«Κοινωνιστές»…

«Διχασμό προσωπικότητας» ενίοτε εκδηλώνουν οι αυτοαποκαλούμενοι «Κοινωνιστές» στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της «Νέας Δημοκρατίας», την «ηγεσία» των οποίων διαγκωνιζόμενοι διεκδικούν ο κ. Γιάννης Μανώλης, πρώην συνδικαλιστής, και ο κ. Πάνος Παναγιωτόπουλος, ο αρεσκόμενος στην προσαγόρευση «Κόκκινος Πάνος».
Στην ομάδα των «Κοινωνιστών», παρατηρείται το τραγελαφικό: Ζητείται αρχηγός και αρχηγός δεν ευρίσκεται, αν και όλοι σχεδόν εκθέτουν υποψηφιότητα αρχηγού! Ζητούνται… αρχές και αρχές δεν ευρίσκονται!
Ο ίδιος ο πολιτικός χώρος της «Νέας Δημοκρατίας», ενώ σε μια στιγμή της αντιπολιτευτικής του πορείας προσπάθησε να εμφανίσει μια ορισμένη κοινωνική, ιδεολογική και ψυχολογική συγκρότηση, σήμερα ως κυβερνητική εξουσία εμφανίζεται να έχει εισέλθει στη διαδικασίας μιας αποσυνθετικής εξατομίκευσης. Έχει διαλυθεί ο συνδετικό κρίκος που ένωνε στελέχη και οπαδούς του Συντηρητικού Χώρου και ο κάθε οπαδός ή στέλεχος προβάλλει ως άτομο με ίδιους στόχους και επιδιώξεις.
Οι δύο πολιτικές παρατάξεις εξουσίας, κατά την πολιτική επιστήμη, πρέπει να είναι κόμματα, δηλαδή οργανισμοί με ενότητα, ενότητα που στηρίζεται στην αυθόρμητη αποδοχή των αρχών, ιδεολογικών, οικονομικών κλπ. του κόμματος. Και μάλιστα, κάτω από μια ηγεσία που να ενσαρκώνει τους άδηλους πόθους του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου των οπαδών και δη να διερμηνεύει τις δηλωμένες κοινωνικές ανάγκες και ιδεολογικές ροπές αυτού του συνόλου.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, οι δύο κυρίαρχες στο πολιτικό σκηνικό της χώρας πολιτικές παρατάξεις (ΝΔ –
ΠΑΣΟΚ) έχουν παύσει ή έχουν εισέλθει στη διαδικασία, να είναι πολιτικές παρατάξεις…
Οι φυγόκεντρες τάσεις που εκδηλώνονται, οσημέραι ορμητικότερες, αποκαλύπτουν ότι οι δύο αυτοί «πολιτικοί» οργανισμοί δεν ανταποκρίνονται πλέον ή τουλάχιστον δεν ανταποκρίνονται επαρκώς σε εκείνες τις επιταγές, εθνικές και κοινωνικής πραγματικότητας, πού πριν από 34 χρόνια διαμόρφωσαν τις συνθήκες δημιουργίας των.
Και οι δύο επίδοξοι «ηγέτες» των «Κοινωνιστών» της «Νέας Δημοκρατίας», στο ζοφερό αυτό κλίμα των καιρών, ίσως αγνοούν τη βασική κοινωνική και οικονομική αρχή («Η θέση του ατόμου στην παραγωγή προσδιορίζει και τη θέση του στην κοινωνική τάξη») και επιπροσθέτως φέρονται να διασκελίζουν την πραγματικότητα ότι ο πολιτικός χώρος στον οποίο είναι ενταγμένοι και υπό την ιδεολογική σημαία του οποίου μάχονται είναι εκφραστής των «εχόντων και κατεχόντων» με την επιπλέον επιβάρυνση ότι ο χώρος αυτός ομνύει «πίστη και αφοσίωση» στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς και τον περιορισμό του κράτους στη διεκπεραίωση, και μόνο, γραφειοκρατικών διαδικασιών.
Και αν ακόμη αναγνωρισθεί αγαθή πρόθεση στους «Κοινωνιστές» του κόμματος της Συμπολίτευσης, και η αυτή διάθεση προσανατολισμού τους στα κοινωνικά προβλήματα της χώρας, η πρακτική των αποκαλύπτει κατά τον τραγικότερο τρόπο την ασυνεννοησία και την ανομοιογένεια στόχων και επιδιώξεων της συγκεκριμένης «ομάδας»…
Η ίδια η πρακτική καταδεικνύει ότι καμιά ιδέα συνδεόμενη με τα προβλήματα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας και ευρύτερα με τα συμφέροντα της πλειοψηφία του ελληνικού λαού δεν συνδέει μεταξύ τους τους «Κοινωνιστές» της «Νέας Δημοκρατίας».
Παράλληλα, και οι δύο παρατάξεις (κόμματα) Εξουσίας, με τη σημερινή τακτική τους, ομολογούν ότι αδυνατούν να επιχειρήσουν κοινωνικές και ιδεολογικές αναπροσαρμογές τις οποίες ναι μεν έχει ανάγκη ο τόπος, αλλ’ αυτές αντιστρατεύονται το στενό κομματικό συμφέρον των δύο αυτών παρατάξεων.
Τα δύο κόμματα Εξουσίας ως πολιτικές παρατάξεις δεν στοχεύουν την αναγέννησή τους με την προσφυγή σε νέες ιδέες και πρακτικές, αλλά επιδιώκουν τη διατήρησή τους με την παράταση της ιδεολογικής τους ασάφειας.
Η τραγωδία δε των «Κοινωνιστών» της «Νέας Δημοκρατίας» έγκειται στη συνειδητοποίηση και από τους ίδιους πως δεν υπάρχει ελπίδα να τεθεί σε εφαρμογή και το ελάχιστο των επιδιώξεών τους, διότι αυτό προσκρούει στους «προεστούς» του κομματικού μηχανισμού, των οποίων η πρόσδεση με το ολιγαρχικό μεταπρατικό κεφάλαιο εμφανίζεται αδιάρρηκτη.
Επομένως, εμφανίζεται πρακτικώς αδύνατο η «Νέα Δημοκρατία» να επιζητήσει αναπροσαρμογή στη σημερινή ιστορική και οικονομική πραγματικότητα. Θα διαιωνίσει την ιδεολογική ασάφεια που τη διακρίνει (ασάφεια επιβαλλόμενη και από την ανομοιογενή σύνθεσή της) και θα προσφύγει για τη συνέχιση νομής της εξουσίας στην αναρρίπιση των «θεωριών» περί καθέτων διαχωρισμών με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Επί πλέον, η σημερινή κυβερνητική παράταξη, εκμεταλλευόμενη στο επικοινωνιακό πεδίο και τις «υψιπετείς» διακηρύξεις των «Κοινωνιστών», τις οποίες ενίοτε θα προβάλλει ως «κοινωνικό άλλοθι», σε συνδυασμό με τη καταθλιπτική εσωστρέφεια του ΠΑΣΟΚ και τη μεθοδευμένη εφαρμογή του «βαθέος κράτους της Δεξιάς», θα κινητοποιεί τους κομματικούς προθαλάμους προς όφελος ελαχίστων (των επιτηδείων και εκμεταλλευτών κάθε περίστασης) και σε βάρος των πολλών, της αξιοκρατίας και της αντικειμενικής λειτουργίας του κράτους. Και ως εκ τούτου, θα επιμηκύνεται η αδιατάρακτος νομή της εξουσίας και η εξαΰλωση και των υπολειμμάτων του κράτους κοινωνικής πρόνοιας.


Σχολιάστε εδώ