ΑΦΥΠΝΙΣΕ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ Ο ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΥΠΡΟΥ
Μια τέτοια πατριωτική φωνή ακούστηκε πριν από λίγες μέρες, συγκεκριμένα στις 9 Ιουλίου, στην Ελλάδα. Ήταν η φωνή του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου, ο οποίος έδειξε ότι ευτυχώς για τον Ελληνισμό ακόμα υπάρχουν «τιμημένα ράσα».
Καθόλου περίεργο βέβαια ότι στην ομιλία, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δεν παρέστη κανείς εκπρόσωπος της κυβέρνησης, κανείς εκπρόσωπος άλλου κόμματος, με δυο λόγια κανείς πολιτικός! Και φυσικά καμιά τηλεόραση, κανένα μέσο ενημέρωσης. Φαίνεται ότι τέτοιες φωνές δεν βρίσκουν θέση στο κλίμα υποχωρήσεων και συμβιβασμών που διαμορφώνουν αντάμα η πολιτική και πνευματική ηγεσία και τα μέσα ενημέρωσης.
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος επιτέθηκε με τον γάργαρο λόγο σφοδρά σ’ όσους έχουν επηρεαστεί από την κούραση και έχουν καταλήξει στον ραγιαδισμό. Υπογράμμισε πως «όταν η πατρίδα βρίσκεται σε κίνδυνο, προέχει το χρέος». Ότι έχουμε φτάσει «σε οριακούς για την πατρίδα μας καιρούς». Ότι «ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, από δική μας υπαιτιότητα, οδηγούμαστε απ’ το κακό στο χειρότερο».
Περιέγραψε ακόμα μια τριακονταετή πορεία συνεχών υποχωρήσεων έναντι της Τουρκίας, που έχουν οδηγήσει στα σημερινά αδιέξοδα. «Υπνώττουμε», υπογράμμισε, «αν πιστεύουμε ότι με το άνοιγμα διόδων προς τα Κατεχόμενα, με τους όρους μάλιστα του κατακτητή, διευκολύνεται η λύση». Αντίθετα, τόνισε, «έτσι μεθοδεύεται η κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου και έχουμε φτάσει ήδη στα όρια εθνικής αυτοκτονίας».
Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος κατήγγειλε όσους καλλιεργούν τον μύθο του «καλού και διαλεκτικού Ταλάτ, που με δείπνα και κοινωνικές συναντήσεις θα διευκολύνει τη λύση». Περιέγραψε βήμα προς βήμα το πού οδηγούν αντιλήψεις σαν αυτές, επί των οποίων κάνουν διάλογο ο σημερινός Πρόεδρος Χριστόφιας με τον Ταλάτ, όπως η απουσία κάθε αναφοράς σε πρόβλημα εισβολής και κατοχής, όπως το εφεύρημα της «παρθενογένεσης» και άλλες παρόμοιες επικίνδυνες αντιλήψεις, σε αντίθεση με το περήφανο «όχι» στο Σχέδιο Ανάν που καθοδήγησε ο τότε Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος και ενέκρινε με συντριπτική πλειοψηφία ο λαός της Κύπρου.
Κάλεσε τέλος την Ελλάδα να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι «σε ένα τμήμα του έθνους που κινδυνεύει», αντί να υπεκφεύγει υπογραμμίζοντας χαρακτηριστικά πως «νιώσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα το πικρό αίσθημα της εγκατάλειψης». Υπενθύμισε με γενναιότητα ότι «είμαστε φύτρα της ίδια γενιάς και είναι κοινή η μοίρα όλου του Ελληνισμού».
Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα απ’ αυτήν την ομιλία, την οποία το «ΠΑΡΟΝ» θεωρεί ιστορικών διαστάσεων, ιδιαίτερα τούτη την περίοδο που στρώνεται ο δρόμος του συμβιβασμού και της παράδοσης της Κύπρου, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Ο αναγνώστης μας μπορεί επίσης να κάνει τη σύγκριση ανάμεσα στην ομιλία του Αρχιεπισκόπου και στο κείμενο – απάντηση που μας έστειλε ο πρώην κυβερνητικός εκπρόσωπος της Κύπρου Πέτρος Βοσκαρίδης. Οι διαφορές ανάμεσα στα δύο κείμενα, διαφορές ανάμεσα σε μια περήφανη πατριωτική στάση και σε μια ιδεολογία συμβιβασμού, είναι κάτι παραπάνω από ευκρινείς…
Οταν την Κύπρο, την ιδιαίτερη πατρίδα μου, κυκλώνουν και σήμερα στίφη βαρβάρων, που την απειλούν με την αριθμητική και στρατιωτική υπεροχή τους, δεν μπορώ να τερματίσω εδώ το λόγο. Δεν είναι για μας, τους εμπερίστατους, αρκετά τα μνημόσυνα, ούτε και το αίσθημα υπερηφάνειας που δημιουργεί η αναφορά στους ένδοξους προγόνους μας. Όταν η πατρίδα βρίσκεται σε κίνδυνο, προέχει το χρέος. Κι αν έχουν αξία οι εορτασμοί τέτοιων επετείων, όπως η σημερινή, είναι για να συνειδητοποιήσουμε τις δικές μας υποχρεώσεις.
Σήμερα φτάσαμε, δυστυχώς, σε οριακούς για την πατρίδα μας καιρούς. Και θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά πού θα στηρίξουμε τον αγώνα μας, πώς θα επαναπροσδιορίσουμε τις επιδιώξεις μας.
Μια τριακονταετής πορεία συνεχών υποχωρήσεων έναντι κάθε παράλογης αξίωσης της Τουρκίας, που κινήθηκε γύρω από τη φιλοσοφία μιας «κοινά αποδεκτής λύσης», είχε για μας ολέθριες συνέπειες. Κύρια εκτροπή εξ αρχής ήταν η θεώρηση του προβλήματός μας όχι ως προβλήματος εισβολής και συνεχιζόμενης Τουρκικής κατοχής, αλλά ως θέματος δικοινοτικής διαμάχης που παραπέμπει στην αναζήτηση «μέσου όρου» θέσεων μεταξύ θύματος και θύτη. Αναμφίβολα ζούμε στην εποχή των ωμών συμφερόντων και των συσχετισμών δυνάμεων και δεν το αγνοούμε. Δεν είμαστε υπερδύναμη για να επιβάλλουμε τους όρους μας. Έχουμε τη γνώμη όμως ότι, ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, από δική μας υπαιτιότητα, οδηγούμαστε από το κακό στο χειρότερο. Όχι μόνο δεν αξιοποιήσαμε στο ελάχιστο την ένταξή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το διεθνές και Ευρωπαϊκό δίκαιο, στα οποία στηρίζεται το σύγχρονο οικοδόμημα του ευρωπαϊκού κόσμου, αλλά, αντίθετα, δημιουργήσαμε και τον μύθο του καλού και διαλλακτικού Ταλάτ, που με δείπνα και κοινωνικές συναντήσεις θα έλυε το πρόβλημά μας. Φορτώσαμε τις ευθύνες της τουρκικής αδιαλλαξίας στη δική μας πλευρά και τη δική μας ηγεσία που τάχατες «δεν ήθελε λύση».
Απ’ αυτό τον αυτοεγκλωβισμό φοβούμαστε πως δεν θα βγούμε χωρίς νέες οδυνηρές απώλειες. Ήδη η εθνοκάθαρση, που είναι έγκλημα βαρύτατο και παραβιάζει βασικά πανανθρώπινα δικαιώματα, αρχίζει εκ μέρους μας να νομιμοποιείται, αφού για πρώτη φορά χρησιμοποιείται ο όρος «ελληνοκυπριακό» και «τουρκοκυπριακό» συνιστών κράτος. Η αναφορά σε κατοχή καταργείται στην πράξη, αφού αποδεχτήκαμε τώρα διάλογο για στρατιωτικά θέματα με την «τουρκοκυπριακή πλευρά» αντί με την Τουρκία όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Αυτοεμπαιζόμαστε «με τις εποικοδομητικές ασάφειες», ότι τάχα βοηθούν στην υπέρβαση αδιεξόδων, και φτάσαμε στο σημείο να ερμηνεύουμε την «επανένωση» εμείς ως επανένωση του κράτους (ούτε καν αναφορά για απελευθέρωση) κι οι Τούρκοι ως επανένωση των δύο κρατών. Ξεκινούμε με την εξ αρχής αποδοχή της παραμονής εποίκων και δεν συνειδητοποιούμε τη νομική υπονόμευση, εκ μέρους μας, των θέσεών μας.
Το χειρότερο, δεν δείχνουμε να καταλαβαίνουμε τη σημασία που έχει η προστασία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η προσπάθεια της Τουρκίας να μονιμοποιήσει και να νομιμοποιήσει την κατοχή, να αποενοχοποιηθεί από την εισβολή, να απαλλαγεί από τα εγκλήματα που διέπραξε, δεν μπορεί να ευοδωθεί όσο υπάρχουν οι αποφάσεις και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θωρακίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούν οι Τούρκοι και οι σύμμαχοί τους από τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις αυτές είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, του αντικειμένου προς το οποίο τα ψηφίσματα απευθύνονται. Γι’ αυτό και βυσσοδομούν για εξ υπαρχής δημιουργία νέου κράτους, ώστε στη σύγκρουση των δύο «συνεταίρων» που θα προκύψει, ή θα μεθοδευτεί, απαλλαγμένοι από τις ειλημμένες υποχρεώσεις τους, να τρέξουν να προσφέρουν τις «καλές τους υπηρεσίες» και να αναγνωρίσουν τα δύο κράτη που οραματίζονται. Θα ‘πρεπε ως εκ τούτου, στην ερώτηση αν η επιδιωκόμενη λύση θα προκύψει από παρθενογένεση, η απάντηση να ήταν ξεκάθαρη. Η απάντηση ότι θα έχουμε τελικά μιαν ενιαία ομοσπονδιακή κυβέρνηση μας αυτοεγκλωβίζει. Η ενιαία ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να προκύψει από παρθενογένεση. Πώς θα ξεφύγουμε αργότερα; Μήπως ανοίγουμε δρόμο σε νέες τουρκικές διεκδικήσεις; Δεν συνιστούν τα πιο πάνω σοβαρότατες διολισθήσεις προς τις τουρκικές απαράδεκτες θέσεις;
Θα ‘ταν αφέλεια σοβαρότατης μορφής η πίστωση με καλή θέληση της Τουρκίας. Και νομίζω πως υπνώττουμε, αν πιστεύουμε ότι με το άνοιγμα διόδων προς τα κατεχόμενα, με τους όρους μάλιστα του κατακτητή, διευκολύνεται η λύση. Εξυπηρετούνται, απλώς, τα οικονομικά και άλλα συμφέροντα της Τουρκίας και εξασθενεί η πιθανότητα άσκησης πίεσης σ’ αυτήν από τρίτους.
Η Τουρκία δεν επιθυμεί λύση επανένωσης της Κύπρου. Αν για να επιβάλει τα άνομα σχέδιά της κράτησε σε άθλιες συνθήκες, απομονωμένους μέσα σε θυλάκους για δέκα χρόνια τους Τουρκοκυπρίους, θα συγκατανεύσει τώρα, που βρίσκεται σε θέση ισχύος, σε επανένωση του τόπου και του λαού, απλώς γιατί υποχωρούμε συνεχώς από τις θέσεις μας; Η Τουρκία μεθοδεύει την κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου, χωρίς να επείγεται ιδιαίτερα για τον χρόνο αυτής της κατάληψης.
Εξ άλλου η, δίκην αποικιακού κυβερνήτη, καθημερινή εμφάνιση του Άγγλου Υπάτου Αρμοστή στη Λευκωσία, ο οποίος προαναγγέλλει εξελίξεις και ποδηγετεί διαδικασίες, ποια περιθώρια επιτυχίας αφήνει στις προσπάθειές μας; Ποιοι εργάστηκαν απεγνωσμένα από τα γεγονότα της σφαγής στον Κοντεμένο το 1958, τη διαδικασία επιβολής της Πράσινης Γραμμής το 1963, μέχρι και σήμερα, για την διαίρεση και τη διεύρυνση του χάσματος των δύο κοινοτήτων; Τα συμφέροντα των Άγγλων στην περιοχή δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Και δυστυχώς δεν συμπίπτουν ούτε με τις αρχές του δικαίου ούτε με τα δικά μας συμφέροντα.
Είναι καιρός, ή μάλλον έχει εξαντληθεί ο καιρός, και πρέπει να ανανήψουμε. Να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις αλλά κυρίως τις σκέψεις και το φρόνημά μας. Να κατανοήσουμε την κρισιμότητα των καιρών και να χαράξουμε πορεία πλεύσης:
Η πείρα απέδειξε ότι οι συνεχείς υποχωρήσεις (κι έχουμε ήδη φτάσει στα όρια εθνικής αυτοκτονίας) δεν εξευμενίζουν τον κατακτητή ούτε και τον οδηγούν σε συμβιβασμό. Το έχουμε διαπιστώσει ότι σε κάθε υποχώρησή μας η Τουρκία προβάλλει νέες αξιώσεις. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εδράσουμε τον αγώνα μας αμετακίνητα, σε αδιαμφισβήτητες θέσεις αρχών, τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, που είναι σήμερα παγκοσμίως αποδεκτές, ώστε κανένας να μην μπορεί, αν εμείς δεν το θέλουμε, να μας πιέσει. Ποιος και με ποια κριτήρια θα αρνηθεί, στον 21ο αιώνα, το δικαίωμα περιουσίας, ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης κάποιου στην ίδια του τη χώρα, όταν αυτό το δικαίωμα κατοχυρώνεται για όλη την Ευρώπη; Ποιος και με ποια κριτήρια, αν εμείς δεν το αποδεχτούμε, θα δικαιώσει ή θα δικαιολογήσει την Τουρκία στα θέματα του εποικισμού και του εθνικού ξεκαθαρίσματος;
• Έχω τη γνώμη πως αν δεν αναχαιτισθεί η κατακλυσμιαία εισροή εποίκων στον τόπο μας, που μεταβάλλει επικίνδυνα το δημογραφικό χαρακτήρα της Κύπρου, με ξεκάθαρες τις επιδιώξεις της Τουρκίας, θα πρέπει πολύ σοβαρά να μελετηθεί το κλείσιμο όλων των διόδων προς τα κατεχόμενα. Να εξηγήσουμε στους Εταίρους μας και στον υπόλοιπο κόσμο πως αυτό δεν είναι πράξη ανελευθερίας αλλά πράξη στοιχειώδους αυτοάμυνας. Η οικονομική ενίσχυση της κατοχής (κι όχι των Τουρκοκυπρίων) δεν οδηγεί σε λύση. Εδραιώνει τα τετελεσμένα και προωθεί την ήδη μεθοδευμένη κατάληψη ολόκληρης της νήσου.
= Θα πρέπει όμως να γρηγορούν και οι συνειδήσεις μας. Η κούραση που κατέλαβε μερικούς, ο ραγιαδισμός που χαρακτηρίζει άλλους, η εκούσια ή ακούσια προώθηση των θέσεων της Τουρκους από μερικούς Ελληνοκυπρίους είναι φαινόμενα που θα πρέπει αμέσως να εκλείψουν.
Ακούσαμε πρόσφατα από στόμα πανεπιστημιακού καθηγητή ότι θα ‘ταν ορθό να μην αναφερόμαστε σε τουρκική εισβολή, αφού η «άλλη πλευρά» μιλά για ειρηνευτική επιχείρηση. Τούτο συνιστά μιαν άκρως επικίνδυνη αλλοίωση της ταυτότητας και της συνείδησης έστω και λίγων στον τόπο μας, που επιφέρει μια τραγική σύγχυση πραγμάτων, ιδεών και επιδιώξεων. Όταν αλωθούν κατά τέτοιον τρόπο οι συνειδήσεις, για ποια ιδανικά θα αγωνιστούμε; Επείγει η άμεση απομόνωση τέτοιων φωνών.
o Και τέλος πιστεύω πως και η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της απέναντι σ’ ένα τμήμα του Έθνους που κινδυνεύει. Νιώσαμε πολλές φορές μέχρι τώρα το πικρό αίσθημα της εγκατάλειψης σε ώρες δύσκολες. Όταν το 1974 αναγκαζόμασταν να εγκαταλείψουμε τα σπίτια και τις περιουσίες μας, το έθνος, δυστυχώς, στάθηκε σε απόσταση ασφαλείας από τα τεκταινόμενα, προβάλλοντας τη δικαιολογία της απόστασης. Πριν από λίγα χρόνια, μέρος της ηγεσίας του Έθνους μάς συμβούλευε σε αποδοχή του σχεδίου Ανάν, που θα οδηγούσε – και είναι σίγουρο ότι το έβλεπαν κι αυτοί – σε εθνική τραγωδία. Σήμερα βολεύτηκε πίσω από το «εσείς αποφασίζετε κι εμείς στηρίζουμε». Μα σε ώρες κινδύνου δεν μπορεί να είμαστε μόνοι. Είμαστε φύτρα της ίδιας γενιάς. Κοινά είναι τα προβλήματα, κοινή και η μοίρα όλον του Ελληνισμού. Τυχόν ευόδωση των τουρκικών επιδιώξεων στην Κύπρο θα οδηγήσει σε διεκδικήσεις και άλλων ελληνικών εδαφών. Αν οι Κύπριοι έτρεξαν στο πλευρό της αγωνιζόμενης Ελλάδας κι αν από τα πανάρχαια χρόνια τα κόκαλά τους λιπαίνουν διάφορα μέρη της ελληνικής γης, έχουμε την αξίωση -μας δίνει αυτό το δικαίωμα η κοινή μας καταγωγή- και η Ελλάδα να αντιπροσφέρει στην Κύπρο τη δυναμική στήριξη των δικαίων της στη διεθνή σκηνή.
Ίσως να καταχράστηκα τον χρόνο σας. Ένιωθα όμως την ανάγκη να εκθέσω, και σε σας, την αγωνία μου για την τύχη του Κυπριακού Ελληνισμού, αποσκοπώντας στην εκζήτηση της βοήθειάς σας. Πιστεύω πως έστω και τώρα αν, Ελλάδα και Κύπρος, συντονίσουμε τις προσπάθειές μας, κι αν μείνουμε αμετακίνητοι σε θέσεις αρχών, είναι δυνατή η σωτηρία. Ο Ελληνισμός, όταν ήταν έτοιμος για θυσίες κι όταν ομονοούσε, πάντα πετύχαινε τους στόχους του.»
Το καθήκον μας απέναντι στους προγόνους μας, απέναντι στη μνήμη όλων των ηρωικών νεκρών μας και ιδιαίτερα αυτών που θυσιάστηκαν το 1821, σαν σήμερα, του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού και των άλλων κληρικών και λαϊκών επιτάσσει αυτή την προσπάθεια. Είναι ο μόνος τρόπος για να πλέξουμε γι’ αυτούς, κι ελπίζω σύντομα, το στεφάνι μας με ελεύθερη τη δάφνη τού σεβασμού και του ιστορικού μας χρέους!
Σας ευχαριστώ