Γιατί έκαναν τον «ένδοξο Σπαρτιάτη» να… ντρέπεται;
Δεν έχει καταλαγιάσει ακόμη ο σάλος που ξέσπασε στους πολιτικούς, διπλωματικούς και στρατιωτικούς κύκλους με αφορμή την αποκάλυψη των «Νιου Γιορκ Τάιμς» στις 21 – 22 Ιουνίου ότι η ελληνική αεροπορία συμμετείχε με την ισραηλινή σε κοινή άσκηση στο Αιγαίο που χαρακτηρίστηκε πρόβα τζενεράλε για τον βομβαρδισμό των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Την εβδομάδα που πέρασε ο εκπρόσωπος Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, Γ. Κουμουτσάκος, επιχείρησε για μια ακόμη φορά να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δηλώνοντας ότι επρόκειτο για άσκηση ρουτίνας στο πλαίσιο συμφωνίας που έχει υπογραφεί με το Ισραήλ από το 1994 κι ότι όλα αυτά που έγραψε η αμερικανική εφημερίδα δεν ισχύουν…
Πίσω από τον σάλο ωστόσο βρίσκεται μια διάχυτη ανησυχία για τις καταστρεπτικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η στροφή 180 μοιρών στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Γιατί είναι έκδηλο πως η αμυντική συνεργασία με το Ισραήλ κονιορτοποιεί, εξανεμίζει ένα κεφάλαιο σχέσεων εμπιστοσύνης και φιλίας με τις αραβικές χώρες τεράστιας στρατηγικής σημασίας, το οποίο οικοδομήθηκε σε βάθος πολλών δεκαετιών. Στο πλαίσιο αυτών των σχέσεων η ελληνική διπλωματία εξασφάλισε τη θετική ή ουδέτερη στάση των χωρών της Μέσης Ανατολής σε μια σειρά φλέγοντα θέματα της χώρας μας που σχετίζονται με την Τουρκία, κι έτσι ουδέποτε η Τουρκία μπόρεσε στο Κυπριακό, για παράδειγμα, να στρατεύσει πίσω από τα συμφέροντά της τον αραβικό κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο η φιλοϊσραηλινή στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι προάγγελος αρνητικών εξελίξεων, χωρίς κανείς να υποτιμά την ανάγκη προσεταιρισμού του Ισραήλ έτσι ώστε να αντισταθμίζονται οι δεσμοί που αργά αλλά σταθερά δημιουργεί η Άγκυρα με το Τελ Αβίβ.
Σε κάθε περίπτωση η ταύτιση της Ελλάδας με το Ισραήλ, σε ένα θέμα μάλιστα με αφορμή το οποίο διαφοροποιούνται δημόσια ακόμη και οι Αμερικανοί, μόνο ζημιά δημιουργεί στην εικόνα της Ελλάδας στο διεθνές περιβάλλον. Το αποτέλεσμα αυτό πιθανόν να ήταν και στο σχέδιο όσων έδωσαν στη δημοσιότητα την πληροφορία, καθώς το επίμαχο δημοσίευμα από την πρώτη παράγραφο κιόλας τονίζει ότι πηγή του είναι αξιωματικοί του αμερικανικού στρατού. «Διέρρευσε» λοιπόν από τα μέσα, ώστε τα εν οίκω να βγουν εν δήμω και η Ελλάδα να εκτεθεί. Έτσι όμως το ερώτημα για το κατά πόσο η υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, είχε ενημερώσει τον πρωθυπουργό ή όχι τίθεται ακόμη πιο έντονα, όπως και σε ό,τι αφορά το επίπεδο συνεργασίας του υπουργείου της με το Εθνικής Άμυνας, καθώς είναι κοινός τόπος ότι η συνεργασία που είχε επιτευχθεί επί των ημερών του Π. Μολυβιάτη δεν υφίσταται σήμερα.
«Παράπλευρη απώλεια» της ελληνοϊσραηλινής «άσκησης της ντροπής» είναι και η ντε φάκτο αλλαγή του αμυντικού δόγματος της Ελλάδας. Όπως είναι γνωστό το δόγμα που διαπερνούσε εδώ και χρόνια τη λειτουργία και δράση του ελληνικού στρατού ήταν αμυντικό – αποτρεπτικό. Συμμετέχοντας όμως σε μια άσκηση βομβαρδισμού εγκαταστάσεων μιας ξένης χώρας – ενέργεια που ισοδυναμεί με κρατική τρομοκρατία, το εν λόγω δόγμα ανατρέπεται στην πράξη και αντικαθίσταται από ένα επιθετικό δόγμα!
Ποιος το αποφάσισε όμως;
Υπό ποίες διαδικασίες υιοθετήθηκε μια τέτοια μείζονος σημασίας μεταβολή;
Κι εδώ τα ερωτήματα γίνονται πιο αμείλικτα, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι κρίσιμα κέντρα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων έχουν δεχθεί επισκέψεις το τελευταίο διάστημα με σκοπό να τους αναλυθεί πόσο… αναγκαία είναι μια στρατιωτική επίθεση στο Ιράν! Και έλληνες αξιωματικοί άκουγαν έκπληκτοι γιατί πρέπει να βομβαρδιστεί το Ιράν!
Κατά συνέπεια, η άσκηση «Ένδοξος Σπαρτιάτης» (την οποία πιθανόν να μη μαθαίναμε ποτέ αν δεν την είχαν αποκαλύψει οι «Νιου Γιορκ Τάιμς») δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το αποκορύφωμα μιας εν εξελίξει δραστηριότητας που συντελείται υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας και δεν εγκυμονεί τίποτε θετικό για την Ελλάδα!