Μια φορά και έναν καιρό

Δηλαδή σε κάτι βράχια του κερατά, πασαλειμμένα από πίσσες που ξέρναγαν τα γκαζάδικα που πέρναγαν στ’ ανοιχτά. Ήτανε ψαροταβέρνα μιας άλλης εποχής, φυτρωμένη στην εξορία του Αδάμ, όπου συχνάζανε αραιά και πού ζευγάρια μιας άλλης εποχής κι αυτά, που το ‘φερε η μοίρα να τακιμιάσουνε στο παραπέντε, ή που η ίδια μοίρα θέλησε ν’ ανταμώσουνε ξανά ύστερ’ από ζαμάνια και καιρούς, και κατέφυγαν σ’ αυτήν την ερημιά, μακριά από το «βλέμμα του Βούδα», να πούνε τα δικά τους χωρίς τα σχόλια του κόσμου.

Η ψαροταβέρνα, χωρίς όνομα, ήταν μια παράγκα ετοιμόρροπη που όλοι απορούσαν πώς άντεχε στις σοροκάδες και δεν την παίρνανε «οι άνεμοι τα κύματα», καταπώς έλεγε το τραγουδάκι. Τη διαχειριζόταν η κυρά Σταμάτα η «γκαβή», που έχασε το δεξί της μάτι βοηθώντας τον άντρα της, τον καπτάν Λουκά, που ψάρευε με δυναμίτη… Τώρα ο καπτάν Λουκάς είναι φυλακή, όχι φυσικά για τον δυναμίτη, αλλά για κάποια βρωμοδουλειά που σκάρωσε με τον μπατζανάκη του, τον κάναν’ τσακωτό, και τον πήγαν σηκωτό στην ψειρού. Σε λίγες εβδομάδες θ’ αποφυλακιζότανε λόγω καλής διαγωγής, αλλά κάποια μέρα που ‘χε τα «μανωλάκια του», βούτηξε τον δεσμοφύλακα και τον τουλούμιασε στο ξύλο. Κι άντε τώρα εσύ, μπάρμπα Σίσσυφε, να ξανανεβάσεις το αγκωνάρι.

Το μαγαζί, «ιχθυοφαγείον Γ’ Κατηγορίας» κατά την αγορανομία, προσέφερε από ψαρικά μόνο σαφρίδια τηγανητά, κι από λοιπά φαγώσιμα, ουδέν. Στην Γκαβή την άραζε κι ο γαβριάς με το μουσειακό γραμμόφωνό του και διασκέδαζε τους θαμώνες με κάτι δίσκους που σιχαινόσουν να τους πιάσεις από τη βρώμα και που ήτανε ο ένας πιο αρχαίος απ’ τον άλλον, με μόνο σύγχρονο το «Ιδανικό μου» του Γιάννη Αργύρη που το ακούγανε οι μαντάμες, και ταξίδευε το μυαλουδάκι τους ποιος ξέρει σε τι παραδείσους. Τους είχε αγοράσει κοψοχρονιά από μια υπόγα στη Σωκράτους που βάρεσε φαλιμέντο, και που μόλις τους ψαχούλεψαν στην πιάτσα, τον πήραν στο ψιλό και τον κάνανε βούκινο:

«Ρε κόπανε», του είπαν οι πιο νουνεχείς, «με Αττίκ και Σαββίδη θα βγάλεις μεροκάματο; Άε πάρε κανένα γιεγιέδικο, για κανένα λαϊκό ν’ αναστενάξουν τα βότσαλα…»

Όμως ο Ανέστης ο γαβριάς ψημένος στο μεροδούλι είχε τις δικές του κοσμοθεωρίες:

«Ναι, ρε ηλίθιοι, μόνο με την «παπαρούνα» και με το «ρόδα ζητώ μυρωμένα» ή τη «βαλέντσια» μπορείς να φας ψωμί. Εκεί όπου τραβιέμαι συχνάζουν μοναχά οι προερχόμενοι από… απόσυρση. Οι νέοι δεν πάνε σε τέτοια μαγαζιά, κι αν πάνε, έχουν κοτσάρει έν’ ακουστικό στ’ αφτί τους, ακούνε και κουνάν την κεφάλα τους σαν τα αλόγατα».

Έτσι, ο γαβριάς κάθεται δίπλα στο… «His Master’s voice», αλλάζει δίσκους και μερακλώνει. Παρέκει η κυρά Σταμάτα πρεσάρει τη «Λουξ», γιατί όπου να ‘ναι νυχτώνει και όλο κόβεται το ρεύμα, το τηγανόλαδο στην κουζίνα ζευγαρώνει με την αύρα της θαλάσσης, κι ο κύριος Παύλος καταφθάνει με την Αλέκα. Ας πούμε πως ήτανε μια παλιά γνωριμία. Η δεσποινίς Αλέκα πήγαινε και ψώνιζε από τα «Ψιλικά» του Θεοχάρη, πότε μπικουτί, πότε μασουράκια και κόπιτσες, το δε χειμώνα έφερνε τις μεταξωτές κάλτσες τις Elbeo, για να πιάσει με το βελονάκι η μάνα του, η κυρά Θοδώρα, τους πόντους που φύγαν. Αγόραζε και τα περιοδικά, τον «Θησαυρό», το «Ρομάντζο», κι όποιο καινούργιο κυκλοφορούσε με φανφάρες και ζούσε μοναχά λίγες εβδομάδες. Πήγαινε συχνά η Αλέκα, κι ο Θεοχάρης την «ηράσθη σφόδρα», όπως είπε και ο κ. γυμνασιάρχης, ο κουμπάρος της κυρά Θοδώρας που τον κορόιδευε ολόκληρο το σόι με τις ελληνικούρες που αμολούσε. Μια ωραία Κυριακή παντρεύτηκαν. Η Αλέκα εγκαταστάθηκε στον μπεζαχτά και η σεβαστή μητέρα του απεσύρθη… οίκαδε μουρμουρίζοντας τρις ημερησίως:

«Μου το ξελόγιασε το παλικάρι μου πανάθεμά την…»

Ήταν η χρυσή εποχή της Αλέκας. Είχε όλα τα περιοδικά στη διάθεσή της. Διάβαζε το «Εκείνος κι εκείνη» του Χρήστου Χαιρόπουλου. Δάκρυζε με τα μυθιστορήματα της Ιωάννας Μπουκουβάλα Αναγνώστου, και τα κοινωνικά του Νικολάου Χάγερ Μπουφίδη, μελέταγε τα ιστορικά του Αδ. Παπαδήμα και γέλαγε με την ψυχή της με τη Χοντρή του «Θησαυρού» και τον Ζαχαρία της, ενώ από μέσα της την οίκτιρε που δεν κάνει λίγη δίαιτα να χάσει κανένα δράμι… Και ο βίος κυλούσε ανέφελος…

Ήταν καλοκαίρι, όταν η πεθερά της ξεκίνησε σαν κάθε χρόνο για την Αιδηψό να κάνει τα λουτρά της. Τη συνόδευε φυσικά ο Θεοχάρης που θα την εγκαθιστούσε στο ξενοδοχείο και θα επέστρεφε. Όμως είναι πολύ κακό πράμα η τσιγκουνιά, αδερφέ μου. Για να γλιτώσουν το φαγάδικο κάνοντας οικονομία, αγοράσανε φέτα από έναν γυρολόγο και ψωμί χωριάτικο και κάτσανε στη σκιά και περιδρόμιασαν. Τη συνέχεια την πληροφορήθηκε η Αλέκα όταν κατέφθασε στο κατάστημα ένας τυπικός πόλισμαν:

«Ο σύζυγός σας, κύριος Θεοχάρης Παπακαράς του Γεωργίου, ετών 48, επάγγελμα έμπορος, ευρίσκεται μετά της μητρός του εις το εν Αθήναις, επί της οδού Μασσαλίας 2-4, νεκροτομείον!»

Απόρησε η Αλέκα, διότι ουδέποτε είχανε νταλαβέρια με τα… νεκροτομεία.

«Και τι κάνει ο άντρας μου στο νεκροτομείο;», ρώτησε μάλλον μηχανικά.

«Δεν κάνει! Του κάνουν…» Και της εξήγησε λεπτομερώς τα διαδραματισθέντα.

Ας αντιπαρέλθουμε τα θλιβερά επακολουθήσαντα κι ας περιφρονήσουμε τους μοχθηρούς γείτονες που σαν χορός αρχαίας τραγωδίας επαναλάμβαναν στερεοτύπως: Είδες η τυχερή; Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια… Ο κ. Παύλος, από την άλλη, κάποτε ψώνιζε από το ψιλικατζίδικο τσιγάρα «Λήθη» και σαν εργένης και κυνηγός «τα ‘ριχνε» απέξω απέξω στην Αλέκα βολιδοσκοπώντας τις διαθέσεις της, όταν ο Θεοχάρης απουσίαζε. Όχι πως δεν τα ‘θελε κι εκείνη. Θυμόταν όμως τον κ. γυμνασιάρχη που έλεγε για τον Μέγα Ναπολέοντα που τα ‘χάσε όλα, «Ο εις μίαν μόνην ώραν την γην παίξας, την γην χάσας εις του Βατερλώ τη χώραν», και από φόβο μήπως κάνοντας καμία κουτσουκέλα πάρει… «φύλλο πορείας» και χάσει τα καλά της επικρατούσε μέσα της το ηθικόν στοιχείον και τον απέκρουε. Και εκτός αυτού μπορεί να της έβγαινε και τζούφιος… Ύστερα κι εκείνος παντρεύτηκε, άλλαξε γειτονιά, την ξέχασε. Εξάλλου ήταν χορτάτος από φαΐ, έρωτα, κρεβατομουρμούρα… Αλλά ούτ’ εκείνης της θύμιζε τίποτα. Δεν βγαίναν πια τα «Λήθη», πούλησε και το μαγαζί, άντε και καλή ψυχή.

Ήταν ένα ζεστό απογευματάκι 5-7 που εδέχετο στο ιατρείο του ο παθολόγος. Στο σαλόνι βρέθηκαν αντικριστά ένας άντρας και μια γυναίκα. Είχανε πάει να τους γράψει ο γιατρός φάρμακα. Ο περιστρεφόμενος ανεμιστήρας δρόσιζε εναλλάξ τα πρόσωπά τους και ασυναίσθητα κοιτάχτηκαν. Ο Παύλος άρχισε να τρώγεται επειδή του φαινόταν γνωστή φυσιογνωμία. Το ίδιο κι εκείνη. Πήρε την πρωτοβουλία:

«Είμαι ο κύριος Παύλος…»

Εκείνη τον διέκοψε: «Ξέρω. Με τα τσιγάρα “Λήθη”. Κι εγώ είμαι η Αλέκα η ψιλικατζού…»

Χαρήκανε πολύ, είπαν επί τροχάδην τη ζωή τους, δηλαδή πως «εφύτεψε» τον Θεοχάρη η Αλέκα και πώς παντρεύτηκε ο Παύλος τη Χοντρή του… «Θησαυρού». Συμφώνησαν να συναντιούνται πότε πότε στο… ιατρείο, και γιατί όχι κάπου μακρύτερα. Δεν είχε αντίρρηση εκείνη. Αλλά πού να πάνε ντάλα μεσημέρι; Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν πώς την κοπανάνε από τη χοντρή για να πάνε βόλτα υπό το σεληνόφως. Τη λύση την βρήκε για πάρτη του η Αλέκα.

«Να τη στείλεις για λουτρά στην… Αιδηψό».

Όπερ και εγένετο. Πήγε, «απίθωσε» τη χοντρή στο ξενοδοχείο και επέστρεψε… πετώντας στην Αθήνα. Συναντήθηκε με την Αλέκα στο… φαρμακείο και κανόνισαν ραντεβού την επομένη που είχε πανσέληνο. Στο ταξί που μπήκαν ρώτησαν τον ταξιτζή αν ξέρει κανένα εξοχικό απόμερο ταβερνάκι. Κι εκείνος παλιά καραβάνα, χωρίς δεύτερη κουβέντα, πήρε στροφή επιτόπου και τράβηξε για της Γκαβής…


Σχολιάστε εδώ