Στη «λογική» του νεοφιλελευθερισμού
Σήμερα, μέσα σʼ ένα εκρηκτικό κλίμα που διαμορφώνουν οι τιμές του πετρελαίου, η κρίση των τροφίμων, το ενεργειακό πρόβλημα, η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων και η αδυναμία της πολιτικής να ελέγξει τις εξελίξεις, η άκρατη αισιοδοξία των οπαδών της αγοράς έχει μετατραπεί σε πανικό…
Όταν πριν από έναν αιώνα ο Max Weber συνέδεσε τη βιομηχανική καπιταλιστική οργάνωση της οικονομίας με το ιστορικό «άλμα προς τον ορθολογισμό», όταν ο ίδιος τόνιζε ότι «… ο σημερινός καπιταλισμός εκπαιδεύει και επιλέγει τα οικονομικά υποκείμενα που χρειάζεται με μια διαδικασία επιβίωσης του ισχυρότερου», όταν θεμελίωνε την ισχύ των επιχειρημάτων του στη βεβαιότητα ότι η εξέλιξη της τεχνικής και μηχανικής παραγωγής επέφερε την αυτονόμηση του οικονομικού πεδίου, ώστε πλέον «ο νικηφόρος καπιταλισμός να στηρίζεται σε μηχανικά θεμέλια» (τα αποσπάσματα από το έργο του «η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού»), ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι το θεωρητικό του υπόδειγμα, έναν αιώνα μετά, θα κατελύετο μέσα από μια θεμελιώδη αντίφαση.
Ποια είναι η αντίφαση αυτή; Ότι ενώ το κίνητρο του κέρδους, ο ατομικισμός, η ιδιωτικότητα, εξακολουθεί να αποτελεί τον θεμελιώδη κανόνα της σύγχρονης ανταγωνιστικής οικονομίας, εν τούτοις ακυρώθηκε κάθε προσπάθεια ορθολογικοποίησης της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο μόνος «ορθολογισμός» που κυριαρχεί σήμερα είναι ο «ορθολογισμός του κέρδους», ο «ορθολογισμός» της μονοπωλιακής ή ολιγοπωλιακής οργάνωσης κρίσιμων τομέων της οικονομικής ζωής, ο «ορθολογισμός» της ασύδοτης εκμετάλλευσης των ενεργειακών πηγών και του φυσικού πλούτου που οδηγεί στην καταστροφή τού περιβάλλοντος… Και τελικά επικρατεί ο «ορθολογισμός» της ανεργίας, της κρίσης των τροφίμων, της εξάντλησης των υδάτινων αποθεμάτων…
Ο σύγχρονος καπιταλισμός, αυτονομημένος από κάθε πολιτικό και κοινωνικό περιορισμό, από κάθε ηθικολογικό κανόνα, διανύει μια τυφλή, αυτοτροφοδοτούμενη πορεία που οδηγεί σε κρίσεις παγκόσμιου χαρακτήρα, μη αντιμετωπίσιμες…
Η πιστωτική κρίση δεν έχει κλείσει τον κύκλο της, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις που διατυπώνονται στις ΗΠΑ, και η ανισορροπία των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών εκτείνεται σʼ έναν ορίζοντα που θα διαρκέσει τουλάχιστον για έναν ακόμα χρόνο. Οι τιμές του πετρελαίου παραμένουν ανεξέλεγκτες και ο «ορίζοντας πρόβλεψης» των 200 δολαρίων δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να τροφοδοτεί τις κερδοσκοπικές επιδιώξεις. Ήδη την περασμένη Τρίτη η Γερουσία των ΗΠΑ απέρριψε την πρόταση να επιβληθεί φόρος, όχι στα κέρδη, αλλά στα υπερκέρδη των εταιρειών τού πετρελαίου. Ποια αντίσταση, πολιτική, οικονομική, κοινωνική, μπορεί να διαμορφωθεί απέναντι σε αυτήν την ασυδοσία, όταν κυριαρχεί η νεοφιλελεύθερη λογική;
Παρόμοιου τύπου μονοπωλιακές δομές ισχύουν στην αγροτική οικονομία και στην παραγωγή τροφίμων. Ελάχιστες, γιγαντιαίου μεγέθους, εταιρείες καθορίζουν τις τιμές των αγροτικών προϊόντων, ελέγχοντας μάλιστα το 80% της αγοράς των δημητριακών προϊόντων (Λ. Βατικιώτης, «Το Παρόν» 8/6/2008), αλλά και μια ολόκληρη αλυσίδα συντελεστών τής παραγωγής και του κόστους του προϊόντος μέχρι την τελική του τιμή (λιπάσματα, σπόροι, μηχανολογικός εξοπλισμός).
Η πείνα και οι περιορισμοί που επιβάλλονται μέσα από τους αυτονομημένους αυτούς μηχανισμούς κερδοσκοπίας οδηγούν στην υπερσυσσώρευση κερδών για τους ολίγους. Πίσω από τους οποίους λειτουργούν ως θεσμικοί προστάτες και νομιμοποιητικοί μηχανισμοί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αρχίζει τώρα να αντιλαμβάνεται ότι εξόντωσε συστηματικά τη δική της αγροτική τάξη, τη δική της αγροτική παραγωγή για να απορροφήσει τα φτηνά προϊόντα του τρίτου κόσμου. Τώρα που αρχίζουν να αναπτύσσονται αντίστροφες λογικές είναι ίσως αργά, αν δεν υπάρξει συντονισμός και αποτελεσματικές πολιτικές δράσεις…
Οι διαστάσεις της κρίσης έχουν εκφύγει εδώ και καιρό από το οικονομικό πεδίο. Έχουν περιλάβει την ίδια την πολιτική και τους φορείς της, κοινωνικούς και πολιτικούς. Η ιστορική περιθωριοποίηση της πολιτικής, που επεβλήθη εν ονόματι της ελευθερίας –ή καλύτερα της ασυδοσίας– του οικονομικού πράττειν, έχει οδηγήσει σήμερα στην αδυναμία ενεργοποίησης και επιβολής ρυθμιστικών παρεμβάσεων από την πλευρά του κράτους.
Πολλώ μάλλον που η αδυναμία αυτή συνδέεται με τη γενικότερη απαξίωση της πολιτικής, των φορέων και των προσώπων της, ώστε η κοινωνία να μην μπορεί να στηριχθεί και να εκπροσωπηθεί από ένα σταθερό πολιτικοθεσμικό «θεμέλιο», παραμένοντας έκθετη στις πιέσεις και στις επιλογές των οικονομικών μηχανισμών.
Η κρίση της πολιτικής και η ασύδοτη κυριαρχία των μηχανισμών και των μονοπωλιακών δομών συνιστούν σήμερα ένα εκρηκτικό μείγμα που δεν επιτρέπει αισιόδοξες προβλέψεις, τουλάχιστον για το κοντινό μέλλον.