Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Το όνομα του αφεντικού ήτανε Μάρκος, ο δε υπάλληλος λεγότανε Γιάννης. Ο Μάρκος κατά τον ορισμό των κοινωνιολόγων ήταν ένας «στυγνός κεφαλαιοκράτης», ενώ ο ταπεινός και καταφρονεμένος Γιάννης ήταν κατά τον ορισμό του αφεντικού του «χαραμοφάης». Στην επιχείρηση εργαζόντανε επίσης ένας ανώνυμος μικρός, αποκαλούμενος απλώς «ο μικρός», πλην των περιπτώσεων που τον εχρειάζοντο, για να του αναθέσουν χειρωνακτική ή εξωτερική εργασία, οπότε τον προσφωνούσαν μ’ ένα εύηχο: «Ρε». Τέλος, στη δύναμη του προσωπικού ανήκε και η χαρίεσσα δεσποινίς Πιπίτσα, εντεταλμένη με τα του λογιστηρίου. Η επιχείρηση, δημιούργημα του αειμνήστου πατρός του, ήταν κατάστημα με είδη προικός ιδρυθέν εν Αθήναις, όταν νυμφευθείς προίκα, εγκατέλειψε το πλανόδιο εμπόριο και άνοιξε μαγαζί εν Αθήναις, επί της οδού Αγίου Μάρκου.

Ήρθε κάποτε η ώρα η καλή που η εγκυμονούσα σύζυγός του έτεκεν, όταν δε η μαία τού ανήγγειλεν ότι «το παιδί είναι αγόρι», ένιωσε όπως ο Καισαροβασιλεύς της Αυστρουγγαρίας, όταν τον επληροφόρησαν ότι με τη συμβολή της Αυτοκράτειρας απέκτησεν Διάδοχον. Και επειδή ο πατήρ έπλαθε πολλά όνειρα για την επιχείρηση και για τον γιο του, τον βάφτισε Μάρκο, για να είναι ταυτισμένος με το κατάστημα… Να λένε ο Μάρκος της… Αγίου Μάρκου.

Σύμφωνα με τον νόμο, το εμπορικό λειτουργούσε με διακεκομμένο ωράριο. Το προσωπικό, αντιθέτως, εργαζόταν κεκλεισμένων των θυρών με…. συνεχές. Το πρωί άνοιγε ο κ. Μάρκος, τον οποίον περίμεναν και μισή ώρα νωρίτερα προ των κατεβασμένων ρολών όλοι, πλην της δεσποινίδος Πιπίτσας που κατέφθανε αργότερα, ίσως διότι και το βράδυ αποχωρούσε αργότερα, επειδή «έκλεινε ταμείον» και παρέδιδε στον κύριο Μάρκο, ενίοτε πάλι κεκλεισμένων των θυρών…

Το αφεντικό είχε ένα πολύ μεγάλο «πάθος» στη ζωή του. Τον Ιππόδρομο. Τακτικός θαμώνας κάθε Τετάρτη και Κυριακή, γνώριζε απ’ έξω κι ανακατωτά όλα τα άλογα, τα στοιχεία ταυτότητάς τους και τους… προγόνους τους, σε μεγαλύτερο βάθος γενεών απ’ ό,τι ήξερε για τους… δικούς του. Ήξερε επίσης τα κιλά του κάθε αναβάτη, τους ιδιοκτήτες, τους προπονητές και τους σταβλίτες με τα… αράπικα ονόματα. Βέβαια ήταν τέρας μνήμης. Αν τον ρωτούσε κάποιος ξαφνικά για τον χρόνο που έκανε στην προχθεσινή προπόνηση π.χ. ο Ντέιφ ελ Μελούκ, αδίστακτα θα απαντούσε: 1′ 35″ και 2/5 τα 1.200 μέτρα. Μέχρι τα δύο πέμπτα θυμόταν το θηρίο. Άλλοτε πάλι τον ρωτούσαν απρόοπτα σε τι κατάσταση βρίσκεται ο Αλ Χάκεν, κι εκείνος απεκρίνετο πως έτρεξε με τον Παντελιά στα 1.800 μέτρα με 54 κιλά και ήρθε πλασέ… Στον Ιππόδρομο Φαλήρου, στο λεγόμενο «Δέλτα», κυριαρχούσε ο απόλυτος ταξικός διαχωρισμός. Κορυφαίο ήταν το λεγόμενο «Αθλητικό περίπτερο», άβατο για τους πολλούς, όπου πρόσβαση είχαν μόνον οι ιδιοκτήτες ίππων, οι φιλοξενούμενοί τους κι όποιος άλλος ήθελε η Εταιρεία Ιπποδρομιών. Το καλοκαίρι στον ωραιότατο και δροσερό του κήπο με τα πανύψηλα δένδρα λειτουργούσε το κοσμικό κέντρο «Η Αθηναία» με ορχήστρα, όπου τα βράδια ταρακουνιόταν με «σέικ» η χρυσή νεολαία του 1960. Για τους «έχοντας και κατέχοντας» ιδανικός χώρος ήταν η πρώτη θέσις, που σαν «κουφάρι» υφίσταται ακόμη ένα τμήμα της εξέδρας. Εκεί ήταν και το «πάντοκ» με το γκαζόν, όπου γινόταν η επίδειξη των ίππων που θα έτρεχαν, και των αναβατών με τα «χρώματα» των στάβλων που εκπροσωπούσαν. Συνωστίζονταν στο κιγκλίδωμα οι παίκτες και μελετούσαν εμβριθώς τα άλογα, τις κινήσεις ιδιοκτητών και προπονητών, για να μαντέψουν «αν πάει για κούρσα το φαβορί ή αν θα το κρατήσουν».

Για τους πληβείους, δηλαδή τον «χύδην όχλο», για να μη μένει παραπονεμένος, η εταιρεία μερίμνησε και έκανε τη «Β’ θέση», όπου, με γενική είσοδο 15 δραχμών μόνον, μπορούσε ο πάσα εις να διασκεδάσει στοιχηματίζοντας. Η τιμή εισιτηρίου που ίσχυε το 1958 ήταν για τους άνδρες στην 1η θέση δραχμές 30 και για τις γυναίκες δεκαπέντε. Για όσους δεν διέθεταν όβολα για εισιτήριο και για τζόγο, υπήρχαν οι καλοί άνθρωποι, οι αποκαλούμενοι «μπουκμέικερ», που μεριμνούσαν για δαύτους. Εγκατεστημένοι στις γύρω ταράτσες εδέχοντο με ταπεινότητα όποιο ποσόν ήθελε να παίξει καθένας, από δραχμή και πάνω, και επλήρωναν τα αναλογούντα κέρδη, χωρίς παρακράτηση, όσα απέδωσε το επίσημο στοίχημα με την… επίσημη παρακράτηση… Τους κυνηγούσε φυσικά η Αστυνομία, αλλά δεν τους έπιανε ποτέ, όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά επειδή οι τσιλιαδόροι ήσαν τραμβαγιέρηδες και ξέραν φατσικά όλην την Αστυνομία, την Ασφάλεια, τη Βασιλική Χωροφυλακή και τους… αγροφύλακες, αφού όλοι τους μπαίναν εκτός σειράς στα οχήματα, ούτε και εισιτήριο πλήρωναν, δείχνοντας τη ταυτότητα τους.

Αν λοιπόν πλάκωναν για έφοδο, ένα σφύριγμα του τσιλιαδόρου ήταν αρκετό για να γίνουν αυτομάτως οι παίκτες αθώοι θεαταί που παρακολουθούν από ενδιαφέρον την πρόοδο της ελληνικής ιπποπαραγωγής… Ο Μάρκος σύχναζε στη Β’ θέση, όπου υπήρχαν πολλοί, γνωστά «νούμερα», για πληροφορίες, διασυνδέσεις και φιλίες με ανθρώπους του ιπποδρόμου, που έδιναν σίγουρα προγνωστικά. Ήταν ο «γιατρός» που μοίραζε πληροφορίες και εισέπραττε το «κατιτίς» του, διότι απ’ όσα είπε φυσικά κάποιος θα κέρδιζε. Ο δυστυχής Μάρκος, παρά τις απέραντες γνώσεις του που τον καθιστούσαν «εξπέρ», σπανίως κέρδιζε, αλλά μπορούσε να εξηγήσει επιστημονικά γιατί «μάζευαν πέταλα» τα ευνοούμενά του. Τα χρόνια εκείνα οι συγκοινωνίες βρίσκονταν σε πρωτόγονη κατάσταση, και πολλοί στις μετακινήσεις τους χρησιμοποιούσαν σαν μέσον μεταφοράς τους… «πειρατές». Δηλαδή κάτι IX σαράβαλα, που με τρεις-τέσσερις δραχμούλες κόμιστρο εκτελούσαν… ανταγωνιστικά προς τα λεωφορεία δρομολόγια. Ο Μάρκος ήταν άρχοντας. Κατέβαινε με το δικό του αυτοκίνητο, ένα NSU Prinz δεύτερο χέρι, που το παρκάριζε στα δίπλα χωράφια Αγόραζε τον ιπποδρομιακό τύπο, και ιδίως, όταν τελείωναν οι κούρσες, έπαιρνε από το Σύνταγμα την εφημερίδα «Τζόκεϋ», με τα μπλε γράμματα και τις φωτογραφίες των αλόγων, και που πρώτοι και καλύτεροι τον προμηθεύονταν οι χαμένοι, που λίγη ώρα νωρίτερα είχαν ορκιστεί να μη ξαναπατήσουν εκεί πέρα… Αλλά παρουσία έδινε και στα «Καφενεία των φιλίππων» για να συλλέξει πληροφορίες… Την αράζαν εκεί οι «αλογομούρηδες», με κυρίαρχα και σεβαστά πρόσωπα τους συγγενείς και φίλους των τζόκεϋ, που τους λέγαν εμπιστευτικά ποια δίδυμα και ποια σύνθετα θα κερδίσουν.

Έπιανε το αφτί του Γιάννη τα συνωμοτικά του αφεντικού που έλεγε στο τηλέφωνο, και αποφάσισε να κατεβεί τη Κυριακή στον ιππόδρομο που είχε και γκραν-πρι. Σαν ατζαμής κέρδιζε και καθώς ήταν στο «γκισέ» και εισέπραττε, βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με το αφεντικό του. Είδε ο Μάρκος τον υποτακτικό του να κερδίζει ενώ εκείνος τάπωσε, και φρύαξε. Γεμάτος νεύρα, μίσος και ειρωνεία τού είπε: -Για πες μας, κύριε ειδικέ, ποιος θα κερδίσει τώρα; Ο Γιάννης έριξε μια ματιά στο πρόγραμμα -Ταχράν! είπε αδίστακτα. Το νούμερο επτά. Και στην άλλη το Βαρδάρη που μου αρέσει το όνομα. Παίξε σύνθετο, αφεντικό, επτά επί δύο. Ο Μάρκος τον αποπήρε.

– Είσαι ηλίθιος του είπε με απέχθεια. Αν κερδίσουνε αυτοί, εγώ θα βγάλω κέρατα… Έλα όμως που κέρδισε και ο ένας και ο άλλος κι έγινε το σύνθετο 7X2 και η απόδοση του ήτανε 1.309 δρχ. στο δεκάρικο, ο μισός δηλαδή μισθός του Γιάννη, που ούτε αυτός το πόνταρε για να μη προσβάλει το αφεντικό που μίλησε έτσι. Ο Μάρκος περίλυπος, πήρε μαζί του τον Γιάννη με την κουρσάρα του, το NSU. Στον δρόμο μιλούσαν για τις κούρσες, και στο Σύνταγμα αγόρασαν το «Τζόκεϋ» με τα μπλε γράμματα. Χώρισαν. Την επαύριον Δευτέρα έβριζε και προσέβαλλε χυδαία το προσωπικό όπως συνήθως. Το αφεντικό, κατά τον ορισμό των κοινωνιολόγων όπως είπαμε, ήταν ένας στυγνός κεφαλαιοκράτης, πλην Τετάρτης και Κυριακής, που έπαιρνε τον Γιάννη και κατέβαιναν αδελφικά… «α λα μπρατσέτα», σαν ίσος προς ίσο στον ιππόδρομο…


Σχολιάστε εδώ