«Βαρκούλες αρμενίζουν»…
Οι προσωπικές αντιθέσεις των πολιτικών προσώπων, η φιλοδοξία τους να διαδραματίζουν εσαεί κεντρικούς ρόλους, οι προσωπικές ανασφάλειες και τα «σενάρια συνωμοσίας» δεν προκύπτουν «εν κενώ».
Αντιθέτως αναδύονται μέσα από το «έδαφος» της πολιτικής κρίσης, της σύγχυσης και της πολιτικής αναξιοπιστίας των φορέων του πολιτικού συστήματος.
Πράγματι, εάν το ΠΑΣΟΚ δεν διερχόταν αυτήν την παρατεταμένη περίοδο κρίσης, εάν δεν εδοκιμάζετο τόσο σκληρά ο «δικομματισμός», εάν δεν εγείροντο σοβαρά ερωτήματα για την ύπαρξη αυτοδυναμίας στις επόμενες εκλογές, τίποτα απ’ όσο ζήσαμε την προηγούμενη εβδομάδα δεν θα είχε συμβεί.
Ούτε ο Κ. Σημίτης θα τολμούσε να δημοσιοποιήσει μια προσβλητική για το κύρος και τον θεσμικό ρόλο του Γ. Παπανδρέου επιστολή, ούτε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ θα προχωρούσε στην έμμεση διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΠΑΣΟΚ, θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτόν απομάκρυνε τη δυνατότητα αποσταθεροποίησής του στο άμεσο μέλλον.
Πολλά «σενάρια» διατυπώθηκαν τις ημέρες αυτές για τις προθέσεις, τις στοχοθεσίες του Κ. Σημίτη, για τη «στάση» των κορυφαίων ηγετικών στελεχών του ΠΑΣΟΚ για το ενδεχόμενο δημιουργίας κόμματος «εκσυγχρονιστικής» φυσιογνωμίας από τον πρώην πρωθυπουργό…
«Άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτούς νεκρούς», απαντούσε συμβολικά ο Κ. Μαρξ στα γαλλικά του κείμενα…
Γιατί πράγματι όλες αυτές οι επιπόλαιες κινήσεις, οι στερούμενες πολιτικού περιεχομένου αντιδράσεις, δεν έχουν παρά ένα μόνο αποτέλεσμα: Να εντείνουν την κρίση στο ΠΑΣΟΚ, να καθηλώνουν το Κίνημα, να απογοητεύουν την κοινωνική του βάση…
Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ προκύπτει ως συνισταμένη δύο βασικών παραγόντων: Κατά πρώτον της πολιτικοϊδεολογικής σύγχυσης, του ασαφούς στίγματος που εκπέμπει ως απόρροια της απουσίας στρατηγικής πάνω στα καίρια προβλήματα. Η ηγεσία και οι «ηγετικές ομάδες» του ΠΑΣΟΚ δεν κατανοούν ακόμα και σήμερα ότι το ΠΑΣΟΚ απομακρύνθηκε από την εξουσία για να προχωρήσει σε ριζική τομή προς το κυβερνητικό του παρελθόν, να διαμορφώσει μια νέα δυναμική στρατηγική διακυβέρνησης. Να αναδειχθεί δηλαδή σε μια πειστική προοπτική κυβερνητικής εξουσίας. Και όχι βέβαια για να μετατραπεί σε μια οιονεί προβληματική αντιπολίτευση…
Δεύτερος εξίσου σημαντικός παράγων είναι η «ιστορική φθορά» της κυβερνητικής του θητείας, κυρίως της περιόδου 2000-2004, που συνοδεύτηκε από την απαξίωση πολιτικών στελεχών και διαμόρφωσε την αντίληψη της ταύτισης του κυβερνητικού-καθεστωτικού ΠΑΣΟΚ με φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς. Αυτή η αντίληψη που, παρά τα «μαζικά» φαινόμενα διαφθοράς και καθεστωτισμού των κυβερνήσεων της ΝΔ, τείνει να λάβει τη μορφή «στερεότυπου» για το ΠΑΣΟΚ, αναπαράγεται σήμερα από τις πρακτικές του Κ. Σημίτη -και της εναπομείνασας ομάδας των «εκσυγχρονιστών»- ο οποίος εξακολουθεί να επιπλήττει τον «διάδοχό» του για την αποσιώπηση ή και απαξίωση του «έργου» του και για την «περιθωριοποίηση» των πολιτικών του «φίλων», όπως έπραττε αδιαλείπτως μέχρι τώρα… Πιστεύει, καθώς φαίνεται, ο ίδιος ότι το βάθος της πολιτικής κρίσης μπορεί να τον αναδείξει σε ρυθμιστικό/διαιτητικό παράγοντα τόσο μέσα στο ΠΑΣΟΚ -στην περίπτωση μιας νέας εκλογικής ήττας- όσο και σε ευρύτερες διεργασίες που είναι πιθανόν να συντελεσθούν στο πολιτικό μας σύστημα.
Πέρα όμως από τον προσωπικό «μικρόκοσμο» και τις περιορισμένες ατομικές σκοποθεσίες, υπάρχουν για το ΠΑΣΟΚ ιστορικά διλήμματα που αφορούν την ίδια την κοινωνική του εκπροσώπηση, την ίδια την πολιτική προοπτική του.
Γιατί σήμερα το ΠΑΣΟΚ έχει αποκοπεί από την κοινωνική του βάση, έχει υποστεί αξιοσημείωτες απώλειες στα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Οι απώλειες όμως δεν σταματούν εδώ, αλλά εκτείνονται στο ευρύτερο πλαίσιο των πολιτικών του συμμαχιών.
Κομβικό σημείο της σύγχρονης πολιτικοκοινωνικής ανάλυσης αποτελούν οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές των μεσαίων στρωμάτων, η ρευστότητα και η αμορφία των οποίων εντείνεται μέσα από τον «μονόδρομο» των πολιτικών της διακυβέρνησης.
Στις εκλογές του 2007 το ΠΑΣΟΚ υπέστη απώλειες στην κατηγορία των μεσαίων στρωμάτων προς ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και Οικολόγους Πράσινους στον χώρο των ανώτερων και των μεσαίων στρωμάτων, τα οποία εντάσσονται χωρίς προβλήματα στους σύγχρονους οικονομικούς μηχανισμούς. Αντιθέτως διατήρησε την πρωτοκαθεδρία στην κατηγορία εκείνων των μεσαίων στρωμάτων που τελούν υπό καθεστώς ανασφάλειας και διακινδύνευσης. Είναι αυτή η κατηγορία που ζητά την κρατική παρέμβαση, τη ρυθμιστική παρουσία των δημόσιου χαρακτήρα θεσμών.
Βεβαίως στα ανώτερα και μεσαία στρώματα που ενσωματώνονται ομαλά στο σύστημα αναπτύσσονται αξιακά πλαίσια και προβληματισμοί που είτε αφορούν τον σύγχρονο κόσμο της αγοράς, του κέρδους, του καταναλωτισμού, του κοσμοπολιτισμού, είτε θίγουν πολιτισμικού ή κοινωνικού τύπου θεματικές όπως ο πολιτισμικός πλουραλισμός, η αυτονομία και η ατομικότητα, το πρόβλημα των δικαιωμάτων, η ευρωπαϊκή ταυτότητα, η απόρριψη παραδοσιακών θεσμών και συμπεριφορών, το άνοιγμα προς την ψηφιακή/δικτυακή «κοινωνία». Αυτές μάλιστα οι θεματικές διευρύνουν και ενοποιούν τον κλασικό άξονα Αριστεράς – Δεξιάς. Η πρώτη κατηγορία κατευθύνεται κυρίως προς τη Νέα Δημοκρατία, ενώ η δεύτερη κατηγορία κυριαρχεί στις πολιτικοϊδεολογικές επιλογές και στα συμβολικά μηνύματα που εκπέμπει ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για ένα δίπολο που μπορεί να εκφρασθεί συμβολικά με τους όρους «δεξιός» και «αριστερός» κοσμοπολιτισμός.
Τα μεσαία στρώματα δεν αποτελούν σήμερα οριοθετημένες συλλογικές κοινωνικές «οντότητες» με διακριτό πολιτικό προσανατολισμό. Γι’ αυτό και υπάρχει κρίση πολιτικής εκπροσώπησης των μεσαίων στρωμάτων, γι’ αυτό και στις δημοσκοπήσεις οι απώλειες της κυβερνητικής παράταξης δεν «διοχετεύονται» στο ΠΑΣΟΚ. Κι αυτό γιατί οι ανήκοντες στα μεσαία στρώματα δεν έχουν πλέον τη συνείδηση της συλλογικότητας, αλλά δρουν ως ατομικότητες, προσλαμβάνουν εξατομικευμένα τόσο τα πολιτισμικά όσο και τα κοινωνικοοικονομικά «μηνύματα».
Το ΠΑΣΟΚ αντί να προσπαθήσει να κατανοήσει αυτήν την περιπλοκότητα και να διατυπώσει έναν στρατηγικό λόγο πολιτικής σύνθεσης και υπέρβασής της, σύρεται σε μια μάχη οπισθοφυλακής και με τον τρόπο αυτόν αποκτά σταδιακά το ίδιο τα χαρακτηριστικά ενός «μεσαίου» μορφώματος χωρίς θεμελιώδεις πολιτικές αρχές, χωρίς «σπονδυλική στήλη»… που υποτάσσεται τελικά στις συγκυρίες και δεν διαμορφώνει το ίδιο προοπτικές για την κοινωνία και τη χώρα. Συνειδητοποιούν άραγε οι «επιστολογράφοι» της προηγούμενης εβδομάδας ότι πρέπει να εγκαταλείψουν τις σκιαμαχίες και να ασκήσουν κάποτε ουσιαστικές πολιτικές;