ΤΑ ΦΟΡΤΗΓΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΔΙΑ… ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ
Τί είναι πρωτοθαύμαστο
σ’ αυτήν εδώ τήν χώρα,
θά τό ειπώ αφιλοκερδώς
καί ας μέ εύρει μπόρα.
Ιχνηλατώ τά κάκιστα
καί όπου τά συλλάβω
τρέχω είς έναν Δέσποτα
διά νά μεταλάβω.
Διότι στήν μετάληψιν
τά πάντα συγχωρούνται
ακόμη κι όσα κρέμονται
ή άλλως: αιωρούνται.
Δύο τά έχει ο αρσενικός
όμοια, δέ, καί τά δύο,
ως πρίμο Canto δηλαδή
κάπου, σέ κάποιο ωδείο.
Ιεροφάντης ο Γραικός
ώς γίνει Κυβερνήτης
επικαλείται καί τά δυό
ώς Δήλιος, τίς, δύτης.
Οι Δήλιοι βουτάγανε
είς βάθη αβυσσαλέα
δι’ άλλους ακατόρθωτο
ώς καί στόν Αχιλλέα.
Λαμβάνει ώς αφεντικό
ο Έλληνας τήν θέση
μαλάσσοντας, δέ, συνεχώς
τά δύο. Καί τού αρέσει.
Δύο και δύο τέσσαρα
καί ξάφνου τό δεκάξι
τριάντα δύο ύστερον
καί λίγο πρίν χαράξει
…τά δύο τά κρεμάμενα
γίνονται χιλιάδες
θέσεις καταλαμβάνοντα
μέ χίλιους τεμενάδες.
Υπό εφήβαιου τά δυό
-όρχεις είν’ τ’ όνομά τους-
καθίστανται δικτάτορες
ή Ροβεσπιέρ, χαρά τους!!!
Ανάλγητοι οι όρχεις μας
καθότι ψηφισθέντες
σπάζουν τά νεύρα τού Λαού
καί γέμει η χώρα επαίτες.
Δέν συμπονούν ατράνταχτοι
ούτε τόν εαυτό τους
μαλάσσοντας μέχρι φθοράς
τά μές στό όσχεό τους.
Έτσι καί τώρα φτάσαμε
μέ όλα αυτά τά ψώνια
νά μάς θερίζουν συνεχώς
στούς δρόμους τά καμιόνια.
Υπήρχε απογόρευσις
τά Κυριακοσαββάτα
νταλίκες, νταλικέρηδες
νά μήν πατούν τήν γάτα.
Νά κάθονται σέ μιά γωνιά
κι εμείς νά μήν θρηνούμε
δεκάδες δυστυχήματα
κι ύστερα νά πενθούμε.
Όμως ο όρχις τού παντός
πού πάντα διατάσει
αφήνει έν μέρει τούς σφαγείς
ελεύθερους στήν δράση.
Πτώματα, πτώματα παντού
κορμιά τεμαχισμένα
λαδόκολλα η άσφαλτος
καί τά σκυλιά λυμένα.
Τ’ όνομα τού υπεύθυνου
κανείς δέν θά δικάσει,
ο Νταλικέρης νάν’ καλά
καί πάνω μου άς περάσει.
…………………………………………..
Όταν κρατάς όπλο οπλοφορείς.
Όταν κρατάς νταλίκα, ερωτώ,
νταλικοφορείς; Όνομα και ρήμα.