Επενδύσεις στον Τύπο: Καλύτερα… στραγάλια!
Αλλά, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες, ο γράφων είχε επισημάνει, με την ευκαιρία της εξαγοράς της εφημερίδας από την κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου ότι ο χώρος των μέσων μαζικής επικοινωνίας στη χώρα μας ιδιαίτερα δεν ενδείκνυται για παραγωγικές, αποδοτικές επενδύσεις. Είναι σαν να τρως τα λεφτά σου… στραγάλια! Και ίσως η διαπίστωση αυτή αποτελεί κορύφωση του δράματος στον ελληνικό Τύπο για τους ακόλουθους λόγους:
Πρώτον, οι ετήσιες και οι συσσωρευμένες ζημίες στις εφημερίδες και, φυσικά, σε όλες τις επιχειρήσεις αποδυναμώνουν την ανεξαρτησία τους, αφού μόνο έντυπα με κερδοφόρους ισολογισμούς μπορούν να κοιτάζουν κατάματα τους αναγνώστες, που είναι, φυσικά, και οι «αιμοδότες» τους. Ως παλαιό στέλεχος πολλών εφημερίδων (και του «Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής») ενθυμούμαι ότι οι τότε εκδότες συνεχώς επεσήμαναν την ανάγκη της οικονομικής ανεξαρτησίας, που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για σωστή δημοσιογραφία.
Δεύτερον, οι αναγνώστες όμως συνεχώς αραιώνουν, ενώ πυκνώνουν οι προσφορές αλλότριων προϊόντων, που δεν έχουν καμιά σχέση με τη σωστή ενημέρωση και την ενίσχυση ακόμη περισσότερο της δίψας για σωστή πληροφόρηση, για τεκμηριωμένη ανάλυση και έρευνα και, φυσικά, για σχόλια και ρεπορτάζ που να αποκαθιστούν την πραγματικότητα και να αποκαλύπτουν την αλήθεια.
Τρίτον, οι ετήσιες και οι συσσωρευμένες ζημίες στις εφημερίδες και, φυσικά, σε όλες τις επιχειρήσεις και ιδιαίτερα στις ανώνυμες εταιρείες πρέπει να καλύπτονται με αντίστοιχες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, όπως επιβάλλει ο κωδικοποιημένος Νόμος 2190. Όμως, οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου αποτελούν νέα επένδυση, η οποία χαρακτηρίζεται ως απόφαση άφρονος, όταν δεν υπάρχουν έντονες προσδοκίες για αναδιάρθρωση της επιχείρησης, για αναστροφή της ζημιογόνας εικόνας και για παροχή βελτιωμένων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Τέταρτον, τέτοιες όμως προσδοκίες ενισχύονται όταν υπάρχει ζήτηση, υπάρχει αγορά, υπάρχουν αναγνώστες, υπάρχουν διαφημίσεις. Δυστυχώς, στον χώρο των ελληνικών μέσων μαζικής επικοινωνίας υπάρχει μόνο σχεδόν απαξίωση. Δηλαδή, τι μπορεί να περιμένει αύριο, για παράδειγμα, η σημερινή ιδιοκτησία του «Ελεύθερου Τύπου» από την κάλυψη των συσσωρευμένων ζημιών των 47 εκατ. ευρώ, που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί νέα επένδυση, όταν στα δύο αυτά τελευταία χρόνια με τις αναδιαρθρώσεις που προώθησε, με την ενίσχυση του προσωπικού που επιχείρησε, με τα νέα προϊόντα που πρόσφερε, με την ορμή του νεοφώτιστου που είχε και τις προσδοκίες που δημιούργησε στον ελληνικό Τύπο, αναγκάζεται τώρα να βάλει ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη της;
Πέμπτον, για να δημιουργηθεί όμως τέτοια αγορά πρέπει να σχεδιάζονται και να προσφέρονται ποιοτικώς άριστα δημοσιογραφικά προϊόντα. Ως παλαιό στέλεχος σε πολλές εφημερίδες (και στον «Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής») ενθυμούμαι ότι οι τότε εκδότες συνεχώς επεσήμαναν την ανάγκη αναστροφής της αρνητικής εικόνας ενός εντύπου με την απειλή μάλιστα ότι «θα κλείσει», αφού, όπως προαναφέραμε, η συνεχής κάλυψη των ζημιών με αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου ή από την «τσέπη» του εκδότη χωρίς κανένα οικονομικό πολλαπλασιαστή, δεν εξυπηρετεί επενδυτικές σκοπιμότητες.
Είναι αλήθεια ότι όλα αυτά αποτελούν επιλογές των εκδοτών, που, όταν μπορούν, κάνουν ό,τι θέλουν τα λεφτά τους. Το ζητούμενο όμως για τους αναγνώστες που αγοράζουν ακόμη εφημερίδες και τους δημοσιογράφους που χάνουν τη δουλειά τους από συσσωρευμένες ζημίες και κακές επιλογές είναι το… αύριο. Και το αύριον ουκ έσσεται άμεινον.