυσικά πίσω τις περιουσίες τους, πολλές από τις οποίες βρέθηκαν στα χέρια μη δικαιούχων, με παράνομο τρόπο ή και αρπαγές.
Το ζήτημα είναι αν αυτό το πρόβλημα θα αφεθεί στα χέρια των δικαστηρίων ώστε να λυθεί σε χαμηλούς τόνους, κατά περίπτωση εκεί όπου υπάρχουν δικαιούχοι απόγονοι ή αν θα αναγορευθεί σε πολιτικό πρόβλημα συνολικής αντιπαράθεσης, όπου δεν ενδιαφέρει η λύση των ζητημάτων αλλά η συνολική ένταση μεταξύ Ελλάδας – ΠΓΔΜ, ή η καλλιέργεια κλίματος πολιτικής σύγκρουσης.
Επί της ουσίας, ποτέ ένας αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού που έφυγε από την Ελλάδα ηττημένος δεν θα ανέθετε σε ένα «Σλαβοαμερικανάκι» σαν τον Γκρούεφσκι, έναν αμερικανόδουλο ακροδεξιό εθνικιστή, να τον εκπροσωπήσει -ούτε στο θέμα των περιουσιών ούτε σε οτιδήποτε άλλο.
Το ζήτημα, λοιπόν, είναι αν θα επιτρέψει η Ελλάδα στην ηγεσία των Σκοπίων να ξαναφέρει τον χρόνο 60 χρόνια πίσω, στις μαύρες μέρες του ελληνικού εμφυλίου.

Απάντηση στην πρόκληση

Το ύφος του Ν. Γκρούεφσκι στην επιστολή του προς τον Κ. Καραμανλή είναι πραγματικά ιταμό και στόχο έχει, μέσω της θρασύτητάς του να προκαλέσει κλίμα γενικής αντιπαράθεσης σε όλα τα επίπεδα, ώστε να «πνίξει» το θέμα του ονόματος.
Δεν διστάζει μάλιστα να κάνει… μαθήματα στον Καραμανλή περί δικαιωμάτων των μειονοτήτων, απαιτώντας να γίνουν όσα ζητάει!
«Στη σημερινή εποχή, όταν γίνεται λόγος για ανθρώπινα πρότυπα, για εγγυήσεις για την ιδιοκτησία και για μειονοτικά δικαιώματα, δεν γίνεται λόγος για το εάν θέλουμε ή όχι να τα επιλύσουμε, αλλά είναι απαραίτητο να τηρούνται ρητώς τα διεθνή πρότυπα», αναφέρει προκλητικά. Είναι όντως εξωφρενικό να τολμάει να μιλάει για το θέμα αυτό ο πρωθυπουργός ενός κράτους όπου οι Σλάβοι και οι Αλβανοί πολίτες του «λύνουν» τα μειονοτικά προβλήματα με τα όπλα και με συγκρούσεις με δεκάδες νεκρούς, πυροβολώντας οι μεν τους δε!
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η Αθήνα μπορεί να υποκριθεί ότι αγνοεί την πρόκληση των Σκοπίων. Απαιτείται ολοκληρωμένη, σαφής και αποφασιστική διατύπωση των θέσεων της κυβέρνησης Καραμανλή, άπαξ διά παντός σε ανώτατο επίπεδο και στη συνέχεια εκστρατεία διπλωματική και πολιτική μόνιμου χαρακτήρα, προκειμένου οι θέσεις αυτές να γίνουν γνωστές και να εμπεδωθούν από όλες τις ξένες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς.

«Τουρκοποίηση» του Μακεδονικού

Η αιτία που υπαγορεύει αυτή την εκστρατεία είναι η εμφανής πλέον πρόθεση των Σκοπίων να… «τουρκοποιήσουν» το ζήτημα των σχέσεών τους με την Αθήνα. Αντί δηλαδή να επιδιώξουν λύση στο θέμα του ονόματος, ώστε να εξομαλυνθούν οι σχέσεις της ΠΓΔΜ με την Ελλάδα, να καταρτίσουν έναν διαρκώς εμπλουτιζόμενο κατάλογο διαφορών, υπαρκτών και ανύπαρκτων, τον οποίο και να προβάλουν στους διεθνείς οργανισμούς και σε όλες τις χώρες του κόσμου, μικρές και μεγάλες, στις διμερείς τους επαφές. Λέγε, λέγε, όλο και κάτι θα μείνει στο τέλος στο μυαλό των ξένων, οι οποίοι βέβαια δεν έχουν και κανένα λόγο να… βγάλουν πανεπιστήμιο γύρω από τις διαφορές Σκοπίων – Αθήνας.
Η τακτική αυτή είναι δοκιμασμένη με επιτυχία από την Άγκυρα επί δεκαετίες. Πολύ σύντομα οι ξένες χώρες «μπουκώνουν» από τη διαρκή επανάληψη των ελληνοτουρκικών διαφορών, βαριούνται να ακούν συνέχεια τα ίδια, αδιαφορούν επί της ουσίας για το ποιος έχει δίκιο ή άδικο, και στο τέλος αρκούνται να λένε «βρείτε τα μεταξύ σας», εννοώντας «παρατάτε μας ήσυχους»!
Φτάνουμε έτσι στο σημείο να κάνει η Τουρκία εισβολή και να καταλαμβάνει τη μισή Κύπρο, στην αρχή να καταδικάζουν όλοι την Άγκυρα για την κατοχή, αλλά τριάντα χρόνια μετά να κατηγορούν τους Ελληνοκύπριους που δεν αναγνωρίζουν το κατοχικό τουρκικό καθεστώς!
Αυτά βλέπουν τα Σκόπια και ονειρεύονται μια ανάλογη εξέλιξη και στο δικό τους ζήτημα, με τους ευρωπαίους και τους Αμερικανούς να κατακεραυνώνουν την Ελλάδα, που δεν επιτρέπει στα «μικρά και αδύναμα» Σκόπια να μπουν στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.

Ανάγκη σκλήρυνσης στο όνομα

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η διαφαινόμενη γραμμή της κυβέρνησης Καραμανλή ότι «το μόνο πρόβλημα στις σχέσεις με τα Σκόπια είναι το όνομα» μόνο τυπική αξία έχει. Μπορεί να προβάλλεται φραστικά στους διεθνείς οργανισμούς και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας μας, προκειμένου να μην υπάρξει υποψία επίσημης αναγνώρισης εκ μέρους της Αθήνας και άλλων διμερών προβλημάτων Ελλάδας – ΠΓΔΜ, αλλά δεν μπορούν να μην απαντηθούν πολλαπλά και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί των Σκοπίων. Σε ποιο επίπεδο, πότε και με ποιον τρόπο θα απαντηθούν είναι ζήτημα πολιτικών και διπλωματικών επιλογών. Το ότι πρέπει να απαντηθούν όμως οπωσδήποτε είναι θέμα που δεν σηκώνει αμφισβήτηση.
Η ελληνική απάντηση χωρίζεται σε δύο τομείς. Ο ένας είναι η αντίκρουση των ισχυρισμών των Σκοπίων επί της ουσίας και έχει κυρίως ενημερωτική και επικοινωνιακή αξία.
Ο δεύτερος και πολύ σημαντικότερος αφορά στην επαναχάραξη της ελληνικής κυβερνητικής γραμμής στο θέμα των Σκοπίων.
Επιβάλλεται σκλήρυνση σε όλα τα επίπεδα. Αν η ΠΓΔΜ θέλει εχθρικές σχέσεις με την Ελλάδα, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν έχει κανέναν λόγο να εκλιπαρεί για το αντίθετο. Ο στρουθοκαμηλισμός περί μιας δήθεν φιλικής χώρας δεν έχει κανένα νόημα. Σε ανοιχτά εχθρικό κράτος μεταβάλλεται η ΠΓΔΜ, ως τέτοιο πρέπει λοιπόν να αντιμετωπισθεί επί της ουσίας, χωρίς αυταπάτες.
Το θέμα του ονόματος τελείωσε και γι’ αυτή τη φάση, μετά την επιστολή Γκρούεφσκι. Αποτελεί αφέλεια να νομίζει κανείς ότι υπάρχουν πλέον περιθώρια συναινετικής ρύθμισης.
Πρέπει λοιπόν να μην επαναληφθεί η θέση της κυβέρνησης Καραμανλή περί σύνθετης ονομασίας και να αποσυρθούν εντελώς οι απαράδεκτες δήθεν «πρωτοβουλίες» της υπουργού Εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη που δήλωνε σε ξένες εφημερίδες ότι ονομασίες του τύπου «Νέα Μακεδονία» μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Όχι, όπως η ονομασία αυτή είναι εντελώς απαράδεκτη από τον ελληνικό λαό, έτσι πρέπει να είναι απαράδεκτη και από την κυβέρνηση Καραμανλή, έστω και προς μεγάλη λύπη της Ντόρας.

Βέτο για πολλά χρόνια

Το δεύτερο στοιχείο επαναχάραξης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στα Σκόπια είναι η οριστική απόφαση πως σε καμία περίπτωση πλέον δεν πρέπει να επιτραπεί η ένταξη της ΠΓΔΜ στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ στο ορατό μέλλον.
Πρέπει να προβληθεί ξερό και κατηγορηματικό «όχι» στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων ΕΕ-ΠΓΔΜ και να ενημερωθούν οι ευρωπαίοι εταίροι της κυβέρνησης ότι αυτή θα είναι επί πολλά χρόνια η ελληνική θέση, όσο τα Σκόπια τηρούν εχθρική στάση. Η ίδια απόφαση πρέπει να κοινοποιηθεί και στους συμμάχους της κυβέρνησης στο ΝΑΤΟ.
Εννοείται ότι η στάση αυτή πρέπει να τηρηθεί αταλάντευτα και στην πράξη. Δεν αντέχουν οι Έλληνες επανάληψη της «εθνικής ξεφτίλας» των διαπραγματεύσεων ΕΕ-Τουρκίας, η οποία βαρύνει ανεξίτηλα τις κυβερνήσεις Καραμανλή και Σημίτη.
Από εκεί και πέρα, απαιτείται πολύ σοβαρή οργάνωση της εκστρατείας ενημέρωσης των χωρών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ για τη μόνιμη πλέον άρνηση της Ελλάδας να επιτρέψει την ένταξη της ΠΓΔΜ στους κόλπους των οργανισμών αυτών. Αδιαφορία, αλαζονεία, τεμπελιά ή υποτίμηση του αντιπάλου δεν έχουν θέση σε αυτήν την υπόθεση. Η ελληνική διπλωματία δεν συνηθίζει να δρέπει δάφνες, οπότε δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αυτήν την υπόθεση με ψυχολογία και δραστηριότητα ρουτίνας. Είναι αναγκαία η έκτακτη κινητοποίησή της.


Σχολιάστε εδώ