ΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ: ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΚΡΙΣΕΙΣ
Η κρίση αυτή προδήλως δεν είναι ούτε συγκυριακή ούτε τυχαία, αλλά είναι δομική, δηλαδή αναφέρεται στη σταθερή διεκδίκηση του αλβανικού πληθυσμού των Σκοπίων να αναδομήσουν το σημερινό κράτος από λειτουργικά συνεταιρικό σε έναν δομικό συνεταιρισμό ο οποίος θα μετέτρεπε το κράτος αυτό σε ομοσπονδιακό που θα περιλαμβάνει δύο συνιστώσες: την αλβανική και τη σλαβική. Η διεκδίκηση αυτή είναι σταθερή και διαρκής εδώ και πολλά χρόνια και συνδέεται όχι μόνο με την ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής αυτοσυνειδησίας των Αλβανών των Σκοπίων ως αποτέλεσμα της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας και της ίδρυσης του κρατικού μορφώματος του Κοσόβου, αλλά και με τη νομοτελειακή πορεία της πληθυσμιακής αλλοίωσης του “κρατικού λαού” της FYROM. Η πρόβλεψη, εν προκειμένω, για τα επόμενα χρόνια είναι καταδικαστική για το σλαβικό στοιχείο των Σκοπίων στον βαθμό που, μετά βεβαιότητας, αργά ή γρήγορα, με βάση το πληθυσμιακό ποσοστό αύξησης, οι Αλβανοί θα γίνουν πλειοψηφία του συνόλου του πληθυσμού. Είναι γνωστό πως οι ομοσπονδίες λειτουργούν και είναι αποτελεσματικές ως κρατικές οντότητες, όχι μόνο με βάση το νομικό πλαίσιο και την πολιτειακή διάρθρωση της ομοσπονδίας, ούτε μόνο με τους θεσμούς λειτουργίας του πολιτεύματος, αλλά και επί τη βάσει, ή πρωτίστως, της πολιτικής βούλησης και θέλησης των μερών των λαών, των εθνοτήτων ή των “συνιστωσών”, να λειτουργήσουν το ομοσπονδιακό κράτος, που είναι από τη φύση του δυσλειτουργικό και πολλές φορές δύσκαμπτο και αναποτελεσματικό.
Η πολιτική βούληση και η θέληση των μερών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο λειτουργίας της ομοσπονδίας, πράγμα που συμβαίνει στην Ελβετία, δεν συμβαίνει στο δυνάμει ομοσπονδιακό κράτος του Βελγίου, συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου εμπεδώθηκαν η διάσταση του ενός ενιαίου λαού και η ενσωμάτωση του πολιτικού συστήματος στη δομή της Ουάσινγκτον. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα μπορέσει να επιβιώσει το κράτος των Σκοπίων, με ή χωρίς ομοσπονδοποίηση, όχι μόνο γιατί οι Αλβανοί διεκδικούν την κυριαρχία στον χώρο, αλλά κυρίως γιατί υπάρχει το εξωτερικό πολιτικό κέντρο του Κοσόβου και της Αλβανίας που εντάσσει τα Σκόπια στο σύστημα του αλβανικού μεγαλοϊδεαλισμού.
Κατʼ αντιστοιχίαν, στην περίπτωση της Κύπρου, όπου έχουμε ως αποτέλεσμα της εισβολής κατοχή, παράνομη και βίαιη μετακίνηση πληθυσμών και δημιουργία μιας συμπαγούς εδαφικής ζώνης όπου εγκαταστάθηκε αμιγώς τουρκικός πληθυσμός με Τουρκοκυπρίους και εποίκους, οι οποίοι αυτοαποκαλούνται λαός του λεγόμενου “κράτους της Βόρειας Κύπρου”, δημιουργείται η συνθήκη, την οποία προδήλως αποδέχεται η ελληνική πλευρά, της μίας εκ των δύο συνιστωσών του, σε status nascenti, ομοσπονδιακού κράτους της Κύπρου. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω, πέραν του κρίσιμου προβλήματος που αναφέρεται ως προς την παραβίαση του διεθνούς δικαίου και της πολιτικής ηθικής, δηλαδή ότι έρχεται η κυπριακή ηγεσία να αναγνωρίσει εν τοις πράγμασι μια μοναδική για τα ευρωπαϊκά δεδομένα διεθνή παρανομία της Τουρκίας αναγνωρίζοντας τον Βορρά ως νόμιμη “κρατική οντότητα”, είναι και οι σχετικές αναλογίες με τα Σκόπια, όπως η ύπαρξη του εξωτερικού πολιτικού κέντρου που θα καθοδηγεί και θα ελέγχει το ευάλωτο και δύσκαμπτο ομοσπονδιακό σύστημα, αλλά και κατά πόσο θα έχουν την πολιτική βούληση “οι δύο λαοί”, σταθερά και συνεχώς, να στηρίζουν τη λειτουργία της ομοσπονδίας. Μιας ομοσπονδίας που, εκτός από όλα τα άλλα, δεν γνωρίζουμε ποιος θα ελέγχει την πολιτική της δομή, αν θα είναι πάλι ξένοι δικαστές και αν θα μετατραπεί η πλειοψηφία του πληθυσμού, που είναι Έλληνες, σε μια οιονεί μειοψηφία.
Αυτά τα ολίγα προς γνώση και συμμόρφωση, τονίζοντας ταυτόχρονα πως πρέπει η πολιτική ηγεσία της Κύπρου να πάψει να σκέφτεται μόνον νομικά ή νομικίστικα, αλλά πολιτικά, δηλαδή να προβληματίζεται επί των προϋποθέσεων και όρων πολιτικής και κοινωνικοοικονομικής βιωσιμότητάς μιας, έστω αναδομούμενης, καλά λειτουργούσης Κυπριακής Δημοκρατίας.