ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ ΜΙΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΓΙΝΕΣΑΙ Ή ΔΕΝ ΓΙΝΕΣΑΙ ΦΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΜΗΤΡΑΛΟΙΑΣ
Είπα νά ‘βγω τού Άστεως
διά τάς διακοπάς μου
αλλά κανείς δέν είπε μοί
νά φράξω τάς οπάς μου.
Φτάνω εις τά Οινόφυτα
πρίν τού Καπανδριτίου
κι αρχίζουν τά κουνήματα
ως κλίνη δωματίου.
Τοιούτος κίνδυνος εκεί
πολλάκις ενεδρεύει
πού τάς οπάς μας εκμετρεί
κι απλήστως τάς θωπεύει.
Διότι είν’ τό κούνημα
τού τάπητος μεγάλον
-μιλώ τού οδοστρώματος-
κι ουδέν κανένα άλλον.
Εκεί μπορεί τό κούνημα
τήν φύσιν σου ν’ αλλάξει
κι άν είσαι άρρεν ευπρεπής
νά σέ προ-μεταλλάξει.
Κρατώ μέ θάρρος τό βολάν
μά η φύσις κυματίζει
-φουρτούνα στά μπατζάκια μας
κι ο άνεμος σφυρίζει.
Ο συνοδός μου κάτωχρος
δίπλα σταυροκοπείται
κοιτάζει τά μπαλώματα
καί φρίττει, εννοείται.
Χιλιόμετρα περνούν δεινώς
καί η Οδός νταμάρι,
λακκούβα εδώ, λακκούβα εκεί
τού Έθνους μας καμάρι.
Ιδρώς μέ εκυρίευσεν
προμήνυμα θανάτου,
ότι θά μ’ έβρουν τούμπανο
πλησίον κάποιου βάτου.
Ποιός θά μέ κλαύσει αμισθί
ποίος ιερωμένος
ποιός θά μού φέρει κόλλυβα
ποίος ευλογημένος.
Τά αυτοκίνητα εμπρός
χόρευαν Ταραντέλα
μά τά μπαλώματα ΕΚΕΙ
κι ακολουθούσε η τρέλα.
Έν πούλμαν προπορεύετο
κι εγώ ακολουθούσα
εις ικανήν απόστασιν
κι αγρίως βλασφημούσα.
Αύθις τό πούλμαν σείεται
καί τήν πορεία αλλάσσει
καί πάνω στά μπαλώματα
αρχίζει άλλη φάση.
Πατά τό πούλμαν μέταλλο
μεγάλο κι αναλάμπον,
ήτο μία εξάτμισις
στόν ηλιοφόρον κάμπον.
Τά πόδια μου εκόπησαν
δέν πρόφτανα νά στρίψω
νά αποτρέψω τόν χαμόν
κι όχι νά υποκύψω.
Τό τί εγίνη χριστιανοί
σέ σάς εγώ δέν κρύβω.
Τό μέταλλον μάς κτύπησε
πλειστάκις κι εις τόν κύβο.
«Πάμε, χαθήκαμε, μωρέ,
λέγω τού Βαλεντίνου»,
πού η όψις του ήτο ωχρά
ως είναι τού κινίνου.
Βρίσκομεν parking πλαΐνώς
κι οι μαύροι σταματούμε
κίτρινοι κι ετοιμόρροποι
– νά μήν μακρηγορούμε.
Το αυτοκίνητο ευτυχώς
μικράς είχεν ζημίας
είμεθα πάλι ζωντανοί
εν μέσω τρικυμίας.
Πλην όμως, λίγο πιό εκεί
ήλλαζον τάς ρεζέρβας
ως ήλλαζεν τούς λοχαγούς
εις τά βουνά ο Ζέρβας,
… δύο αμάξια άθλια
καί καταπονημένα,
τών δέ θνητών τά πρόσωπα
δακρύβρεχτα, χαμένα.
Είχον όπως εμάθαμεν
τό μέταλλον πατήσει
πού η τροχαία ξέχασεν
ή δέν είχεν γνωρίσει.
Μετά από τά διόδια
τρέχω στούς τροχονόμους
καί τούς δηλώ τό γεγονός
μέ κυρτωμένους ώμους.
Ο δρόμος εσυνέχισεν
χυδαίος, μπαλωμένος,
καμάρι μιάς κυβέρνησης
πού μάς ρουφά ασμένως.
Ανίκανοι μάς οδηγούν
εις ατραπούς θανάτου,
αρκεί νά βρίσκονται ψηλά
κι ημείς πολύ πιό κάτου.
——————————–
Οι κυβερνήσεις τού ελληνικού προτεκτοράτου δέν ντρέπονται… μόνο ανατρέπονται. Καί μετά τήν αστεία ανατροπή βαφτίζονται ανάλγητοι, δηλώνοντάς μας: Άμωμοι εν οδώ, αλληλούια.