Ο ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΚΥΡΙΟΣ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ ΚΙ Ο ΖΩΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΚΥΡΙΟΣ, ΚΥΡΙΟΣ ΝΩΕ

Η Κιβωτός εις Αραράτ
άραξε ένα βράδυ
όταν ησύχασε η Γής
κι ήταν μπουνάτσα λάδι.

Βρώμαγε πάσα η Κιβωτός
από κοπριές καί άλλα
καί έπεφταν ασθένειες
καί ξίνιζε τό γάλα.

Ο τύφος κτύπαγε αυτούς
πού σκέπτονταν λιγάκι
κι η συνουσία χάθηκε
κι έσπασε τό «καμάκι».

Όλα ομοίαζαν σαθρά
αλλιώς: τετελεσμένα,
αφού τά πάντα ήτανε
πολλάκις μολυσμένα.

Έξω ησύχαζε τό πάν
εντός τού πλοίου όμως
θά ‘ρχιζε επανάστασις
αγρία καί συντόμως.

Περίλυπος ο Καπετάν
ο Νώε, τέλος πάντων,
είπε νά μεταλάβουνε
άπαντες τών αχράντων.

Διότι υπελόγισε
πώς ο Θεός θά ερχόταν
άν άκουγε τίς προσευχές
κι όλους θά τούς λυπόταν.

Σωστά ο Νώε έπραξε
κι η αναμονή αρχίζει
μέσα στά λιβανίσματα
κι η μούχλα νά μαστίζει.

Καί πράγματι νά κι ο Θεός
τήν ώρα τήν υστάτη
τήν ώρα πού οι ποντικοί
αρχίζανε τό πάρτι.

Κι οι κατσαρίδες κάνανε
περίπατο στά σκέλια
καί κάποιοι φεύ Ναζαρινοί
πουλούσανε παστέλια.

Μόλις αντίκρισε ο Θεός
ετούτη τή χαβούζα
βγάζει φωνή καί κάλεσε
τόν Νώε, όστις σούζα,

εστάθη μπρός στόν Κύριον
αναφορά νά δώσει
καί αμαρτίες αλλωνών
εκείνος νά πληρώσει.

Όμως σέ μία της γωνιά
η Κιβωτός καλύπτει
τό πνεύμα τό απείθαρχο
όπου ποτέ δέν κύπτει.

Αγέρωχο, ευθυτενές
σιωπούσε, δέν μιλούσε
μά έβλεπε μέ λύπη του
πώς θλίβονταν αι Μούσαι.

Είχε στό χέρι ένα φτερό
καί δίπλα τό μελάνι
κι έγραφε ό,τι πίστευε
κι όσα ο Θεός δέν πιάνει.

Όσα δέν πιάνει η λογική
τού Νώε καί τών άλλων
πού μέσα στό κεφάλι τους
είχαν χαλβά Φαρσάλων.

Κρατούσε είς τήν αγκαλιά
ένα μαύρο γεράκι
καί συνομίλει μετ’ αυτού
μέ πόνο καί μεράκι.

Μόνο η δική του η γωνιά
καθάρια, δέν βρωμούσε
γιατί στά νέφη πέταγε
καί στόν χιονιά πατούσε.

Μόλις τόν είδε ο Θεός
αύθις τόν πλησιάζει
καί τόν ρωτά πώς μπόρεσε
τή βρώμα νά δαμάζει.

Εκείνος από σεβασμό
τού δίνει τά χαρτιά του
καί ο Θεός αρχίνησε
τό ξύσιμο στ’ αυτιά του.

Διότι απόρησε πολύ
μήν έχοντας διαβάσει
πάρεξ τίς Δέκα Εντολές
στή φέξη καί στή χάση.

Οι άλλες χίλιες Εντολές
τού σκεπτομένου ανθρώπου
δώσανε σκέψη στόν Θεό
κι αμέσως επιτόπου,

σκορπά μέσα στόν άνεμο
τό γένος τών ανθρώπων
άπληστο καί αχάριστο
είς όποιον θέλει τόπον.

Κράτησε μόνο στή γωνιά
τόν καθαρό Μονάρχη
λέγοντας ότι: «Μετ’ εμού
όποιος σού μοιάζει άρχει».
……………………………………….
……………………………………….
Τή σαπίλα καί τή βρωμιά
τής Κιβωτού τού Νώε
τήν καταλαβαίνουμε καί
τή δικαιολογούμε λόγω
τού μεγάλου συνωστισμού ζώων
καί ανθρώπων.
Τή σαπίλα καί βρωμιά τής Κιβωτού
τού κράτους μας καί αυτήν
τήν κατανοούμε ακριβώς
γιά τούς ίδιους λόγους.


Σχολιάστε εδώ