Μια φορά και έναν καιρό

Δύο ισχυρούς και τεκμηριωμένους λόγους είχε η κυρία Ιουλία για να γκρινιάζει στον κύριο Θεόδωρο. Πρώτον, διότι ήταν νόμιμη σύζυγός του και δεύτερον, διότι η αφεντιά του κάθε βράδυ την «έβγαζε» στην ταβέρνα και γύρναγε σπίτι τσιγκλισμένος και έτοιμος για καβγά. Έτσι η κυρία Ιουλία, αφού βλαστήμαγε την ώρα και τη στιγμή που, αμέθυστη εκείνη, αποδέχθηκε την πρόταση του μεθυσμένου Θόδωρου και τον παντρεύτηκε, για να ξεθυμαίνει έλεγε τα βάσανά της σε μια γειτόνισσα, που άκουγε κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια και απαντούσε με ένα ζουμερό «τς τς», που αντί μιας εικόνας ή χιλίων λέξεων συμπύκνωνε όλη την αγανάκτηση και τη συμπαράστασή της στη δύστυχη γυναίκα.
Κάποτε, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, αποφάσισε να δώσει τέλος σ’ αυτήν την απαράδεκτη κατάσταση, επεμβαίνοντας δραστικά. Θα έκανε έφοδο στην ταβέρνα, θα δημιουργούσε σκηνή. Θα του τα ‘ψελνε έξω από τα δόντια κι ίσως ντρεπόταν ο τύπος τους άλλους μεθύστακες και μαζεύονταν στο σπιτικό τους. Να γίνουν επιτέλους άνθρωποι. Να πάνε και σε κανένα σινεμά -που λέει ο λόγος- να δούνε τον Τάιρον Πάουερ και την Τζίντζερ Ρότζερς, που όλο τους διαβάζει στο «Πανθέον», αλλά στο πανί δεν έχει δει τη μούρη τους. Και ο κύβος ερρίφθη. Ένα βραδάκι που την είχαν πιάσει τα διαόλια της και αφού πρεσαρίστηκε δεόντως, ανασκουμπώθηκε και βουρ για την υπόγα.
Κατέβηκε τα σκαλοπάτια προσέχοντας μη γκρεμοτσακιστεί και άνοιξε την ερειπωμένη πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισε την ταρακούνησε και αντί να βάλει επιθετικά τα χέρια στη μέση και να αρχίσει τα ξεφωνητά όπως το σχεδίαζε, ένιωσε τόσο οίκτο γι’ αυτά τα ανθρωπάκια, που μέσα στη θολούρα μιλούσανε και ήτανε θαρρείς τα λόγια τους απολογία σε κάποιον αόρατο εισαγγελέα που σέρνανε μέσα τους.
Ανθρωπάκια που κάνανε πλάκες λέγοντας αστεία της συμφοράς και που το γέλιο τους ήταν ολόιδιο με κλάμα… Τέτοια δόνηση αισθάνθηκε, που εντελώς ασυναίσθητα πήρε το ποτήρι που της πρόσφερε η ομήγυρις και την καρέκλα που έσπευσε να φέρει ο κάπελας σηκώνοντας τον Γιώργη τον ζαβό, που έφυγε βλαστημώντας και μέσα σε κατανυκτική σιγή, ύψωσε το ποτήρι κοιτώντας προς όλα τα τραπέζια και είπε από καρδιάς: «Στη γεια σας παιδιά» και το κατέβασε μονορούφι.
Οι θαμώνες ξαφνικά πήραν το επίσημό τους, λες και φόρεσαν φράκο στη μάπα τους και τη σιγή τη διέκοψε ο Γιάννης ο καρκαλέτσος, που γεμάτος σεβασμό τη ρώτησε για την υγεία της γερόντισσας μητέρας της, ενώ ο Μήτσος ο σκαφτιάς (έξω από μας εκεί που έσκαβε) υποσχέθηκε να της φέρει από το χωριό του ένα αγριοβότανο για την πέτρα που ‘χε στα νεφρά της.
«Που και δυο βολές άμα το πιεις μαντάμ, θα πέσει η πέτρα, μακάρι να ‘ναι αγκωνάρι», τη διαβεβαίωσε.
Ένας τρίτος, που ήτανε γραφέας έξω από το δημαρχείο, ερώτησε για τις ενέργειες του δικηγόρου τους για το «φέσι» που τους φορέσαν’ τ’ ανίψιά της κι ένας λιγδιάρης φουκαράκος όλο προσπαθούσε να τους διακόψει για να πει κάτι κι αυτός, αλλά οι άλλοι πιο σβέλτοι δεν τον άφηναν να σταυρώσει λέξη κι είχε πάρει τέτοια θλιμμένη έκφραση, που σου μάτωνε την ψυχή.
Η κυρία Ιουλία έδινε απαντήσεις όσο πιο
αόριστες και λακωνικές μπορούσε, ενώ από μέσα της έβραζε ολόκληρη και μουρμούραγε όλο νεύρα:
«Βρε τον πεζεβέγκη, θέατρο μας έκανε. Όλα μας τα νιτερέσα τα ‘βγαλε στη φόρα. Μέχρι και τι βρακί φοράμε τους είπε»… Και του έριχνε άγριες ματιές δαγκώνοντας τα χείλη της. Αντιθέτως, ο κ. Θεόδωρος όλο φούσκωνε από περηφάνια για την παρέα του, τ’ αδέρφια του όπως έλεγε, που δεν είχαν μυστικά μεταξύ τους, ούτε ήτανε του πεταμού κι ελόγου του, όπως τον νόμιζε η αφεντιά της…
Τα διηγούνταν την επομένη το πρωί στη γειτόνισσα, προσθέτοντας σχετικό αλατοπίπερο κι εκείνη την


Σχολιάστε εδώ