Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Όλοι έχομε ακούσει από λαλίστατα χείλη ασεβών, και συχνά διαβάσαμε σε έγκριτα έντυπα, να χρησιμοποιείται ανενδοίαστα η λέξη «Μπορντέλο» όχι για λόγους λογοτεχνικούς, σαν περικοπή π.χ. από το γνωστό ποίημα της Γαλάτειας Καζαντζάκη, αλλά για να περιγράψουν τα συμβαίνοντα στον τόπο μας. Με άλλα λόγια, όταν θέλουν να αποδώσουν τάχα «φωτογραφικά» την υφισταμένη αρρυθμία, την ακαταστασία, τον «αχταρμά», και κυρίως το «μπάτε σκύλοι αλέστε» που επικρατούν στη χώρα μας αποφαίνονται απαξιωτικά πως «γινήκαμε Μπορντέλο».
Ε, λοιπόν μπορώ να διαβεβαιώσω όλους εκείνους που χρησιμοποιούν αυτήν τη λέξη πως πλανώνται πλάνην οικτρά, διότι μέσα εκεί, αντιθέτως με ότι πιστεύουν, επικρατούσε τάξη υποδειγματική, και πως καμμία ατασθαλία οποθενδήποτε προερχομένη δεν ήταν επιτρεπτή. Καλύτερα όμως να προσπαθήσωμε να ανασυνθέσουμε την εικόνα και τις επικρατούσες συνθήκες μέσα στον περιχαρακωμένο χώρο τους. Τα «μπορντέλα» ή οίκοι ανοχής εχαρακτηρίζοντο σαν «οίκοι ομαδικού εταιρισμού» και λειτουργούσαν με νόμους θεσπισμένους από την Πολιτεία, που είχαν τη πρωτοτυπία ότι… ετηρούντο. Το προσωπικό υπάκουε τυφλά στον εσωτερικό κανονισμό του… ιδρύματος, και καμία παρέκκλιση δεν ήταν επιτρεπτή, επί ποινή εξωπετάξεως. Συγχρόνως τελούσαν κάτω από αυστηρή ιατρική παρακολούθηση, όλα δε τα μέλη της… παροικίας, ενεργά ή δόκιμα, ήσαν εφοδιασμένα με βιβλιάριο «Ασκήσεως Επαγγέλματος» δεόντως θεωρημένο παρά της Αστυνομίας, δηλαδή απ’ το λεγόμενο «Τμήμα Ηθών», και λειτουργούσαν με κανόνες υποδειγματικούς, που δεν συναντάς σήμερα ούτε στα… καλύτερα σπίτια. Πιθανόν μερικοί να πιστεύουν πως οι Πύλες τους ήταν ορθάνοιχτες, κατά κανόνα όμως, ήσαν ερμητικά κλειστές, εφαρμόζοντας κατά γράμμα το «μηδείς αγεωμέτρητος εισίτω» δηλαδή άνοιγαν μόνον «τη αιτήσει» του μυημένου πελάτη που έκρουε τον κώδωνα ευγενώς. Έτσι οι περαστικοί παρέμεναν τελείως ανυποψίαστοι, και δεν εδίδετο το… δικαίωμα στον πάσα ένα να βάζει κακό με τον νου του για τα εντός… τεκταινόμενα. Σε αρκετούς οίκους, για να εισέλθεις και να γευθείς τους προσφερόμενους καρπούς, απαιτείτο «βίζα» όπως σε μερικά φιλικά… κράτη, ιδίως αν ήσουν ή έδειχνες ψειρής ή ανήλικος. Η ανάκριση «ποιος σ’ έστειλε;» και άλλες συναφείς ερωτήσεις ήσαν οι εξετάσεις που έπρεπε να περάσεις ευδοκίμως για να σου επιτραπεί η… εισαγωγή. Βέβαια, σε μερικά ευρείας… κατανάλωσης μαγαζιά, η πόρτα παρέμενε ανοιχτή διάπλατα, αλλά κι εκεί, πριν από το σαλόνι μεσολαβούσε ένας προθάλαμος, ίσως για τη ψυχολογική… προθέρμανση του εισερχομένου. Εξαίρεση, με κραυγαλέες σημάνσεις για τη χρήση του οικήματος, έγιναν μετά την απελευθέρωση, όταν υπήρχε αγγλικός στρατός στην Αθήνα. Ζωγράφισαν τότε δίπλα στην είσοδό τους ένα μαύρο Χ εντός κύκλου με την επεξήγηση: – «This sign means out of bounds», αν το θυμάμαι σωστά.
Ας υποθέσωμε λοιπόν ότι ξεκινάμε για μια περιήγηση επιτοπίως. Στεκόμαστε στα σκαλοπάτια, σκουπίζουμε τα παπούτσια μας, κοιτάμε ολόγυρα μη μας πάρει κανένα… μάτι και χτυπάμε ευγενικά το κουδούνι. Μια «αόρατος χειρ» μας ανοίγει και μπαίνομε σ’ ένα πολυτελές σαλόνι με χαλιά, υποβλητικό ημίφως, βελούδινες κουρτίνες, και αναπαυτικούς καναπέδες, όπου μπορείς να βολευτείς, και με κάθε άνεση να μελετήσεις εμβριθώς τα πνευματικά και άλλα προσόντα εκάστης νεανίδος, για να επιλέξεις ελευθέρως και αυτοβούλως την παρτενέρ σου. Οι υπάρξεις αυτές, παρότι εθεωρούντο από την αστυνομία πως ήσαν «ασέμνως ενδεδυμέναι», ημίγυμνοι, ή «με περιβολή προκαλούσαν τα γενετήσια ένστικτα» όπως έγραφαν τα όργανα στις εκθέσεις τους κατά τους αιφνιδιασμούς για τον έλεγχο της… ευκοσμίας, εντούτοις ήταν πιο… σεμνά ντυμένες από το σημερινό μοντέρνο ντύσιμο που συναντάμε στον δρόμο. Αλλά και η φρασεολογία των «σταντ μπάι» δεσποινίδων, στις συζητήσεις τους με αθυρόστομους πελάτες, ήταν πολύ πιο κόσμια και ευπρεπής, σε σχέση με τις κουβέντες ανάμεσα σε… μαθητές σε ώρα διαλείμματος… Γενικός κουμανταδόρος, που απεκαλείτο «μαμά», ήταν μια εν πολλαίς αμαρτίαις γηράσασα κυρία που διοικούσε με στιβαρότητα, και δεν επέτρεπε την παραμικρή αταξία. Αν παρ’ ελπίδα, ένας θρασύς πήγαινε γυρεύοντας να προκαλέσει «τσαμπουκά», ενεφανίζετο αιφνιδίως «αόρατος άνθρωπος» των μυστικών υπηρεσιών του οίκου, που κατά κανόνα το ‘παιζε «αδελφή» και προσπαθούσε σεινάμενος κουνάμενος να επιβάλει με την πειθώ την τάξη… Σε περίπτωση που οι νουθεσίες απετύγχαναν, ουαί και αλίμονο σε όσους πέφταν στα χέρια αυτής της… «αδελφής». Τους μπαγλάρωνε και τους πέταγε στον δρόμο μέχρι να πεις κύμινο. Η «μαμά» ήταν ένα μπογιατισμένο ξανθό ερείπιο μισοξεδοντιάρα μ’ ένα χρυσό δόντι στο… βάθος, και με τεράστιο εύρος συμπεριφοράς, που εκυμαίνετο από σορόπι μέχρι «ουστ από δω»! Στους πελάτες εφέρετο φιλικά, τους εμψύχωνε για να μη λιποτακτήσουν προ της εισόδου τους στα άδυτα, και τους βοηθούσε στην εκλογή τους, όπως ο «μετρ» στα εστιατόρια, στο στυλ: -«Ο σεφ σας συνιστά…». Η φράση:- «Εδώ πληρώνονται όλα…», είχε στο ταμείο της την απόλυτη πρακτική της εφαρμογή, προκαταβολικώς μάλιστα. Το γνωστό σλόγκαν «Βεβαίως χωρίς λεφτά» ήταν απ’ όλους επιθυμητό, αλλά ανεφάρμοστο. Τον χειμώνα με το κρύο, πολλοί επεδίωκαν τη θαλπωρή στα φιλόξενα αυτά σαλόνια, και προφασιζόμενοι τους… αναποφάσιστους, άραζαν την αρίδα τους και δεν λέγαν να το κουνήσουν. Υποψιάζετο τότε η «μαμά» πως είναι ξεχασιάρηδες και έσπευδε να τους υπενθυμίσει τον λόγο της εκεί παρουσίας τους. Για να γίνει δε απολύτως κατανοητή, χρησιμοποιούσε τη μη νομοθετημένη τότε «δημοτική», με λέξεις που ανευρίσκει ο μελετητής, στο «Λεξικό της λαϊκής» του Κ. Δαγκίτση. Εάν παρά ταύτα υποκρινόταν ο αμνήμων πελάτης πως δεν καταλάβαινε τι ακριβώς υπονοούσαν οι… μητρικές υπομνήσεις, επιστρατευόταν πάλιν η «αδελφή», τις… εξηγούσε και τους απέπεμπε πυξ λαξ. Φεύγοντας αποχαιρετούσαν με την απειλή πως υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές… Πράγματι οι φιλόξενες αυτές στέγες δεν ήσαν εν ανεπάρκεια και η περιφορά από… χωρίου εις χωρίον, η λεγομένη «μπουρδελότσαρκα» ήταν πολύ «αν βογκ…». Στην κατηγορία αυτή ανήκαν πλην των μοναχικών καβαλάρηδων και παρέες άφραγκων, μπατίρηδων ή τσιγκούνηδων πολιτών, που χάριν μιας ανέξοδης διασκέδασης, συγκροτούσαν ομάδα και εφορμούσαν… Δεν ήσαν αποδιοπομπαίοι επειδή με την παρουσία τους γίνονταν ακούσιοι σπόνσορες της ζήτησης του μαγαζιού. Ερχόταν π.χ. ο επαρχιώτης με τη σύσταση στην τσέπη για το «καλό και το καθαρό», έβλεπε τίγκα το σαλόνι, και για να μη μείνει εκτός νυμφώνος, απ’ τα «ολότελα», βουτούσε την πρώτη… «Παναγιώταινα» από τα αζήτητα του… «πάγκου». Συμπερασματικά, αρχίζοντας από τη «μαμά» που ήταν εταίρα σε «τιμητική αποστρατεία», προχωρώντας στο ευειδές προσωπικόν που προσέφερε «εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν», τις κοινωνικές του υπηρε-σίες, και καταλήγοντας στην αποστεωμένη γριά καθαρίστρια, που συνεχώς εκαλείτο να σπεύσει με τον… κουβά, και περνώντας στην αντίπερα όχθη, στον πιο άξεστο και αγροίκο πελάτη, όλα λειτουργούσαν άψογα μέσα σε κανόνες απαράβατους που κανένας ποτέ δεν διανοήθηκε να παραβιάσει. Είναι επομένως άδικο, για να μην πούμε συκοφαντικό, να εξομοιώνομε το σημερινό «αλαλούμ» που κυριαρχεί στη ζωή μας με «μπορδέλο», διότι εδώ που τα λέμε μακάρι να… ήταν!
Και για την ιστορία, νομίζω πως ήταν ο υπουργός Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως Χρήστος Σολωμονίδης που τα κατήργησε με Νόμο, ως παραβιάζοντα τα «Ανθρώπινα δικαιώματα»…
ΣΗΜ. Η εικονογράφηση με σχέδια του Τουλούζ Λωτρέκ δεν έχει καμία σχέση με το κείμενο. Επειδή όμως κάτι έπρεπε να μπει, αντιγράψαμε κατά κάποιο τρόπο το παλιό ανέκδοτο, και αντί για… ρολόγια στη βιτρίνα, χρησιμοποιήσαμε εικόνες του γνωστού ζωγράφου που στο κάτω-κάτω, εθεωρείτο «φαν» του είδους…