Το δίλημμα της κυβέρνησης: Μπρος ή πίσω;
Η αντίδραση των φοιτητών αλλά και γενικότερα της πανεπιστημιακής κοινότητας κρίθηκε από την κοινή γνώμη, θεωρούν στην κυβέρνηση, τουλάχιστον παράλογη και χωρίς καμία δικαιολογία, αφού το δημοκρατικό στοιχείο της ψήφου για την εκλογή πρυτανικών αρχών θα πρέπει να το έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι φοιτητές. Η σφοδρότητα της σύγκρουσης και η αναβολή των εκλογών σε αρκετά πανεπιστήμια δικαίωσαν τη στάση της κυβέρνησης και εξέθεσαν ανεπανόρθωτα τη μερίδα των φοιτητών που επιθυμούν να διαμορφώσουν μια κατηγορία καθαρά δικών τους «τσιφλικιών» στην κοινότητα της ανώτατης εκπαίδευσης.
Η θέση ότι η διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 16 του Συντάγματος μπορεί να επιτρέψει τη δημιουργία μη κρατικών πανεπιστημίων, την οποία διατυπώνει εκτός από τον αρμόδιο υπουργό Παιδείας και η μεγάλη πλειοψηφία των κυβερνητικών στελεχών, διαμορφώνει μια κατάσταση σύγκρουσης, που φαίνεται όμως ότι την επέλεξε η κυβέρνηση.
Μετά το «κρας τεστ» σε επίπεδο οικονομικών μεταρρυθμίσεων με την πώληση των μετοχών του ΟΤΕ, όπου η κυβέρνηση με τον έναν ή άλλον τρόπο ή εν μέσω διαμαρτυριών επέβαλε τη θέση της –οι απειλές του ΠΑΣΟΚ για επιστροφή στο παλαιό καθεστώς όταν αυτό γίνει κυβέρνηση, μόνον ως αστειότητα ακούγονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση–, φαίνεται ότι δοκιμάζονται οι αντοχές των μεταρρυθμιστών σε επίπεδο εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα η άρνηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων, χωρίς επί της ουσίας σοβαρό αντίλογο, τα εκθέτει σε κάθε σοβαρά σκεπτόμενο πολίτη, όχι της χώρας μας αλλά της Ευρώπης. Οι ντιρεκτίβες της γηραιάς ηπείρου είναι σαφές ότι θα εφαρμοσθούν και στην Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό. Βαριά πρόστιμα στην Ολυμπιακή, στο ενδεχόμενο μη τήρησης των συμφωνιών με τον ΟΤΕ και μη προσαρμογής στα ευρωπαϊκά δεδομένα όσον αφορά τη λειτουργία μη κρατικών πανεπιστημίων και, αργότερα, όσον αφορά την απελευθέρωση της αγοράς και πώλησης ενέργειας.
Φαίνεται όμως ότι υπενθυμίζοντας η κυβέρνηση την… αστική της καταγωγή, το πρόγραμμά της και τις αρχές της φιλελεύθερης οικονομίας, αναγκάζει το ΠΑΣΟΚ να εκτίθεται και κυρίως να διχάζεται. Υπάρχει και πολιτικό όφελος στην κυβέρνηση από την κόντρα όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις, καθώς οι επιλογές της είναι καθαρά φιλοευρωπαϊκές. Το ΠΑΣΟΚ αναγκάζεται να σκληρύνει τη στάση του και να εμφανισθεί περισσότερο κρατικιστικό και λιγότερο ευρωπαϊκό, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των αστών οπαδών του, που κάποτε είχαν ως ίνδαλμά τους τον
Κ. Σημίτη, να μην επιθυμεί καμία σχέση… με τον νέο πρόεδρο και το κόμμα του.
Η σκληρή φιλελεύθερη στάση και οι επιλογές της Νέας Δημοκρατίας αναγκάζουν το ΠΑΣΟΚ να εκτίθεται, υποστηρίζοντας θέσεις μακριά από τη λογική μεγάλου αριθμού ψηφοφόρων του.
Το μόνο που απομένει για την κυβέρνηση είναι η αντιμετώπιση του μετώπου με την Αριστερά, και κυρίως με τον Συνασπισμό, που στη Νέα Δημοκρατία μπορεί να μην το ομολογούν, αλλά το δέχονται όλοι και στις κατʼ ιδίαν συζητήσεις τους, τον θεωρούν υποκινητή των περισσότερων συγκρούσεων στον χώρο της παιδείας και φυσικά τρίβουν τα χέρια τους γιατί πιστεύουν ότι μέσα από τη σύγκρουση αυτή θα χάσει κι άλλη από την πρωτόγνωρη δυναμική του. Αυτό όμως μόνο στην περίπτωση που δεν γενικευθούν οι αντιδράσεις κατά του νόμου πλαισίου. Στην περίπτωση που γενικευθούν φαίνεται ότι στην κυβέρνηση επικρατούν δύο απόψεις:
H πρώτη έχει να κάνει με την τακτική Σαρκοζί. Θα τα περάσω όλα κι ας κάψουν το μισό Παρίσι. Η δεύτερη έχει να κάνει με την τακτική «δύο βήματα μπρος – ένα πίσω», ώστε να διασωθεί ένα μέρος των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων και να εφαρμοσθούν κουτσά στραβά όσα μπορούν να εφαρμοσθούν. Τη δεύτερη λύση τη βλέπει ως εφιάλτη η πλειοψηφία των κυβερνητικών στελεχών, αφού θα σημαίνει έμμεση παραδοχή ότι απέτυχαν οι προσπάθειες, κάτι που θα ερμηνευθεί ως γενικότερη αποτυχία της κυβέρνησης στις μεταρρυθμίσεις. Είναι λοιπόν αλήθεια ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η έκβαση του αγώνα που γίνεται στα πανεπιστήμια θα καθορίσει ως ένα βαθμό και τους ρυθμούς με τους οποίους θα προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις γενικότερα…
Πάντως φαίνεται ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να κερδίσει τους νοικοκυραίους, που αποτελούν και την πλειοψηφία του κόσμου και δεν θέλουν απεργιακές κινητοποιήσεις και καταλήψεις.
Γενικώς η κοινή γνώμη δείχνει να έχει υποστεί ένα σοκ διαρκείας όσον αφορά τις απεργιακές κινητοποιήσεις, όχι μόνον στα πανεπιστήμια αλλά και γενικότερα, στην αθηναϊκή κυρίως καθημερινή θλιβερή πραγματικότητα. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με έρευνα του ΕΒΕΑ, κάθε ημέρα γενικής απεργίας οι 5.500 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας χάνουν 6 εκατ. ευρώ τζίρο και περίπου 1,5 εκατ. ευρώ κέρδη. Μία στις δύο επιχειρήσεις κλείνει εξαιτίας των κινητοποιήσεων και μία στις δέκα έχει υποστεί σοβαρές υλικές ζημιές κατά τη διάρκεια των επεισοδίων στις πορείες. Από τις επιχειρήσεις αυτές το 70% είναι μικρομεσαίες και απασχολούν 35.000 εργαζόμενους. Στους χώρους γύρω από τα πανεπιστήμια γίνονται οι περισσότερες καταστροφές.
(Άλλο ρεπορτάζ στη σελ. 14)