ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΞΕΠΛΥΜΑΤΟΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ
Η ερώτηση ασχολείται με καίρια θέματα, με την ευκαιρία των πολύκροτων υποθέσεων των Ζωνιανών στην Κρήτη και του Αναστασιάδη με την BNP και τις ποινές-χάδι που έβαλε η Τράπεζα της Ελλάδος ύστερα από 7 μήνες!
Οι βουλευτές επισημαίνουν την αργοπορημένη αντίδραση της τράπεζας, το ξεχαρβάλωμα των ελέγχων, την μη εκπλήρωση του προληπτικού ρόλου της εποπτείας, την ανεπίτρεπτη διόρθωση των πορισμάτων των ελεγκτών από τον διευθυντή που συγκεντρώνει αντιφατικές αρμοδιότητες (Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει) κ.λπ.
Θα έχει ενδιαφέρον η απάντηση του αρμόδιου υπουργού Αλογοσκούφη για το πώς αντιλαμβάνεται τον δημόσιο έλεγχο της Τράπεζας της Ελλάδος, δεδομένου ότι η εποπτεία της πρέπει να υπηρετεί το κοινωνικό συμφέρον και να ελέγχεται για το αν ανταποκρίνεται στην αποστολή της.
Αν απλώς διαβιβάσει, ως είθισται, στη Βουλή την απάντηση που θα του στείλει η Τράπεζα της Ελλάδος, οχυρωμένη πίσω από μια κακώς νοούμενη ανεξαρτησία και με προσπάθεια συγκάλυψης, χωρίς να ερευνήσει το ζήτημα, τότε ή θα παραστήσει τον Πόντιο Πιλάτο ή θα συμφωνήσει σιωπηρώς.
Στη Δημοκρατία,όμως, ουδείς είναι στο απυρόβλητο. Λειτουργούν έλεγχοι και εξισορροπήσεις (checks and balances) και το κοινοβούλιο αποτελεί τον ναό της Δημοκρατίας. Τα θέματα που θίγουν οι βουλευτές είναι σημαντικά θέματα δημόσιου συμφέροντος και ενδιαφέροντος, αλλά και θέματα (ξέπλυμα βρώμικου χρήματος) που διεθνώς μας διασύρουν. Ο Γ. Προβόπουλος θα έχει πολλή δουλειά από την Τρίτη.
Η ερώτηση που απευθύνεται προς τον υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών έχει ως εξής:
Στις 16 Μαΐου ανακοινώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος, με πρωτοφανή καθυστέρηση, η επιβολή κυρώσεων σε πιστωτικά ιδρύματα για παράβαση των διατάξεων που αφορούν την πρόληψη του ξεπλύματος χρήματος και τη διαφάνεια των συναλλαγών. Μεταξύ των τραπεζών είναι και εκείνες που εμπλέκονται στην υπόθεση μαύρου χρήματος από ιδιοκτήτη κυριακάτικης εφημερίδας και στην υπόθεση των Ζωνιανών της Κρήτης, όπου έγινε έλεγχος από την εποπτική αρχή με αδικαιολόγητη, ύποπτη και επιλήψιμη καθυστέρηση, πριν περίπου έξι μήνες, αφού ο Τύπος είχε αναδείξει το θέμα και η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είχε ή στοιχειωδώς είχε προβεί σε σχετικούς επιτόπιους ελέγχους.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ Ο κ. ΥΠΟΥΡΓΟΣ:
1) Γιατί η Τράπεζα της Ελλάδος δεν εκπληρώνει τον κύριο προληπτικό ρόλο (prudential supervision), γενικότερα αλλά και ειδικότερα στην πρόληψη του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος μέσω του πιστωτικού συστήματος; Πόσοι έλεγχοι είχαν γίνει σε καταστήματα τραπεζών στην περιοχή Ζωνιανών πριν τον Νοέμβριο του 2007 και πόσοι μετά;
2) Πόσοι υπάλληλοι της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος ασχολούνται αποκλειστικά με επιτόπιους ελέγχους;
3) Υπάρχει παρέμβαση του αρμόδιου διευθυντή στον εξωραϊσμό των πορισμάτων προς όφελος των ελεγχομένων; Ποιες είναι οι ευθύνες του για την ανεπάρκεια και αναποτελεσματικότητα των ελέγχων;
4) Γιατί καθυστέρησαν υπερβαλλόντως τα πορίσματα στις επίμαχες περιπτώσεις του τελευταίου εξαμήνου που είχαν συνεγείρει τον Τύπο και την κοινή γνώμη;
5) Γιατί, για πρώτη φορά, απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, που επιβάλλει κυρώσεις σε πιστωτικά ιδρύματα δεν ανακοινώθηκε την επόμενη μέρα κατά τα ειωθότα; Τι είχε να κρύψει ή να ωραιοποιήσει η Εποπτεία;
6) Η εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος υπηρετεί αποτελεσματικά το δημόσιο συμφέρον (τη σταθερότητα και αποτελεσματικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα της οικονομίας) μαζί με τη διαφάνεια των διαδικασιών και των όρων των συναλλαγών;
7) Γιατί η Διεύθυνση Εποπτείας, δηλαδή ΕΝΑ πρόσωπο, συγκεντρώνει αρμοδιότητες ρυθμιστικές, εποπτικές και ελεγκτικές, κατά παράβαση κάθε δεοντολογίας και της βασικής αρχής για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων;
Επιπλέον ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
1) Την κατάθεση στη Βουλή των σχετικών εγγράφων (πορισμάτων και ευρημάτων) για τους ελέγχους των επί μέρους τραπεζών στην Κρήτη και την ΒΝΡ Paribas στην Αθήνα, σχετικά με το ξέπλυμα χρήματος.
2) Την κατάθεση στη Βουλή πορισμάτων που αναφέρονται στη διαφάνεια των συναλλαγών και έχουν πραγματοποιηθεί το τρέχον έτος.
3) Τις παραβάσεις, ανά τράπεζα, των διατάξεων που αφορούν το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τη διαφάνεια των συναλλαγών, για τις οποίες επιβλήθηκαν οι κυρώσεις της 16ης Μαΐου.