Τιμολόγια με βάση το πραγματικό κόστος; Αλίμονό μας!

Το οριακό κόστος, το μέσο κόστος, το κόστος εκείνο που προκαλείται από «κοινωνικές ευαισθησίες» ή το «πολιτικό όφελος» ή τις γνωστές μεγαλοστομίες «για αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων του πληθυσμού» των εκάστοτε κυβερνήσεων και διοικήσεων των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, οι οποίοι μερικοί ήταν και είναι φυσικά (κρατικά) μονοπώλια;
Τα ερωτήματα αυτά, στα οποία δεν δόθηκαν ποτέ απαντήσεις στη χώρα μας, δεν αφορούν μόνο τον κ. Αθανασόπουλο. Είναι πολύ παλιά. Το ζήτημα της τιμολόγησης των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγουν οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί έχει απασχολήσει από πολύ παλιά την οικονομική επιστήμη. Στο πλαίσιο των σχετικών συζητήσεων και προτάσεων κυριάρχησε η άποψη του J. Dupuit ότι προϋπόθεση για τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας είναι η τιμολόγηση με βάση το οριακό κόστος παραγωγής.
Όπως αναφέρει ο νέος διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καθηγητής κ. Γιώργος Προβόπουλος στο (παλιό) βιβλίο του «Οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί» (Έκδοση ΙΟΒΕ, 1982), οι διχογνωμίες και οι αμφισβητήσεις αφορούσαν στο αν τα τιμολόγια θα έπρεπε να συνδέονται πράγματι με το οριακό κόστος, στο αν πρωταρχικός στόχος των δημόσιων επιχειρήσεων είναι η αποτελεσματική κατανομή των πόρων ή άλλες επιδιώξεις (π.χ. αναδιανομή του εισοδήματος) και σε άλλα περισσότερο ή λιγότερο σημαντικά θέματα. Ακόμη και στα πλαίσια του κανόνα τιμολόγησης με βάση το οριακό κόστος παραγωγής προέκυψε το ερώτημα κατά πόσο οι τιμές θα πρέπει να εκφράζουν το μακροχρόνιο ή το βραχυχρόνιο οριακό κόστος.
Όσον αφορά, ειδικότερα, τη ΔΕΗ, ο κ. Προβόπουλος αναφέρει ότι ο ιδρυτικός νόμος 1468/1950 ορίζει πως «υποχρεούται να διασφαλίζη την οικονομικήν αυτάρκειαν αυτής, να παρέχη την παραγόμενην ηλεκτρική ενέργειαν προς τους αγροτικούς και αστικούς πληθυσμούς εις την ευθηνοτέραν δυνατήν τιμήν, ενεργούσα βάσει εμπορικών αρχών, αποφεύγη τας αδικαιολογήτους διακρίσεις κατά τον καθορισμό των τιμολογίων μεταξύ καταναλωτών της αυτής κατηγορίας, διαθέτη τα πραγματοποιούμενα έσοδα μετά την αφαίρεσιν κρατήσεων προς σχηματισμόν αποθεματικού αποκλειστικώς προς τελειοποίησιν και συμπλήρωσιν των εγκαταστάσεων, βελτίωσιν των όρων εξυπηρετήσεως του κοινού και μείωσιν της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας…». Τίποτε σχεδόν δεν έγινε από όλα αυτά! Με οποιονδήποτε κανόνα έγινε η τιμολόγηση (είτε με βάση το οριακό είτε με βάση το μέσο κόστος παραγωγής), η ΔΕΗ παρουσίαζε ζημιές, παρά την ύπαρξη διπλού τιμολογίου, δηλαδή του πάγιου τέλους (που υποκαθιστά την κρατική επιδότηση) και του τιμολογίου κατανάλωσης! Εννοείται ότι και σε όσες χρήσεις δεν είχε ζημιές, αυτό οφειλόταν στις υψηλές αυξήσεις των τιμολογίων, δηλαδή τις κάλυπταν καταναλωτές που δεν έφταιγαν σε τίποτε για το διογκωμένο κόστος παραγωγής της. Οι κυριότεροι λόγοι είναι οι εξής:
Πρώτον, η ενεργειακή κρίση των ετών της δεκαετίας του 1970 βρήκε, όπως και τώρα, τη χώρα μας κάτω από ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες. Η ενεργειακή οικονομία της χώρας διαμορφώθηκε διαχρονικά με ανορθόλογο τρόπο, αφού βασίστηκε σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό σε εισαγόμενα υγρά καύσιμα. Η εκμετάλλευση εγχώριων πηγών ενέργειας δεν αναπτύχθηκε ικανοποιητικά. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο δεκαπενταπλασιασμός των τιμών του πετρελαίου από το 1973 μέχρι το 1980 ήταν επόμενο να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στην τιμολογική πολιτική της ΔΕΗ. Όπως δημιουργεί και τώρα.
Δεύτερον, σα να μην έφτανε αυτό, σε όλη σχεδόν την περίοδο λειτουργίας της δημόσιας επιχείρησης εκδηλώθηκαν παρεμβάσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις για λόγους οικονομικής, κοινωνικής και αναπτυξιακής πολιτικής. Έτσι, σημειώνονταν, για παράδειγμα, σημαντικές καθυστερήσεις στις προσαρμογές των τιμολογίων, στις μεταβολές των στοιχείων κόστους (οι ρήτρες αναπροσαρμογής εφαρμόζονταν μόνο σε μέρος των καταναλωτών, ενώ κάλυπταν μέρος μόνο των παραγόντων που επηρέαζαν το κόστος), στην προσπάθεια των κυβερνήσεων να συγκρατήσουν την άνοδο των τιμών και να κάνουν αναδιανομή του εισοδήματος, να ασκούν πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης και αναδιανομής του εισοδήματος, χωρίς να επωμίζεται πάντοτε το αντίστοιχο βάρος αυτό ο κρατικός προϋπολογισμός.
Τρίτον, η σύνδεση τιμών κόστους εξασφαλίζει στατικά οικονομική αποτελεσματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι από άποψη δυναμικής η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας και η τήρηση της αρχής της εμπορικότητας (δεν την είχε ποτέ σχεδόν η ΔΕΗ!) απαιτούν συνεχή προσπάθεια ελαχιστοποίησης του κόστους παραγωγής. Ούτε αυτό έγινε. Ο στόχος της ελαχιστοποίησης του κόστους παραγωγής προϋποθέτει αποτελεσματική διοίκηση, ακριβή και λεπτομερή σχεδιασμό, ορθολογική οργάνωση, φαντασία, εισαγωγή νέας τεχνολογίας, ορθολογική χρησιμοποίηση των απασχολούμενων πόρων, άριστο συνδυασμό των παραγωγικών συντελεστών, ο οποίος ποτέ δεν επιτυγχάνεται σε μιαν επιχείρηση με πλεονάζουσα εργατική δύναμη, με αποτέλεσμα αντί της τεχνικής έντασης κεφαλαίου να παρατηρείται αυξητική πίεση στο λειτουργικό κόστος με συνακόλουθο αποτέλεσμα την αδικαιολόγητη αύξηση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών και της ελλειμματικότητας.
Τέταρτον, δεν έγινε, όσο χρειαζόταν, αποσύνδεση των τιμολογίων από το κόστος σε περιόδους υποαπασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού. Η ΔΕΗ λειτουργεί με αργούσα παραγωγική δυναμικότητα σε ορισμένες εποχές ή περιόδους ή ώρες. Θα έπρεπε κανονικά, επειδή είναι σίγουρη η υποαπασχόληση του παραγωγικού δυναμικού για μεγάλα χρονικά διαστήματα, το τιμολογιακό σύστημα να διαμορφωνόταν, έτσι ώστε να παρέχονται κίνητρα που θα ενθάρρυναν τους καταναλωτές να χρησιμοποιούν περισσότερο τις υπηρεσίες σε ώρες εκτός αιχμής. Αυτό όμως προϋποθέτει αύξηση ή μείωση της τιμής των υπηρεσιών σε ώρες αιχμής ή εκτός αιχμής αντίστοιχα. Υπάρχει, βέβαια, το νυχτερινό τιμολόγιο, με το οποίο όμως καλύπτονται μόνο τα μεταβλητά έξοδα. Σε αυτές τις περιπτώσεις υποαπασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού ενδείκνυται η προσαρμογή των τιμολογίων στο βραχυχρόνιο οριακό κόστος και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις στο μακροχρόνιο οριακό κόστος παραγωγής.
Πέμπτον, η ΔΕΗ έχει ενιαία τιμολόγια στις διάφορες περιοχές της χώρας, μολονότι το κόστος παραγωγής και διανομής της ηλεκτρικής ενέργειας στα νησιά και τις ορεινές περιοχές, για παράδειγμα, είναι υψηλότερο σε σχέση με τις άλλες περιοχές. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό κόστος, που ανέφερε ο κ. Αθανασόπουλος διογκώνεται και καλούνται να το πληρώσουν όλοι.
Εννοείται κι αυτή όπως και πολλές από τις παραπάνω περιπτώσεις αφορούν άσκηση πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης και αναδιανομής του εισοδήματος, η οποία, ωστόσο, δεν καλύπτεται συνήθως από τον κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι όμως διογκώνεται το πραγματικό κόστος και, φυσικά, τα τιμολόγια, όπως προτείνει ο κ. Αθανασόπουλος.


Σχολιάστε εδώ