Αναρμόδιες για θέματα ιδιοκτησιακου καθεστώτος οι δασικές υπηρεσίες
Σύμφωνα με το άρθρο 14 του νόμου 998/1989, «ο χαρακτηρισμός περιοχής ή τμήματος γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως… ως και ο προσδιορισμός της κατηγορίας στην οποία ανήκει το δάσος ή δασική έκταση» σε σχέση με τις διακρίσεις που προβλέπει το άρθρο 4, «ενεργείται από τον κατά τόπο αρμόδιο δασάρχη».
Η οποιαδήποτε δε ενέργεια γίνεται μετά από «αίτηση οποιουδήποτε που έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπάγγελτα».
Πέρα από αυτήν τη σαφή αρμοδιότητα, ο αρμόδιος κατά τόπον δασάρχης δεν έχει καμία άλλη αρμοδιότητα.
Ειδικότερα δε, από καμία ισχύουσα διάταξη δεν προκύπτει ότι «ο αρμόδιος κατά τόπον δασάρχης» έχει αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Άλλωστε, στο άρθρο 8 με σαφήνεια προβλέπεται ότι για τη «διοικητική αναγνώριση, εκ μέρους του Δημοσίου, της κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου επί δασών ή δασικών εκτάσεων, συνιστώνται τέσσερα Συμβούλια ιδιοκτησίας Δασών.
Αυτά και μόνο τα «Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών» επιλαμβάνονται της αναγνώρισης της κυριότητας ή άλλου εμπράγματος δικαιώματος.
Αλλά και αυτά τα συμβούλια μόνο «γνωμοδοτούν» και μάλιστα απολύτως «αιτιολογημένα», με βάση τα προσκομιζόμενα από τους ενδιαφερόμενους στοιχεία ή από τα τηρούμενα στοιχεία στη δασική υπηρεσία.
Η αρμοδιότητα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, για την κυριότητα ή οποιουδήποτε άλλου εμπράγματος δικαιώματος έκτασης γης ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια και μόνον.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το ισχύον δίκαιο, ο μεν δασάρχης είναι αρμόδιος να χαρακτηρίσει «περιοχή ή τμήμα έκτασης γης» ως δάσος ή δασική έκταση, ανεξάρτητα των ζητημάτων κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων επ’ αυτής, τα δε «Συμβούλια Ιδιοκτησίας Δασών» είναι αρμόδια να γνωμοδοτούν επί ζητημάτων που ανάγονται στην κυριότητα ή άλλα εμπράγματα δικαιώματα μόνον επί δασών ή δασικών εκτάσεων. Η δασική νομοθεσία εφαρμόζεται αδιάκριτα, τόσο επί δημοσίων, όσο και επί ιδιωτικών δασών ή δασικών εκτάσεων.
Όμως , όπως έχει κριθεί από μια σειρά αποφάσεων του ΣτΕ 2233/2000, 87/2004, 2086/2004, 1248/2005, 2092/2006, 481/2007 και 972/2007 οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους χαρακτηριζόμενους σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 998/1979 απορρίπτονται πάγια ως αλυσιτελείς.
Ακόμα η οποιαδήποτε κρίση της διοίκησης, του δασάρχη, της πρωτοβάθμιας αλλά και της δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων, ως προς το δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα εκτάσεων, δεν είναι δεσμευτική, για το αρμόδιο όργανό του είναι τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία κρίνουν κατά νόμο τον ιδιοκτησιακό χαρακτήρα της επίδικης έκτασης, καθόσον κατά τη διαδικασία αυτή όπως έχει κριθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας με τις υπ’ αριθ. 4309/2001,832/2002, 409/2005 και 356/2007 αποφάσεις απαγορεύεται η θέση ή η προβολή θεμάτων ιδιοκτησίας.
Σύμφωνα λοιπόν με τη νομολογία που έχει αναπτυχθεί οι διατάξεις που ισχύουν ιδρύουν δύο αυτοτελείς και διακριτές μεταξύ τους διαδικασίες. Η μία, η οποία αφορά τον χαρακτηρισμό μια έκτασης ως δασικής ή μη με βάση το άρθρο 14 του νόμου 998/1976 και η άλλη ως προς τον χαρακτηρισμό ως δημόσιας ή ιδιωτικής με βάση το άρθρο 8.
* Ο Μαν. Α. Μπεντενιώτης είναι νομικός
διδάκτωρ Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, πρώην Υφυπουργός και Βουλευτής Πειραιά του ΠΑΣΟΚ
** Το άρθρο είναι περίληψη γνωμοδότησης