ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΕ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΤΟ ΙΡΛΑΝΔΙΚΟ «ΟΧΙ»
Πολύ περισσότερο αν λάβουμε υπʼ όψιν μας δύο γεγονότα: Το πρώτο ότι η Ιρλανδία ήταν η μοναδική από τις 27 χώρες της ΕΕ που προσέφυγε στον λαό της για να εγκρίνει τη νέα Μεταρρυθμιστική Συνθήκη – κι αυτό το έπραξε λόγω συνταγματικών δεσμεύσεων κι όχι λόγω κάποιας ευαισθησίας, τη στιγμή που και οι 26 άλλες κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής, προτίμησαν να αναθέσουν στα Κοινοβούλιά τους την έγκριση της συνθήκης. Το δεύτερο γεγονός που υπογραμμίζει ότι κάτι σάπιο τελικά υπάρχει στο βασίλειο της Ευρώπης είναι ότι όχι μόνο τώρα, αλλά και στο παρελθόν, πριν από δύο ακριβώς χρόνια, το 2005, όταν το Ευρωσύνταγμα τέθηκε στην κρίση των λαών, έφαγε και τότε… μαύρο! Τότε ήταν η Γαλλία και η Ολλανδία που μας έσωσαν από έναν νέο καταστατικό χάρτη – Βίβλο του νεοφιλελευθερισμού. Κι αφού οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί είπαν «όχι», το κείμενο εκείνο τροποποιήθηκε, κατά πώς ισχυρίζονται οι Βρυξέλλες, για να τεθεί ξανά στην κρίση των λαών. Στην πραγματικότητα έμεινε απαράλλαχτο και γιʼ αυτόν τον λόγο, σε μια επίδειξη αυταρχισμού, τόσο η γαλλική όσο και η ολλανδική κυβέρνηση δεν το έθεσαν ξανά στη δοκιμασία της λαϊκής ψήφου, προβλέποντας ότι θα είχε και πάλι την ίδια τύχη, αλλά έβαλαν τα Κοινοβούλια να το ψηφίσουν. Ο ίδιος ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας, Βαλερί Ζισκάρ ντʼ Εστέν, που είχε και την ευθύνη για τη συγγραφή του πρώτου Συντάγματος, δήλωσε κατά λέξη πως «όλες οι προηγούμενες προτάσεις θα περιλαμβάνονται στο νέο κείμενο, αλλά θα είναι κρυμμένες και μεταμφιεσμένες κατά κάποιο τρόπο». Ενώ, βρετανικό ίδρυμα που ανέθεσε σε ομάδα στελεχών του να μελετήσει και να αντιπαραβάλει τα δύο κείμενα υπολόγισε ότι κατά 96% το Ευρωσύνταγμα που απορρίφθηκε επανήλθε αυτούσιο. Και γιʼ αυτό το λόγο στην Ιρλανδία απορρίφθηκε πανηγυρικά!
Οι λαοί λένε «όχι»
Φάνηκε λοιπόν ότι εκεί όπου το Ευρωσύνταγμα έφυγε από τα τέσσερα ντουβάρια των Κοινοβουλίων και τέθηκε στην κρίση των λαών καταψηφίσθηκε – τόσο το 2005 όσο και την Πέμπτη που μας πέρασε. Προλαβαίνοντας δε ενστάσεις που μπορεί να τεθούν εκ του πονηρού, είναι ανάγκη να διευκρινιστεί ότι η πράγματι χαμηλή συμμετοχή που παρατηρήθηκε στην Ιρλανδία (της τάξης του 52%) δεν σημαίνει το παραμικρό, γιατί πριν από αρκετά χρόνια, το 2002, όταν και πάλι οι Ιρλανδοί είχαν απορρίψει τη Συνθήκη της Νίκαιας και εν είδει τιμωρίας τότε οι Βρυξέλλες αποφάσισαν ότι πρέπει να ξαναψηφίσουν οι Ιρλανδοί, έτσι ώστε να τους υφαρπάξουν την ψήφο, στις κάλπες που στήθηκαν για δεύτερη φορά η συμμετοχή των Ιρλανδών κυμάνθηκε στο 49%. Πολύ χαμηλότερη δηλαδή από τώρα!
Το «όχι» των Ιρλανδών αποκτά τεράστια αξία αν πάρουμε υπʼ όψιν μας επίσης ότι προπαγανδιζόταν από το σύνολο του πολιτικού και επιχειρηματικού κόσμου. Υπέρ του «ναι» είχαν ταχθεί τα δύο κόμματα που απαρτίζουν τον κυβερνητικό συνασπισμό, τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης, μια πανίσχυρη Ιρλανδική Ένωση για την Ευρώπη, τα σημαντικότερα εργατικά συνδικάτα, επιχειρηματικές ενώσεις, κορυφαίοι ακαδημαϊκοί και άνθρωποι των επιχειρήσεων. Η μάχη δε που έδωσαν ήταν καθημερινή, άνθρωπο τον άνθρωπο και με τη βοήθεια πακτωλού χρημάτων που τάχθηκε σε όσες επαγγελματικές ομάδες και κοινωνικές κατηγορίες κρίθηκαν επίφοβοι να καταψηφίσουν. Από τα κοινοβουλευτικά κόμματα το μόνο που είπε επίσημα «όχι» ήταν το Σιν Φέιν, και παρʼ όλα αυτά το «όχι» αγκαλιάστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των Ιρλανδών, που εξέφρασαν έτσι τη δυσαρέσκειά τους για μια Ευρωπαϊκή Ένωση που έχει ταυτιστεί με τα παρατεταμένα προγράμματα λιτότητας, την ακρίβεια και το γκρέμισμα των εργατικών κατακτήσεων. Το κατόρθωμα των Ιρλανδών δεν ήταν πρωτοφανές, καθώς ένα αντίστοιχο προπαγανδιστικό τείχος, που συμπεριλάμβανε όχι μόνο τα δεξιά αλλά και τα σοσιαλιστικά κόμματα, τα οποία καλούσαν στην υπερψήφιση του «ναι», κατάφεραν να ξεπεράσουν πριν από τρία χρόνια τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Ολλανδοί.
Χάσμα μεταξύ λαών και ελίτ
Αυτό επομένως που προκαλεί εντύπωση είναι το τεράστιο χάσμα που χωρίζει πλέον τους λαούς της Ευρώπης από τις πολιτικές ελίτ, που επιμένουν να διαμορφώνουν αποφάσεις και να χαράζουν στρατηγικές, γράφοντας τους λαούς στα παλαιότερα των υποδημάτων τους και κάνοντας κατάχρηση των δικαιωμάτων που διαθέτουν – όπως άλλωστε έκρινε ότι μπορεί να πράττει και ο Κ. Σημίτης, αποκλείοντας τον λαό από κρίσιμες αποφάσεις! Στην πράξη πρόκειται για μια υποδειγματική περίπτωση κατάφωρης παραβίασης της λαϊκής θέλησης και καταστρατήγησης θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Το δραματικό ωστόσο είναι ότι κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να βγάλει τα απαραίτητα συμπεράσματα και να πάρει σοβαρά υπʼ όψιν του τη θέληση των λαών. Μοναδική εξαίρεση απετέλεσε ο υπουργός Εξωτερικών της Ιρλανδίας, που ήταν άλλωστε πολύ κοντά στον τόπο του εγκλήματος για να προσποιηθεί ότι ήταν γρατζουνιά. Λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος και της ήττας που δέχτηκε προχώρησε στις εξής πέρα για πέρα εύστοχες δηλώσεις: «Τα μαθήματα δεν αφορούν μόνο την Ιρλανδία αλλά όλη την Ευρώπη. Ενδεχομένως υπάρχει μια διάσταση μεταξύ της Ευρώπης και των λαών της, ανάμεσα στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τους λαούς». Όλοι οι υπόλοιποι πολιτικοί ηγέτες αντίθετα επέλεξαν να γυρίσουν την πλάτη τους στο ιρλανδικό λαό, λέγοντάς του ούτε λίγο ούτε πολύ πως αδιαφορούν για την ψήφο του και δεν πρόκειται να την πάρουν στα σοβαρά. Πρώτος απʼ όλους ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μανουέλ Μπαρόζο, που έσπευσε να δηλώσει ότι «η συνθήκη είναι ζωντανή και θα πρέπει να συνεχίσουμε», εννοώντας τις διαδικασίες επικύρωσης που συνεχίζονται ακόμη στα εθνικά κοινοβούλια, καθώς 18 μόνο έχουν μέχρι στιγμής ολοκληρώσει τη διαδικασία. Το ίδιο ζήτησαν αμέσως μετά και οι ηγέτες της Γαλλίας και Γερμανίας, Νικολά Σαρκοζί και Άνγκελα Μέρκελ, σε κοινό ανακοινωθέν που εξέδωσαν, συμπληρώνοντας επίσης ότι πιθανόν η Ιρλανδία να μείνει η μοναδική χώρα που δεν θα έχει επικυρώσει τη συνθήκη.
Κουρελόχαρτο η συνθήκη
Έτσι, οι ευρωπαϊκές ελίτ στέλνουν στις ελληνικές καλένδες την αρχή της ομοφωνίας για να σώσουν την ίδια τη συνθήκη, που πλέον δεν υπάρχει αμφιβολία πως στα μάτια των λαών είναι εντελώς απονομιμοποιημένη, χωρίς το παραμικρό κύρος. Γεγονός εξαιρετικά θετικό, στον βαθμό που η Μεταρρυθμιστική Συνθήκη, καταργώντας την αρχή της ομοφωνίας και το δικαίωμα του βέτο που υπήρχε ανέκαθεν για να θωρακίζει τα εθνικά δικαιώματα των μικρών κρατών – μελών και μειώνοντας τα μέλη της Κομισιόν, μεταξύ πολλών άλλων, συνιστά σοβαρή οπισθοδρόμηση.
Το τι θα συμβεί για να ξεπεραστεί το ιρλανδικό «όχι» θα αποφασιστεί στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ που θα συνέλθει την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή στις Βρυξέλλες. Θεωρείται πολύ πιθανό η «τιμωρία» που θα επιβληθεί στους Ιρλανδούς να είναι οι επαναληπτικές κάλπες μέχρι να βαρεθούν να ψηφίζουν «όχι» και τελικά να ψηφίσουν «ναι». Κάτι τέτοιο, όσο κι αν ακούγεται γελοίο ή απλώς ολοκληρωτικής νοοτροπίας μέτρο, έχει εφαρμοστεί στο παρελθόν όχι μόνο στην Ιρλανδία, αλλά και στη Δανία. Δοκιμασμένη συνταγή… Δεν αποκλείεται επίσης να υπογραφεί ένα πρωτόκολλο που σε τυπικό επίπεδο να δίνει τη δυνατότητα εφαρμογής της Μεταρρυθμιστικής Συνθήκης, αφήνοντας την Ιρλανδία εκτός νυμφώνος…
Σε κάθε περίπτωση το μόνο σίγουρο είναι πως ξεκινάει μια νέα περίοδο βαθιάς κρίσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα μειώσει την εμβέλειά της στους ευρωπαϊκούς λαούς και θα επιτείνει τις φυγόκεντρες τάσεις.