Επτά μέτρα – «ασπιρίνες» για τις επτά «πληγές» της ακρίβειας
Γιατί, όπως έχει επισημανθεί πολλές φορές στη στήλη αυτή, κορυφαίο σύμπτωμα των πληγών αυτών είναι η ακρίβεια που ταλανίζει τα ελληνικά νοικοκυριά κυρίως μετά το 1973. Δυστυχώς, όμως, όλα αυτά τα χρόνια όχι μόνο δεν γίνεται τίποτε σχεδόν για να «επουλωθούν» αυτές οι «πληγές», αλλά και «ξύνονται» κιόλας από την οικονομική πολιτική, από αποφάσεις και μέτρα και παραλείψεις που «μπουκώνουν» τον πληθωρισμό ή δημιουργούν «αντάρα», την οποία αξιοποιούν καταλλήλως οι «λύκοι» της αγοράς, οι κερδοσκόποι. Χαρακτηρίσαμε ως «ασπιρίνες» και τα μέτρα αυτά, διότι δεν αφορούν όλο το πυρακτωμένο από διάφορους παράγοντες υπόβαθρο της ακρίβειας. Οι παράγοντες αυτοί είναι ενδογενείς (οικονομική πολιτική) και εξωγενείς (ακραία καιρικά φαινόμενα, αύξηση ρεκόρ των διεθνών τιμών πετρελαίου, διεθνής κρίση στον τομέα των τροφίμων κ.λπ.).
Οι επτά αυτές «πληγές» της ακρίβειας στη χώρα μας είναι οι ακόλουθες:
Πρώτη πληγή: Η ενίσχυση πληθωριστικού ψυχολογικού κλίματος με τις συνεχείς προαναγγελίες από κόμματα, καταναλωτικές οργανώσεις και μέσα μαζικής επικοινωνίας για «νέο κύμα ακρίβειας», για «φωτιά στις τιμές». Με τις προαναγγελίες αυτές δεν γίνεται τίποτε άλλο από το να ρίχνουμε νερό στον μύλο της ακρίβειας, δημιουργούμε «αντάρα» και προετοιμάζουμε ψυχολογικά τον κερδοσκόπο για να την αξιοποιήσει προεξοφλώντας τις αυξήσεις που αναγγέλλονται ή «φουσκώνοντας» τις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών που επηρεάζονται από αυτές. Είναι προφανές ότι, αν είχαν επαληθευτεί όλες αυτές οι προαναγγελίες για «νέο κύμα ακρίβειας» και «για φωτιά στις τιμές» όλα αυτά τα τελευταία δέκα κυρίως χρόνια, τα ελληνικά νοικοκυριά θα είχαν «κατακλυστεί» ή «πυρποληθεί»! Η επισήμανση αυτή δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ακρίβεια. Η ακρίβεια είναι συμφυής με το ελληνικό νοικοκυριό όλα σχεδόν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Και για τον λόγο αυτό πρέπει να παρουσιάζεται η πραγματικότητα, χωρίς υπερβολές για να μην πυρακτωθεί ακόμη περισσότερο το πληθωριστικό υπόβαθρο. Αναφέρουμε ως παράδειγμα τα τελευταία στοιχεία της Eurostat για τις μεταβολές των τιμών προϊόντων στην Ελλάδα, την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ τον περασμένο Απρίλιο σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2007. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι στη χώρα μας υψηλότερες αυξήσεις σε σχέση με τις αντίστοιχες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ζώνη του ευρώ σημειώθηκαν στο ψωμί και τα σιτηρά (κατά 14,8%, έναντι 10,7% και 9,2% στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα), στα ψάρια και τα θαλασσινά (κατά 4,1%, έναντι 3,3% και 3,1% στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα), στα φρούτα (κατά 11,4%, έναντι 10,7% και 8,2% στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα), στα λαχανικά (κατά 6%, έναντι μείωσης κατά 1,2% και 2% στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα) και στη ζάχαρη, τις μαρμελάδες και τις σοκολάτες (κατά 4,4%, έναντι 4,2% και 4,1% στην ΕΕ και στη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα). Αντίθετα, στη χώρα μας καταγράφηκαν χαμηλότερες αυξήσεις στο κρέας (κατά 2,6%, έναντι 4,1% και 3,6% στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα), στο γάλα, τα τυριά και τα αυγά (κατά 8,1%, έναντι 14,9% και 14,4% στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα) και στα έλαια και τα λίπη (κατά 5,8%, έναντι 13,2% και 8,3% στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ αντίστοιχα).
Πληγή δεύτερη: πλημμελείς κοστολογικοί έλεγχοι στη διαμόρφωση της ψαλίδας των τιμών κατά τη διαδρομή από την παραγωγή στον τελικό καταναλωτή. Οι έλεγχοι αυτοί πρέπει, για τη διασταύρωση, να επεκτείνονται μέχρι τη «ρίζα» των προϊόντων για τα οποία ζητούνται αυξήσεις από τις επιχειρήσεις από το υπουργείο Ανάπτυξης. Πρόκειται για ένα σημαντικό στοιχείο που μόνο ενδελεχείς κοστολογικοί έλεγχοι μπορούν να το αξιοποιήσουν.
Πληγή τρίτη: μακροοικονομικοί παράγοντες. Ο μόνιμα σε σχετικά υψηλά επίπεδα πυρήνας του πληθωρισμού οφείλεται σε μακροοικονομικούς παράγοντες, που συνδέονται με τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, τους υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κόστους παραγωγής και, φυσικά, στις μη ικανοποιητικές συνθήκες ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές. Έτσι, η διαμόρφωση των τιμών επηρεάζεται δυσμενώς και από την εκμετάλλευση από επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους στην αγορά και από τις εναρμονισμένες πρακτικές ή συμπράξεις μεταξύ επιχειρήσεων.
Πληγή τέταρτη: φορολογική πολιτική. Μολονότι μακροοικονομικοί παράγοντες είναι και η φορολογική και τιμολογιακή πολιτική, αναφερόμαστε ειδικότερα σε αυτούς, διότι ενισχύουν κι αυτοί τον πληθωρισμό με την αύξηση κυρίως έμμεσων φόρων και αύξηση τιμολογίων δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων για την εξασφάλιση περισσότερων δημόσιων εσόδων που μάλλον κατασπαταλώνται χωρίς κανένα σχεδόν οικονομικό – παραγωγικό αποτέλεσμα.
Πληγή πέμπτη: εξωγενείς παράγοντες. Η αδυναμία τιθάσευσής τους από την οικονομική πολιτική δημιουργεί μιαν «αντάρα» στην αγορά. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο σημαντικότερος δυσμενής αυτός εξωγενής παράγοντας που επηρεάζει ανοδικά τον πληθωρισμό και τροφοδοτεί την ακρίβεια είναι οι διεθνείς τιμές – ρεκόρ του πετρελαίου. Σε αυτόν τον παράγοντα προστέθηκε πρόσφατα και η διεθνής κρίση στον τομέα των τροφίμων.
Πληγή έκτη: υπερβάλλουσα ζήτηση στην οικονομία. Προκαλείται από την ανάκαμψη των επενδύσεων, αλλά και τον ρυθμό ανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης, και επηρεάζει δυσμενώς τον πληθωρισμό.
Πληγή έβδομη: διαρθρωτικά προβλήματα και οικονομικές ανισορροπίες και στρεβλώσεις. Κορυφαίο σύμπτωμα των προβλημάτων αυτών είναι η ακρίβεια, αλλά με δυσκολία ή με φόβο ή με αντιδράσεις προωθούνται μερικές μόνο διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς της οικονομίας.