Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Έτσι μια παλιά διαφήμιση εγγλέζικων τσιγάρων και συγκεκριμένα μιας μάρκας που από πολλά χρόνια δεν υπάρχει πια, της «Craven A», με επιστόμιο από φελλό, ξύπνησε μνήμες, που κοιμόνταν μακαρίως, για να με μεταφέρουν σε μια εποχή που πιθανόν να χαρακτηρίζεται σαν «αξέχαστη», αλλά που σίγουρα θα ήταν ξεχασμένη αν δεν φρόντιζε ο χερ προφέσορ να δουλέψει το ξυπνητήρι του.

Η διαφήμιση αυτή μ’ έφερε στις πρώτες μέρες του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν κουτσά στραβά προσαρμοστήκαμε εκόντες άκοντες στον καινούργιο τρόπο ζωής. Άρχισε να καταφτάνει τότε η πρώτη βρετανική στρατιωτική βοήθεια, από λίγους πιλότους της RAF στην αρχή, μαζί με το βοηθητικό προσωπικό εδάφους, που στις ελεύθερες ώρες τους εσύχναζαν στα αθηναϊκά «στέκια» και κυρίως στις μπιραρίες, όπου γίνονταν ενθουσιωδώς δεκτοί όταν εμφανίζονταν. Τότε εισπνεύσαμε για πρώτη φορά με την ψυχή μας «ντουμάνι» από καπνό εγγλέζικου τσιγάρου, με τη χαρακτηριστική, την έντονη και όμορφή του μυρωδιά. Μάθαμε τα ιστορικά «Three three’s», το «Navy cut» με το ναυτάκι, τα 555, το κόκκινο «Craven A», το πράσινο «Capstan» και τέλος το ολόλευκο «Senior service». Τα κουτιά τους ήταν πλακέ κασετίνες συρταρωτές, χωρισμένες σε δύο δεκάδες, αλλά υπήρχαν και πακέτα μικρά των 10 σιγαρέττων. Παρένθεση: Ίσως πολλοί διερωτηθούν πώς είναι δυνατόν να τα θυμάμαι όλα αυτά. Είναι απλή η εξήγηση: Οι ίδιες μάρκες κυκλοφόρησαν και μετά την απελευθέρωση «ημινόμιμα» και μ’ αυτές έγινε η μύηση και εγγραφή μου στο διεθνές κλαμπ των… καπνιστών. Κλείνει η παρένθεση

Δεν ήταν προπολεμικά η Αθήνα η Εδέμ του παραδείσου. Ήταν απλώς μια πόλη που προσπαθούσε να γίνει «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των μεγαλουπόλεων της Ευρώπης. Τα είχε όλα! Και κτίρια όμορφα, και λιγοστές ηλεκτρικές κουζίνες, και πιο λιγοστά ψυγεία πάγου, και ελάχιστα ραδιόφωνα. Είχε επίσης κίτρινα μοντέρνα λεωφορεία και… μοντερνότερα τραμ, εξίσου κίτρινα, χωρίς το κλασικό «καμπανάκι», αλλά με στρίγγλες κόρνες και, το χειρότερο, είχανε πόρτες υδραυλικές, κατάκλειστες, που δεν μπόραγες να σκαρφαλώσεις εν κινήσει, όπως στα πράσινα με τον εξώστη. Είχε και λεωφορεία «ανταγωνιστικά» με σοβαρό γκρίζο χρώμα και εισπράκτορες που έφερναν λιγάκι προς το… «κουτσαβακίστικο».

Εξυπηρετούσαν τις «εστρωμμένες γραμμές», όπως ονόμαζε το υπουργείο Συγκοινωνιών τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Επίσης είχε «άρτον και θεάματα». Και τα μεν θεάματα ήταν πλειάδα θεάτρων και βαριετέ, με επικεφαλής τη «Μάντρα του Αττίκ», τον δε άρτον εζύγιζαν σχολαστικά οι φουρναραίοι και συμπλήρωναν το ζύγισμα με μια τσόντα ψωμί για να ‘ρθει η παλάντζα στα ίσα της, επειδή στη γωνία καραδοκούσε ο, κατά τον Καρυωτάκη, «αστυνόμος που διπλώνει για να ζυγίσει μια ελλιπή μερίδα».

Κατά τ’ άλλα η ζωή μας ήταν καλοκουρδισμένη. Όταν κρυώναμε τον χειμώνα, ζεσταινόμασταν με ένα μαγκάλι ή με μια σόμπα που δούλευε με ξύλα ή ανθρακίτη, το δε καλοκαίρι κατασκηνώναμε στο Καβούρι, στο Πόρτο Ράφτη, στη Λούτσα και στο Μεγάλο Πεύκο.

Αξέχαστες καλοκαιριάτικες νύχτες στρωματσάδα στην αυλή ή στην ταράτσα. Έβλεπες τα πεφταστέρια κι έκανες ευχές που δεν εκπληρώθηκε καμιά ποτέ της… Ερχόντανε μπουλούκι το καλοκαίρι περιηγητές Αιγυπτιώτες να δροσιστούνε στην… Αθήνα και μας μακάριζαν που ζούσαμε στη «Γη της Επαγγελίας». Και το κυριότερο, μάθαμε να χρησιμοποιούμε τις «διαβάσεις πεζών» που τις καθόριζαν μπρούτζινα καλογυαλισμένα καρφιά, σαν τα πιατάκια του καφέ, μπηγμένα καταμεσής στην άσφαλτο.

Και ξαφνικά ένα πρωινό του Οκτωβρίου, επειδή «ούτως έδοξεν» σ’ έναν μεγαλομανή κύριο, μόνιμο κάτοικο Ρώμης, βρεθήκαμε μπλεγμένοι και εμπόλεμοι…

Ταρακουνηθήκαμε είναι η αλήθεια τις πρώτες μέρες, αφού στα καλά καθούμενα άλλαζε η ζωή μας. Πρώτα πρώτα η πόλη έπρεπε να ζει στο σκοτάδι. Σκεπάστηκαν τα παράθυρα με εκείνες τις μπλε κόλλες που ντύναμε τα τετράδιά μας, ενώ προηγουμένως κολλήσαμε στα τζάμια ταινίες «χιαστί» και εφοδιαστήκαμε με φακούς τσέπης, σαν εκείνους που είχανε οι… ταξιθέτριες. Έπρεπε ακόμη να προσέχουμε το βράδυ μη μας παρασύρει κανένα από τα λιγοστά αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν, επειδή κι αυτά είχανε τα φώτα τους καλυμμένα και μονάχα από μια ελάχιστη σχισμή αφήνανε να βγαίνει ένα φως αναιμικό, όχι για να βλέπει μπροστά του ο οδηγός, αλλά κυρίως για να ξεχωρίζει ο πεζός τον… χάρο που ‘ρχόταν καταπάνω του υπό τη μορφή… τροχοφόρου. Και φυσικά το καλύτερο ήταν που τα σχολεία διακόψανε τα μαθήματά τους. Βέβαια, υπήρχαν κάθε τόσο και οι συναγερμοί. Πότε τη μέρα και πότε μας ξύπναγαν τη νύχτα οι σειρήνες. Αλλά είχε πάρει τέτοια τροπή ο πόλεμος που τους αψηφούσαμε τελείως. Την περίοδο αυτή οι γαλλομαθείς και… γαλλοτραφείς Αθηναίοι αναμασούσαν τα συνθήματα που ελέγοντο εν… Παρισίοις στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη μαχητική τους έξαρση με το ρητό: «A la guerre, comme a la guerre», που ξεστομίζανε με στόμφο σε κάθε ευκαιρία…

Βέβαια αυτό το «στον πόλεμο, όπως στον πόλεμο» ήτανε μια «σκέτη μπούρδα», όπως θα έλεγε και κάποια ψυχή, εν πάση περιπτώσει το επαναλάμβαναν κατά κόρον. Και αυτό επειδή, ως γνωστόν, προπολεμικά η πτωχή Ελλάς επλούτιζε τη μόρφωση των γόνων της με γλωσσομάθεια για να είναι όσο το δυνατόν πιο προσαρμοσμένοι στον τρόπο ζωής των… αυτοκρατοριών. Έτσι όσοι ονειρεύοντο να δούνε τα τέκνα τους εμπόρους, ναυτικούς ή… μετανάστες, τους εμάθαιναν αγγλικά. Όσοι πάλι τους θέλανε γιατρούς, μηχανικούς ή δικηγόρους, τους έβαζαν να μάθουν γερμανικά και λοιδορούσαν τους προηγούμενους αποκαλώντας τους «μαουνιέρηδες» και τέλος τους υπόλοιπους τους μάθαιναν γαλλικά που ήταν διεθνής γλώσσα. Ειδικώς η θυγατέρα, για να θεωρείται νύφη «πολύφερνος», έπρεπε τις… προικώες λίρες να συνοδεύουν το πιάνο και τα γαλλικά…

Αλλά για να γυρίσουμε στην «πολεμική Αθήνα», όσο περνούσε ο καιρός αυξάνονταν οι βρετανικές δυνάμεις που απαρτίζονταν κυρίως από… Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς, με τα χαρακτηριστικά πλατύγυρα καουμπόικα καπέλα που ξέραμε από τις σχετικές προπολεμικές ταινίες τού ακαταμάχητου Έρολ Φλιν. Χειροκροτούσαμε από τον εξώστη και ύστερα το ρίχναμε στο «στεκαμάν» με την παρέα στη γειτονιά… Με την άφιξή τους οι Άγγλοι επιτάξανε τον Ιππόδρομο Φαλήρου και εγκατέστησαν την επιμελητεία τους, όπου και αποθήκευσαν όλα τους τα… καλούδια. Αλλά αποχωρώντας από την ηπειρωτική Ελλάδα, ελάχιστες ημέρες προ της καταλήψεως της πρωτεύουσας από τους Γερμανούς, εγκατέλειψαν όλα τους τα υπάρχοντα και οι αποθήκες αυτές, που ήσαν το «Κέρας της Αμάλθειας» για τον κοσμάκη, λεηλατήθηκαν αγρίως. Και έβλεπες να ανηφορίζουν απ’ όλες τις μεριές κάρα, χειράμαξα, «σούστες», αλλά και πεζοί που αγκομαχούσαν φορτωμένοι με ένα κασόνι στον ώμο, μεταφέροντας τη λεία τους.

Σε λίγες ώρες δεν απέμεινε ούτε ψίχουλο απ’ όσα θα έτρεφαν ολόκληρο στράτευμα. Τότε γευτήκαμε για πρώτη φορά το κορν μπιφ, τις πλακέ, όμοιες με μπισκότο, γαλέτες, τις επιλεγόμενες στη στρατιωτική ορολογία «διπυρίτης άρτος» και τέλος κονσέρβες με κρέας και ζαρζαβατικά, κάτι σαν «μπριάμι» και την επιγραφή (αν θυμάμαι) «Irish stew». Τα τρόφιμα αυτά κράτησαν πολλούς ανθρώπους στη ζωή τον χειμώνα που σε λίγους μήνες θα ερχότανε αμείλικτος…


Σχολιάστε εδώ