Γυρίσαμε στην Ελλαδίτσα του 1850…

Σε ένα προηγούμενο άρθρο μας, με τίτλο «Η πρώτη επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου μεγάλης τρικυμίας πρόξενος» («ΤΟ ΠΑΡΟΝ», 1 Ιουν. 2008), είχαμε δηλώσει ότι θα ακολουθήσει μια σειρά άλλων με τον τίτλο του παρόντος.

Οι «Διατυπώσεις» αφορούν α) στο κύρος και στο γόητρο της Εκκλησίας της Ελλάδος, β) στη διαρχική και διζωνική νοοτροπία του Φαναρίου έναντι της ελληνικής επικράτειας, γ) στα περί εθνοφυλετισμού, δ) στα περί σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα και ε) σε κάποιες ιστορικές ερμηνείες γεγονότων, που εξυπηρετούν τη νέα φαναριώτικη πολιτική.

Α. Διατυπώσεις υποτιμητικές του κύρους και γοήτρου της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ελλάδος: «Ο μητροπολιτικός θρόνος του περιωνύμου Άστεως των Αθηνών». Η, σχολιασθείσα ήδη, διατύπωση αυτή δηλώνει σαφώς ότι για το Φανάρι δεν υφίσταται εν έτει 2008 «Αρχιεπισκοπικός Θρόνος των Αθηνών», όπως ορίζεται στα επίσημα κείμενα, κανονικά και έννομα, από το 1928 κ.ε., πρωτευόντως στον ισχύοντα Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος που είναι επευλογημένος και από το Πατριαρχείο, πριν από την ως Κώδικα νομοθετική ρύθμισή του, το 1977. Γυρίσαμε στην «Ελλαδίτσα» του 1850, όπου στον Τόμο της Αυτοκεφαλίας γίνεται λόγος για Μητροπολίτη Αθηνών, αφού υπ’ αυτόν υπήρχαν τότε μόνο επίσκοποι, που αργότερα όλοι προήχθησαν σε Μητροπολίτες και εύλογα, νομικά και κανονικά, έπρεπε να προαχθεί ο Αθηνών, εδρεύων στην έδρα του κράτους και όντας Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, σε «Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος». Πρώτος Αρχιεπίσκοπος έτσι εκλήθη και επευλογήθηκε και από το Πατριαρχείο ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (1922 – 1938). Μήπως κάμνω λάθος; Ας με διορθώσουν οι ειδικοί. Εκτός και αν μόνο ο Αρχιεπισκόπος Κωνσταντινουπόλεως δικαιούται τον τίτλο αυτόν.

Η διατύπωση «Άστυ των Αθηνών» ή των «κλεινών Αθηνών» θεωρείται προτιμητέα της άλλης, του αληθούς εκκλησιαστικού γεγονότος, «Αποστολική Εκκλησία ή Καθέδρα των Αθηνών». Για να ανακαλεί στη μνήμη μας συνειρμικά και λίγο προχριστιανικό δωδεκάθεο του «Άστεως των Αθηνών». Φαίνεται στενοχωρεί το εκκλησιαστικό ιστορικό γεγονός ότι η Ελλάδα, στην ιστορική αλλά και σημερινή επικράτειά της, οφείλει την ίδρυσή της στον Μεγάλο των Εθνών Απόστολο Παύλο. Να υπενθυμίσουμε, συναφώς, ότι κατηγορήθηκε από τον Πατριάρχη η Εκκλησία της Ελλάδος ότι επάγεται φυλετισμό με τις προγραμματισθείσες γιορτές για τον Παύλο σε συνεργασία με το υπουργείο Τουρισμού (2007, Μάρτιος). Η Σύνοδος των Αθηνών τότε αντέδρασε σωστά. Στενοχωρεί ότι η Εκκλησία των Αθηνών τιμά τον ιδρυτή της Παύλο με τις γιορτές της Πνύκας, τέλη Ιουνίου, πολύ περισσότερο όταν καλείται η γιορτή «Θρονική» των Αθηνών. Προς Θεού! Τη διατύπωση «Θρονική» δικαιούται μόνο η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως για τον προστάτη της Άγιο Ανδρέα.

Για να μη μονοπωλεί, λοιπόν, ο Παύλος την Ελλάδα, οι πατριαρχικές διατυπώσεις μνημονεύουν και τους Αποστόλους Ανδρέα και Ιωάννη, ώστε «η ελληνική χώρα να μαθητεύση και εις την αποστολικήν παράδοσιν του Ανδρέου και του Ιωάννη». Δεν έφθαναν, βλέπετε, το κήρυγμα και η μαθητεία του Παύλου και οι περιώνυμες επιστολές του προς χριστιανικές κοινότητες που σήμερα κείνται στην φυσική ελληνική Επικράτεια (κυρίως Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήνα, Κόρινθος). Χρειάζεται κατά τη φαναριωτική άλλη αντίληψη η χριστιανική Ελλάδα να μαθητεύσει ανυπερθέτως και στην παράδοση του Αποστόλου Ανδρέου (τιμάται μεγαλοπρεπώς στην Πάτρα, κάθε χρόνο), που είναι ο προστάτης της Αποστολικής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, κατά παράδοση, βεβαίως.

Το ιστορικό αναντιρρήτως γεγονός είναι η Παύλειος έλευση και κήρυξη της χριστιανικής πίστεως στην Ελλάδα, από την οποία και προέκυψε η Αποστολική Εκκλησία της Ελλάδος, όταν η Κωνσταντινούπολη ήταν ανύπαρκτη ως πόλη. Όλοι οι απόστολοι έχουν την προσήκουσα θέση στην Ελλάδα. Και ο Ανδρέας και ο Ιωάννης και ο Παύλος και ο Τίτος κ.λπ. Πώς να το κάνουμε, όμως; Ο Απόστολος Παύλος είναι ο ίδιος ιδρυτής των Εκκλησιών της βορείου, νοτίου και νησιωτικής Ελλάδος, δηλαδή όλης της Ελλάδος, της σημερινής ελληνικής επικρατείας, κατά την έννοια των τοπικών Εκκλησιών.

Όταν υπεραμυνόμαστε της κανονικής «εν τόπω» ενότητος της Εκκλησίας της Ελλάδος, θεωρούμαστε φυλετιστές και στενοελλαδιστές και επαρχιώτες. Όταν, όμως, επισήμως, από πατριαρχικών χειλέων διατυπώνουμε το δόγμα της «διττής» Ιεραρχίας στην Ελλάδα, τότε είμαστε οικουμενικοί και, βεβαίως, κατ’ ακρίβεια (!) κανονικοί και ενωτικοί. Πλήρης αντιστροφή και όλως νέα ερμηνεία των όρων. Η εκκλησιαστική ιστορία, όμως, δεν επανερμηνεύεται, κατά το σήμερα σκοπούμενο, όπως γίνεται π.χ. σε γεωπολιτικό επίπεδο (π.χ. Σκόπια, άλλοι γείτονες, η τ. Σοβιετική Ένωση, που έγραφε επί τούτου νέες εγκυκλοπαίδειες επανερμηνείας των γεγονότων και σήμερα και οι ΗΠΑ ως προς τα Σκόπια). Το εκκλησιαστικοϊστορικό γεγονός της Ελλάδος δεν επιδέχεται διπλής και διττής ερμηνείας.

Β. Διατυπώσεις διαρχικές κανονικά και διζωνικές γεωγραφικά. Οι διατυπώσεις αυτές κάμνουν τον καλοπροαίρετο αναγνώστη να προβληματίζεται σοβαρά για το τι δέον και μέλλει γενέσθαι στην ελληνική επικράτεια έναντι της νέας επιθετικής, σε όλα τα επίπεδα, γεωπολιτικά και εκκλησιαστικά, νοοτροπίας. Ιδού του λόγου το αληθές. Οι πατριαρχικές διατυπώσεις «παλαιά Ελλάς» δις, ή «ο λαός της παλαιάς Ελλάδος» άπαξ, σε αντιδιαστολή προς κάποια άλλη «Νέα Ελλάδα», ανακαλούν και υπονοούν διζωνική αντίληψη, πνευματική και γεωγραφική. Η Ελλάδα δεν είναι ούτε παλαιά ούτε νέα. Είναι μία και η αυτή, ιστορικά και γεωγραφικά. Οι διατυπώσεις, όμως, αυτές, που με άλλη πολιτική έννοια χρησιμοποιούν και κακοί γείτονές μας για να μας αποδείξουν ότι η Μακεδονία π.χ. ή η Θράκη ή τα Δωδεκάνησα δεν είναι Ελλάδα, αλλά υπό ελληνική επικυριαρχία, εξυπηρετούν εδώ το εκκλησιαστικό γεγονός του πολυχρώμου εκκλησιαστικού χάρτη της Ελλάδος. Θα ‘πρεπε, Παναγιώτατε, με όλο τον σεβασμό, να είχαν αποφευχθεί οι διατυπώσεις αυτές, ειδικά τώρα. Κατά την πατριαρχική αντίληψη, η Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει να είναι γυψοποιημένη μέχρι Πηνειού, «παλαιάς Ελλάδος». Από κει και πέρα αρχίζει η δικαιοδοσία Κωνσταντινουπόλεως, η «Νέα Ελλάδα», που παραχωρήθηκε επιτροπικά ως προς τη διοίκηση και υπό όρους στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία.

Αλλ’ όμως της ανήκει. Απειλείτο μάλιστα επί Χριστοδούλου ότι μπορεί το καθεστώς και να αρθεί και να γίνουν Τοπικές Σύνοδοι υπό το Πατριαρχείο σε κάθε μείζον διαμέρισμα (Μακεδονία, Θράκη, Δωδεκάνησα, όπως συμβαίνει με την Εκκλησία Κρήτης). Όταν το Πατριαρχείο διαλαλεί ότι σέβεται και υπεραμύνεται της Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που αδαείς πολιτικοί και άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης χειροκροτούν ή ναρκισσεύονται, εννοεί αυτή ακριβώς τη διαρχία και διζωνία.

Σ’ άλλα άρθρα μας εξηγήσαμε γιατί πνευματικά και συμβολικά έπρεπε το 1928, μετά την καταστροφή του 1922, να βρεθεί μέση λύση προς στηριγμό της Κωνσταντινουπόλεως, μετά τις τόσες απώλειες στην Ανατολή.

Κατακλείω με ένα περιστατικό του Μ. Βασιλείου σχετικό. Όταν η Καππαδοκία διχοτομήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ουάλεντα σε δύο επαρχίες, με ιδιοτελή και όχι γενικά και εθνικά κριτήρια, ο Βασίλειος επενέβη δραστήρια προς ματαίωση αυτής της γεωγραφικής διχοτομήσεως, γιατί εζημίωνε την Καππαδοκία από κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής απόψεως, επομένως συνολικά εθνικής.

«Διαιρούν», λέγει, «και πάλιν ξαναδιαιρούν την πατρίδα και κάνουν έτσι σαν τους άπειρους χειρουργούς, που εξαιτίας της αδεξιότητός τους επιδεινώνουν την κατάσταση των πληγών.

Με το κομμάτιασμα της Καππαδοκίας νομίζουν ότι αντί για μία θα έχουν δύο επαρχίες. Ενεργούν έτσι σαν εκείνον που έχει ένα άλογο ή ένα βόδι, το κόβει στη μέση και νομίζει πως από το ένα έχει τώρα δύο, ενώ κι αυτό που είχε το κατέστρεψε».

Γ. Σε άλλες συνέχειες «Πατριαρχικές διατυπώσεις για τον φυλετισμό, για τις σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους στην Ελλάδα, για κρίσιμα ιστορικοπολιτικά χρονικά όρια», όπως και για τις κρίσεις ex cathedra του Παναγιωτάτου για όσους έχουν αντίθετες ή άλλες απόψεις από τις δικές του.


Σχολιάστε εδώ