Μια φορά και έναν καιρό

Ελάβαμε και πάλιν επιστολή του παρήλικα αναγνώστη μας, με το γνωστό ύφος και τις οργίλες αιτιάσεις, που τη φορά αυτή έχουνε υπερβεί υπέρ το δέον τις καλώς εννοούμενες… προσβολές. Επειδή είμαι ευγενής εκ φύσεως και επειδή η καλή ανατροφή μου το απαγορεύει, αποφεύγω να τον αποκαλέσω γεροπαράξενο, γρουσούζη και «νούμερο» ή για να κυριολεκτήσω, να τον πω απλώς «ραμόλα», κάτι που κάποιος σχολαστικός θα το εχαρακτήριζε ενδεχομένως σαν ύβρη. Για τους λόγους αυτούς, περιορίζομαι σε ένδειξη διαμαρτυρίας, να μετέλθω τη μέθοδο της αειμνήστου προμάμμης μου, Αρσακειάδος κατά την εφηβείαν, η οποία οσάκις εδέχετο επίθεσιν -λόγω, έργω ή διανοία- υπό ασυγκρατήτου άρρενος εκδηλουμένη διά μυκηθμών, απεκρίνετο κατέρυθρος: «Η σιωπή μου προς απάντησίν σου…»

Κατόπιν τούτου σιωπώ και παραθέτω αυτούσια την επιστολή, με τη θερμοτάτη παράκληση να μην τη διαβάσετε, αλλά να αποστρέψετε τους οφθαλμούς σας, μπας και βάλει μυαλό.

Ιδού η επιστολή:

-Κύριε,

Έχω την ψευδαίσθηση κάθε φορά που σας διαβάζω (διότι σας διαβάζω για να μου σπάτε τα νεύρα) πως κάποτε επιτέλους θα πάψετε να «κομίζετε γλαύκα εις Αθήνας», και πως θα καταπιαστείτε με κάτι βαθύτερο, διότι σας διαβεβαιώ ενόρκως πως η Αθήνα δεν έχει ανάγκη τις «γλαύκες» σας, που τις έχει μπόλικες, «για να φάνε κι οι κότες», όπως λένε οι χωρικοί.

Αλλά για να έλθω στο προκείμενο, παραδέχομαι ότι αναφέρεσθε πλειστάκις σε γεγονότα που κάποτε συνέβησαν, καθώς και σε ήθη, έθιμα και συνήθειες του απώτερου παρελθόντος. Δηλαδή όταν βγάζατε τους «γαλαθηνούς». Στέκεσθε όμως στην ωραιότητα της επιφάνειας και δεν προχωράτε στην επισκόπηση του βάθους. Με άλλες λέξεις είσθε ένας απλός φωτογράφος, κάτι ας πούμε σαν τον κ. Σκανάτοβιτς, που απαθανάτιζε την αείποτε «Μις Ελλάς» Νταίζη Μαυράκη, και όχι ένας εμβριθής ακτινολόγος που ακτινοσκοπεί τα εσώτερα της εποχής του.

Δεν μακρηγορώ όπως εν τη αφελεία σας πιστεύετε, απλώς προσπαθώ με τον πρόλογό μου να σας βάλω στο κατάλληλο κλίμα, ώστε τα σκαμπίλια που θα φάτε να σας συνετίσουν. Και εξηγούμαι: Προ ετών, προεβλήθησαν στους αθηναϊκούς κινηματογράφους δύο… αλλοδαπές ταινίες που θέμα τους είχαν τη σοκολάτα. Παραμύθι ήταν η μια, με τίτλο «Εργοστάσιο σοκολάτας», και ανθρώπινη, λιγάκι κοινωνική η άλλη, η «Le chocolat». Ασφαλώς τις είδατε και τις δύο, αλλά σίγουρα -χωρίς να θέλω να σας θίξω- είσθε τόσο χοντρόπετσος που δεν σας παρεκίνησαν, δεν στάθηκαν το έναυσμα να γράψετε κάτι για τις σοκολάτες της γενιάς μας, που τις θυμάμαι και τρέχουν τα σάλια μου.

Μάλιστα, κύριε. Στα δικά μας τα χρόνια, χρόνια «φτώχειας και μιζέριας», κατακλυζόμασταν από άπειρες μάρκες, σχέδια και γεύσεις και όχι όπως τώρα, που μόνο δυο ελληνικές στην… ιθαγένεια μονοπωλούν την αγορά. Και αναφέρομαι φυσικά στις γνωστές κλασικές «πλάκες», που πουλιούνται και στα περίπτερα, και όχι στα σοκολατάκια πολυτελείας, με τα κραυγαλέα ζωγραφιστά κουτιά με… κύκνους και ποταμάκια!

Έπρεπε να θυμάσθε τα δύο μεγάλα ζαχαροπλαστεία του κέντρου, που δεν υπάρχουν πια, του Ζαβορίτη και του Ζόναρς, που κατασκεύαζαν και πουλούσαν μόνο στα καταστήματά τους τέτοιες πλάκες ΙΧ, με τη φίρμα τους. Ίσως πρέπει ακόμη να σας θυμίσω τα δύο εξειδικευμένα μαγαζιά, που αρχικά μονάχα σοκολάτες διέθεταν σε πολύ μεγάλη ποικιλία. Το πρώτο βρισκόταν στη γωνία Αιόλου και Βύσσης και το άλλο, ο Μενδρινός, στη Σταδίου, δίπλα στο εστιατόριο Αβέρωφ, απέναντι από τον Κολοκοτρώνη. Αποκλείεται η κυρία μητέρα σας να μην σας έπαιρνε από το χεράκι και να μη σας αγόραζε σοκολάτες «Langue de chat», που μοιάζαν με τα μπισκότα που συνοδεύουν το παγωτό… Να σας τα θυμίσω; Είχαν μέσα ακριβώς 12 τεμάχια και το κουτάκι τους ήταν σκούρο, ιδιόμορφο και περίεργο. Ήταν συρταρωτό και άνοιγε όταν τραβούσες το κάλυμμα προς τα πάνω. Δεν το θυμάσθε; Δεν πειράζει. Την άλλη όμως, τη «φουρέ», τη χοντρή, με το μπλε περιτύλιγμα και τις εικόνες με τα πολύχρωμα φρούτα, είναι αδύνατον να μην τη θυμάσθε… Σε κάθε κομματάκι της είχε γέμιση με γλυκό από διάφορα φρούτα που αφήναν στο στόμα το άρωμά τους μαζί με τη γλύκα της. Επίσης δεν ξέρω αν αγόρασες ποτέ με το χαρτζιλίκι σου εκείνα τα πλακίδια τα λεπτούλια, τα 4Χ6, που λιώνανε πάνω στη γλώσσα, αλλά ήταν αρκετά για να σου «γλυκάνουν το δόντι».

Θέλεις να σου μιλήσω και για τη σοκολάτα «Γκλόρια» της Θεσσαλονίκης με τη χορταστική γεύση, την κάπως άγρια υφή και το «καμπύλο» στο πάνω μέρος σχήμα της; Μαζί σου έδινε και εικόνες με τους ήρωες του ’21. Έτρωγες και μάθαινες την ιστορία σου, ανιστόρητε!

Εκτός και προτιμάς να σε πάω στην οδό Παπαρρηγοπούλου, στο νούμερο 9, που τώρα είναι πάρκινγκ, και που στο βάθος της στοάς ήταν η αποθήκη Φλόκα. Σήμα κατατεθέν της είχε μέσα σε κύκλο ένα κατάμαυρο… αραπάκι και οι κάθε είδους σοκολάτες της διεκδικούσαν την πρωτιά στα περίπτερα και τα μικρομάγαζα… Ήτανε τα χρόνια εκείνα ο ένας από τους δύο «μονομάχους» της αγοράς, χωρίς οι άλλες να είναι «κομπάρσοι», χωρίς σε κάτι να υστερούν, μια κι όλες είχαν τη δική τους έντονη προσωπικότητα, με τη «σφραγίδα» του καλλιτέχνη στη μακέτα του περιτυλίγματος. Ούτε το σχήμα τους ήταν πάντα ολόιδιο, αφού εκτός από τις πλακέ, υπήρχαν και οι κυλινδρικές, με στρογγυλά πλακίδια τυλιγμένα ένα ένα σε ασημόχαρτο, καθώς και οι «μινιόν», σε μικρογραφία των μεγάλων…

Πρόσθεσε τώρα και μιαν άλλη, τη σοκολάτα «Αστήρ», που τη συναντάμε σαν «πασχαλιάτικο αβγό» στα σούπερ μάρκετ ακόμη και στις μέρες μας. Είναι ιστορική και θέλω να πιστεύω πως δεν με απατά η μνήμη μου ότι το εργαστήριό της ήτανε στην Καλλιθέα, πλάι στο ζαχαροπλαστείο Δώριζα στη Δαβάκη, που τότε λεγόταν «οδός Δήμητρος». Αλλά και δίπλα στις όχθες του Ιλισσού, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού, ήταν μια άλλη γνωστή σοκολατοποιία, η «Ίρις». Ένας ισότιμος και αυτή ανταγωνιστής, με μεγάλη «γκάμα» σε σοκολάτες για «φάγωμα ή κέρασμα;» όπως έλεγε η κυρά Ντορίνα -Θεός σχωρέσ’ την- στο υποτυπώδες μίνι μάρκετ που διατηρούσε στη γειτονιά.

Όλες τους σιγά σιγά σβήσανε ή πέσανε σε ξένα χέρια και μοστράρονται όσες απέμειναν, χωρίς να μας θυμίζουν τίποτα από τα χρόνια της βασιλείας τους, εκτός από το χρώμα των… χαρτιών τους. Στη μεταπολίτευση της… βασιλείας αυτής, σοκολάτες έβγαλαν η ΕΒΓΑ, ο Λουμίδης και η «Μέλο», που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν. Αλλά για να επιστρέψουμε στο «τότε», προπολεμικά, μέσα στη συσκευασία βάζανε «χαρτάκια», που όταν συγκέντρωνες τον προβλεπόμενο αριθμό, έπαιρνες δώρο. Τα ωραιότερα ήταν της «Νεστλέ», πολύχρωμα, εικονογραφημένα με θέματα ποικίλα. Έδινε και ένα άλμπουμ που όταν το συμπλήρωνες μαζί με το δυσεύρετο «λογότυπό» της κέρδιζες ένα πολυτελές ρολόι χειρός, που όλοι το ονειρεύονταν. Και ο Παυλίδης για σύντομο διάστημα είχε παρόμοια χαρτάκια με αρχαιότητες, τυπωμένα μονόχρωμα μπλε και έπαθλο… μετοχές. Το άθλημα προσπάθησε να το αναστήσει η «Μέλο» τη δεκαετία του ’70, με άγνωστη συνέχεια.

Έτσι έχουνε τα πράγματα εν ολίγοις νοσταλγέ της… «φακής», που κατατρίβεσαι με τα επιφανειακά, αντί να προχωρήσεις στις λεπτομέρειες των θεμάτων που καταπιάνεσαι. Μιλάς, π.χ., για τα τότε ζαχαροπλαστεία και δεν στέκεσαι «προσοχή» μπροστά στη βιτρίνα μιας… πατισερί του καιρού μας, που συνήθως λεγόταν «Μερβέιγ» και ν’ αρχίσεις να προσκαλείς τις πάστες μία μία με το όνομά της. Ξεκίνα με τη «Mont blanc» και προχώρα με την «Γκατό οράνζ», την «Τρούφα», τη «Νουγκατίνα» και ακόμα τις «Σαβαρέν», το «Κορνέ», τους «Κορμούς» και τους «Μπαμπάδες». Άντε και τη «Σεράνο»…

Αλλά νομίζω πως εδώ πρέπει να ζητήσω συγγνώμη από τον… εαυτό μου, που έχασε την ώρα του μαζί σου… Αρκετά!


Σχολιάστε εδώ