Κινήθηκε μεταξύ δύο πατρίδων και δύο κόσμων και τους γεφύρωσε… Γι’ αυτό υπήρξε μοναδικός

Οι διφορούμενες αναφορές του βιβλίου, με έντονο απαξιωτικό χρώμα, για τα ενδιαφέροντα και τις προτεραιότητες του Ανδρέα κατά την περίοδο που δίδασκε στο Μπέρκλεϊ προκάλεσαν επικριτικά σχόλια των ομιλητών που είχαν προσκληθεί να παρουσιάσουν το βιβλίο και κυρίως, όπως ήταν αναμενόμενο, στελεχών του Κινήματος. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η αντίδραση της Λούκας Κατσέλη στην απόπειρα αποδυνάμωσης του Ανδρέα της Αμερικής, εμφανίζοντας έναν Ανδρέα ανθέλληνα και ως μύθο τα περί της αξίας του ως καθηγητή στο Μπέρκλεϊ.

Αλλά και ο Ευάγ. Βενιζέλος, με μια επιτυχή διπλωματική τρίπλα, απέφυγε να μπει στα παρεξηγήσιμα μονοπάτια του βιβλίου και τόνισε ότι «ο αληθινός Ανδρέας Παπανδρέου είναι όπως τον προσέλαβε και τον διαμόρφωσε η συλλογική μνήμη των Ελλήνων, δηλαδή η ιστορία του τόπου αυτού». «Ο αληθινός Ανδρέας Παπανδρέου είναι ο ιστορικός Ανδρέας Παπανδρέου, όχι ο προσωπικός ή ιδιωτικός Ανδρέας Παπανδρέου», είπε χαρακτηριστικά.

Οι ερεθιστικές αναφορές του βιβλίου ήταν ίσως αυτές που υποχρέωσαν τον μεν κ. Βενιζέλο να προσπαθήσει να υπερκεράσει τη συζήτηση με αναγωγές στη συνολική αποτίμηση του φαινομένου Ανδρέας Παπανδρέου στη συνείδηση του ελληνικού λαού, τη δε κ. Κατσέλη να αποδυθεί σε μια προσπάθεια αποδόμησης του ίδιου του βιβλίου και της αξιοπιστίας των πληροφοριών.

Στην παρουσίαση του βιβλίου, που έγινε την περασμένη Δευτέρα, πήραν επίσης μέρος ο πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας Διαμαντής Πεπελάσης, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος και ο διευθυντής της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» Αντώνης Παπαγιαννίδης.

Αξίζει τον κόπο η δημοσίευση των απόψεων που εξέφρασε κατά την παρουσίαση η Λούκα Τ. Κατσέλη, παλιά και στενή συνεργάτις του Ανδρέα, γιατί αποτελούν μια διαφορετική ανάγνωση του βιβλίου του Γ. Λακόπουλου.

Ο αντίλογος της κ. Κατσέλη

«Αν ο συγγραφέας είχε αναζητήσει άλλες πηγές, θα έβλεπε π.χ. ότι το 1952, στη Μινεσότα, μαζί με τον Leonid Hurwit, που μοιράστηκε το 2007 το Νόμπελ Οικονομικών, συστήνουν μια επιτροπή καθηγητών για την υποστήριξη του δημοκρατικού υποψηφίου για την Προεδρία Αντλάι Στίβενσον που χάνει το χρίσμα από τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Ήταν ο Ανδρέας τόσο ανίδεος όσο παρουσιάζεται στο βιβλίο όσον αφορά διαχειριστικά θέματα και ζητήματα προσωπικού ώστε ως πρόεδρος Τμήματος να προσλαμβάνει χωρίς περιορισμό νέους συναδέλφους, με αποτέλεσμα τη δυσαρέσκεια των οικονομικών υπηρεσιών (σελ. 88-89) και του προέδρου του ΔΣ του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας; Δύσκολο να πιστέψει κανείς αυτήν την εκδοχή.

Το πιο πιθανό είναι ότι η όποια σύγκρουση έγινε λόγω της επιμονής του Ανδρέα να προσελκύσει, με ελκυστικές προσφορές, ανερχόμενα αστέρια στο Μπέρκλεϊ, όπως τον Dan Mc Fadden, που κι αυτός έλαβε το Νόμπελ το 2000, ή τον Roy Radner, πράγμα που, όπως και σήμερα συμβαίνει, δημιούργησε αντιζηλίες και ρήγματα. Αντίθετα, είναι γνωστό ότι ο λόγος για τον οποίον προσελήφθη ο Ανδρέας στο Μπέρκλεϊ ήταν για να επιλύσει βαθύτατες πολιτικές διαφορές μέσα στο Τμήμα του, που είχαν δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων μεταξύ των μελών ΔΕΠ την εποχή του Μακαρθισμού και της ένορκης υπογραφής εναντίον του κομμουνισμού που ετίθετο ως προϋπόθεση πρόσληψης στο πανεπιστήμιο. Γίνεται γνωστός μάλιστα για την ικανότητά του να γεφυρώσει τα ρήγματα που υπήρχαν και να συγκροτήσει μια συμπαγή ομάδα. Γι’ αυτό άλλωστε του είχε αποδοθεί και η ονομασία «ο στρατηγός». Ο ίδιος ο πρόεδρος του ΔΣ του Πανεπιστημίου, Κλαρκ Κερ, σε συνέντευξή του με τον Σπύρο Draenos, που επιμελείται τη βιογραφία του Ανδρέα, αναφέρεται στο γεγονός ότι ποτέ δεν ανέτρεψε τις επιλογές του ως προς τις προσλήψεις που έκανε.

Είναι επομένως δύσκολο να συμμερισθεί κανείς την άποψη που διατυπώνεται στο βιβλίο αργότερα, ότι οι συνεργάτες του έχουν αδιευκρίνιστες αρμοδιότητες και ότι ο Ανδρέας αδυνατεί να τις διαχειριστεί αποτελεσματικά, μη αντιλαμβανόμενος τι επιδιώκουν (σελ. 184).

Ο Ανδρέας στο Μπέρκλεϊ ήταν αναπόσπαστο μέλος της ομάδας των Άριστων και πλέον Έξυπνων (Best and the Brightest) που στοιχήθηκαν αργότερα γύρω από τον Πρόεδρο Κένεντι.

Ο Α. Παπανδρέου επομένως δεν ήταν απολιτικός. Δεν έβρισκε ίσως χρόνο για την ελληνική κοινότητα του Αγίου Φραγκίσκου και δεν τον συγκινούσαν οι αμιγώς ελληνικές συγκεντρώσεις, όχι γιατί ήταν χαμένος στην επιστήμη του, «προτιμώντας να γράφει με τη γραφομηχανή του στο υπόγειό του και να βλέπει ταινίες με περιπέτειες στον κινηματογράφο», αλλά γιατί συμμετείχε ενεργά στο δίκτυο αμερικανών προοδευτικών διανοουμένων της χώρας υποδοχής του. Η άποψη ότι «ό,τι δεν είχε σχέση με τη δουλειά του στο πανεπιστήμιο δεν τον συγκινούσε» και ότι «ήταν οικονομολόγος και τίποτε άλλο δεν προκαλούσε το ενδιαφέρον του» (σελ. 44) δεν φαίνεται να τεκμηριώνεται από άλλες μαρτυρίες.

Η πρώτη ουσιαστική επάνοδός του στην Ελλάδα, αν εξαιρέσει κανείς το σύντομο ταξίδι του 1953, πραγματοποιείται το 1959. Θα διαρκέσει ενάμιση περίπου χρόνο. Αφορμή μια υποτροφία από το Fullbright για να μελετήσει το γιουγκοσλαβικό οικονομικό μοντέλο. Μια πρακτική πολύ συνηθισμένη για ξένους ακαδημαϊκούς στα αμερικανικά πανεπιστήμια που αναζητούν τρόπους να γυρίσουν στη χώρα τους για λίγο χωρίς δέσμευση.

Δεν είμαι σίγουρη αν η εκτίμηση του Γιώργου ότι στην πραγματικότητα πήρε την υποτροφία για να απομακρυνθεί για ένα διάστημα από το Μπέρκλεϊ (σελ. 91) είναι σωστή. Από προσωπική μου εμπειρία, η επανασύνδεση με τον τόπο καταγωγής είναι κυρίαρχο κίνητρο για έναν πανεπιστημιακό που διαπρέπει στο εξωτερικό. Στη δική μου παρέα, στις αρχές του ’70, αποτελούσε το μόνιμο ερώτημα: πότε γυρίζουμε; Το αποκαλούσαμε: «ερώτημα 13». Αφού είχαμε εξαντληθεί κουβεντιάζοντας όλα τα άλλα θέματα της επικαιρότητας, τα άλλα 12 ερωτήματα, γυρίζαμε πάντα στο καυτό «13ο ερώτημα» που έμενε πάντα αναπάντητο: πότε γυρίζουμε στην Ελλάδα;

Η σχέση του Ανδρέα με τον πατέρα του δεσπόζει στο βιβλίο. Όπως και η ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα που είχε για την κ. Σοφία. Ο Γιώργος παρουσιάζει τον Γέρο να αποζητά την επαναπροσέγγιση με τον Ανδρέα και την οικογένεια, να πιέζει για τη μόνιμη επιστροφή του στην Ελλάδα, να κινείται ώστε να διαμορφωθούν οι κατάλληλοι όροι παραμονής του, να μεθοδεύει τη μελλοντική εμπλοκή του στην πολιτική. Μπορεί να είναι έτσι. Έχω αμφιβολία όμως ότι θα του είπε ποτέ: «Σκέψου πόσοι άνθρωποι θα έρθουν στην κηδεία σου αν μείνεις καθηγητής και πόσοι αν είσαι πολιτικός» (σελ. 97). Είμαι σίγουρη όμως, γνωρίζοντας τον Ανδρέα, ότι η απόφασή του να επιστρέψει πίσω δεν είναι αποτέλεσμα της «αποστροφής του από την πολιτική» (σελ. 97). Ούτε πιστεύω ότι «ούτε μια φορά δεν έκανε τον παραμικρό συσχετισμό με τα πολιτικά πράγματα της χώρας». Απλώς πιστεύω ότι όλες οι διεργασίες ήταν εσωτερικές. Ο Ανδρέας, με το θηλυκό του μυαλό, παρατηρούσε, δοκίμαζε τα νερά, και τις αντοχές του. Έκανε αναγνώριση πεδίου. Ο Ανδρέας ήταν κατά βάση πολύ κλειστός και ευαίσθητος. Η σχέση με τον πατέρα του και αυτό που εισέπραξε ως απόρριψη υπήρξε καθοριστική.

Θα ήθελα να διηγηθώ ένα προσωπικό στιγμιότυπο. Στις 21 Μαρτίου 1985, μετά την παρουσία του ως μάρτυρα στον πολιτικό γάμο μας με τον Γεράσιμο, πήγαμε για φαγητό στο σπίτι της μητέρας μου, της ηθοποιού Αλέκας Κατσέλη, στη Ν. Σμύρνη. Ο Ανδρέας, μπαίνοντας στο σπίτι και αντικρίζοντας τη μητέρα μου, αντί άλλης κουβέντας ή τυπικών συγχαρητηρίων, ρωτάει: «Αλήθεια Αλέκα, πες μου, ήταν η Κυβέλη τόσο μεγάλη ηθοποιός όσο την κάνουν;».

Η χαρά του γάμου τον οδηγεί πίσω στα δικά του βιώματα…

Η επιστροφή του στην Αμερική, στην άλλη του πατρίδα, δεν ήταν κατά την άποψή μου η απόρριψη της Ελλάδας, αλλά η αρχή της επανόδου του. Αν και δεν το έχω συζητήσει ποτέ μαζί του, μόνο το γεγονός ότι καταθέτει με τον Καρλ Κάισεν την πρόταση για τη σύσταση του Ιδρύματος Οικονομικών Ερευνών, ενώ έχει αποφασίσει να επιστρέψει στην Αμερική, αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι γράφεται στη σελίδα 96. «Ότι πολλά τον συνέδεαν με τη μεταπολεμική Ελλάδα».

Σε μια εποχή όμως έντονης ρευστότητας και πολιτικοποίησης, με καθοριστική παρουσία του Γέρου στο πολιτικό προσκήνιο, ο Ανδρέας αναζητεί τον δικό του χώρο έκφρασης και δράσης. Θέλει να διαμορφώσει όρους επιστροφής που θα ανταποκρίνονται στα δικά του προτάγματα και προτεραιότητες, στη δική του αυθύπαρκτη οντότητα. Αυτό που φαντάζει ως πισωγύρισμα ή ως αντιφατική συμπεριφορά σε κάποιους, ίσως δεν ήταν τίποτα άλλο, κατά τη γνώμη μου, από τη διερεύνηση των εναλλακτικών δρόμων που θα οδηγούσαν στη λύση του προβλήματος, στην καταφατική απάντηση του «ερωτήματος 13».

Είναι γι’ αυτό που όταν βρίσκει τη λύση ενθουσιάζεται, κάνει σχέδια και μιλάει με πάθος για την Ελλάδα (σελ.105). Η όποια Κατερίνα στον δρόμο του δεν είναι η αιτία της επιστροφής του, αλλά το αποτέλεσμα της επίλυσης των εσωτερικών του διεργασιών, των ειλημμένων αποφάσεών του. Τότε είναι, στις αρχές του 1960, που με αφορμή την προετοιμασία του Κέντρου φτιάχνει το πρώτο δίκτυο συνεργατών του, με τον Απόστολο Λάζαρη, τον Δημήτρη Κουλουριάνο, τον Γεράσιμο Αρσένη. Σ’ αυτούς θα στηριχθεί μετά από 20 χρόνια στα πρώτα βήματα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Με το ίδιο πάθος που έκτισε το Τμήμα στο Μπέρκλεϊ, κτίζει το ΚΕΠΕ. Μπαίνει στην ελληνική πολιτική μέσω της δημόσιας πολιτικής, μέσω δηλαδή των ιδεών, των μελετών και των προτάσεων και όχι μέσω του κομματικού μηχανισμού της Ένωσης Κέντρου.

Η διάσταση και σύγκρουση μεταξύ όσων, συνήθως απέξω, μπαίνουν στην πολιτική για να διαμορφώσουν την πολιτική ατζέντα με τις ιδέες και τις προτάσεις τους και όσων μπαίνουν στην πολιτική μέσω εσωτερικών κομματικών μηχανισμών αποδεικνύεται σταθερά παράμετρος της ελληνικής πολιτικής ζωής μέχρι τις ημέρες μας. Γι’ αυτό δεν είναι περίεργο ότι ό Ανδρέας δεν αισθάνεται άνετα μπροστά στον Γέρο όταν τον πιέζει για μια πιθανή πολιτική ανάμειξη.

Ούτε ότι στην Ελλάδα μεταμορφώνεται σε «εμπειρικό οικονομολόγο που τον απασχολούν οι θεσμοί, η ΕΟΚ, ο εκσυγχρονισμός της Ελλάδας». Ο Ανδρέας, ως κατεξοχήν intellectual, παίζει με ιδέες, γοητεύεται από επιχειρήματα και απ’ αυτούς που τα εκφέρουν ακόμα και όταν δεν συμφωνεί.

Αυτό όμως ήταν και το συγκριτικό πλεονέκτημα του Ανδρέα: υπήρξε ο ακαδημαϊκός, αλλά και ο άνθρωπος της δράσης. Καταξιώθηκε στο εξωτερικό και κινήθηκε στην παρέα της αμερικανικής ακαδημαϊκής ελίτ, αλλά συνδέθηκε στενά με τον απλό Έλληνα που τον αισθάνθηκε δικό του. Έκανε πέρα στενούς φίλους και φέρθηκε συχνά άδικα και παρορμητικά σε ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα του. Μερικούς μάλιστα τους έδιωξε ή και τους «έθεσε εκτός Κινήματος». Αλλά ποτέ δεν υπήρξε άφιλος ή σκληρός. Ήταν πάντα έτοιμος να πει «mea culpa» και να επανασυνδεθεί με τους ανθρώπους τους οποίους εκτιμούσε και πίστευε.

Ο Ανδρέας δεν κινήθηκε μόνο μεταξύ δύο πατρίδων, της Αμερικής και της Ελλάδας, αλλά μεταξύ δύο κόσμων: του κόσμου των ιδεών και των ανοικτών οριζόντων και του κόσμου της πολιτικής δράσης και οργάνωσης. Γεφύρωσε αυτούς τους δύο κόσμους όσο κανείς άλλος. Γι’ αυτό υπήρξε μοναδικός».


Σχολιάστε εδώ