Οι ανθελληνικές προκλήσεις κυριαρχούν στο προεκλογικό προσκήνιο των Σκοπίων

Η αδιαλλαξία και η ακαμψία που αναμένεται και πάλι να δείξουν τα Σκόπια στο καυτό θέμα της ονομασίας, οφείλεται πρωτίστως σε δύο παράγοντες: στους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς, που δεν αναμένεται να αλλάξουν δραματικά μετά τις σημερινές εκλογές, αλλά και στην αμερικανική επιρροή στη σκοπιανή ηγεσία, μια και η στάση των ΗΠΑ ενθαρρύνει την αδιαλλαξία και τον αλυτρωτισμό της γειτονικής χώρας.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως αν κάτι διαπέρασε ως «κόκκινη κλωστή» την προεκλογική αντιπαράθεση στα Σκόπια, αυτό δεν ήταν άλλο παρά οι υψηλοί τόνοι και η εχθρότητα με την Ελλάδα και τους Έλληνες. Αυτό είναι ένα επιπλέον στοιχείο, που εγκλωβίζει ακόμα περισσότερα τους ηγέτες των γειτόνων σε μια αντιπαράθεση από την οποία δύσκολα μπορούν να απεμπλακούν την επομένη των εκλογών.

Από την πλευρά του ο αμερικανικός παράγων, εμφανίζεται απαισιόδοξος, έως και αδύναμος για να αντιστρέψει αυτό το ανθελληνικό κλίμα και τον αλυτρωτισμό που κυριαρχούν στα Σκόπια.

Μάλιστα, κορυφαίοι παράγοντες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ που εμπλέκονται στην υπόθεση, όπως ο Ντάνιελ Φριντ, αλλά και ο υφυπουργός Εξωτερικών Νεγρεπόντε, απέφυγαν να συγκρουσθούν με το ελληνοαμερικανικό λόμπι την περασμένη βδομάδα κατά τη διάρκεια της Συνεδρίασης της Ένωσης της Ομογένειας (ΠΣΕΚΑ). Οι λόγοι είναι δύο.

1. Στις ΗΠΑ βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο και τα λόμπι είναι «ιερά», πόσω μάλλον για τους ρεπουμπλικάνους.

2. Δεν βλέπουν πως υπάρχει τρόπος αυτήν την ώρα τουλάχιστον να αλλάξει κάτι στην Ελλάδα, καθώς είναι πολύ φρέσκια ακόμα η ελληνική αντίδραση στο Βουκουρέστι, αλλά και η ηγεσία της ελληνικής κυβέρνησης δεν θεωρείται – τώρα τουλάχιστον- φερέγγυος συνομιλητής για την παρούσα αμερικανική κυβέρνηση.

Υπάρχει όμως και κάτι πιο ουσιαστικό. Τα αδιέξοδα που έχουν δημιουργηθεί για την αμερικανική πολιτική στα Βαλκάνια.

Αγωγοί και Κόσοβο είναι τα μεγάλα αγκάθια, τα οποία δεν προχωρούν όπως θα ήθελε η Ουάσινγκτον, ειδικά δε το θέμα της συνεργασίας Ευρωπαίων με τους Ρώσους.

Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να δείχνει ευένδοτη στις αμερικανικές πιέσεις για το Κόσοβο -όπως φάνηκε και από τη συνάντηση της Ντόρας Μπακογιάννη με τον λεγόμενο υπουργό Εξωτερικών του Κοσόβου Σκεντέρ Χουσένι- ωστόσο περιμένει ανταλλάγματα πρωτίστως στο θέμα της ονομασίας των Σκοπίων.

Το όλο θέμα μάλιστα των Σκοπίων έχει δεσπόζουσα θέση στην εσωτερική ατζέντα, καθώς παράλληλα διογκώνεται ένα κύμα αντίθεσης και διαμαρτυρίας απέναντι στις ΗΠΑ για τη στάση τους στο Σκοπιανό, αλλά και κατά της ηγεσίας των Σκοπίων, που πυροδοτεί όλο αυτό το ανθελληνικό και αλυτρωτικό κλίμα.

Στην εσωτερική πολιτική σκηνή, παραμένει σταθερό το μέτωπο κατά των Αμερικανών (στο συγκεκριμένο θέμα) και των Σκοπιανών.

Η ελληνική κυβέρνηση, πάντως, δεν περιμένει άμεσες εξελίξεις από τη σκοπιανή ηγεσία. Αν και από αμερικανικής πλευράς θα ξεκινήσουν οι γνωστές παραινέσεις περί επιλύσεως της διαφοράς.

Αδιέξοδο και μετά τις εκλογές

Στο μεταξύ, οι σημερινές εκλογές στα Σκόπια δεν φαίνεται ότι θα επιλύσουν τα πολλαπλά και σημαντικά προβλήματα της γειτονικής χώρας, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν μετά το ελληνικό βέτο του Βουκουρεστίου.

Τις ίδιες ώρες τα πολλαπλά αδιέξοδα έχουν οδηγήσει τα πολιτικά κόμματα σε μια σκληρή, άγονη και αμήχανη αντιπαράθεση, με βασικό χαρακτηριστικό την εχθρότητα κατά της Ελλάδας, η οποία φτάνει στο εθνικιστικό παραλήρημα.

Όλες οι πολιτικές δυνάμεις υπόσχονται την ένταξη της χώρας στον «παράδεισο» του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρξει κάποια συμφωνία με την Ελλάδα.

Η αδυναμία της πολιτική ηγεσίας να εγγυηθεί λύσεις στα οικονομικά αλλά και στα εσωτερικά εθνοτικά αδιέξοδα την οδηγεί σε σκιαμαχίες, οι οποίες απομακρύνουν την χώρα από τις επιδιώξεις της. Ταυτόχρονα εντείνεται η πολυδιάσπαση του πολιτικού συστήματος, η ύπαρξη δηλαδή δεκάδων μικρών και αδύναμων κομμάτων, λόγω της διαφοράς που υπάρχει με τα αλβανικά πολιτικά κόμματα, τα οποία δείχνουν να έχουν πολύ πιο συγκεκριμένους στόχους.

Η κατάσταση αυτή δείχνει ότι τα πολλαπλά αδιέξοδα θα διογκωθούν μετά τις εκλογές.

Αυτή η πραγματικότητα εξηγεί σε μεγάλο βαθμό το ότι ο πρωθυπουργός Νίκολα Γκρουέφσκι ανεβάζει συνεχώς τους εθνικιστικούς τόνους κατά της Ελλάδας. Στην προσπάθειά του συνεπικουρείται από την τοπική εκκλησιαστική ηγεσία, όπως και από άλλους παράγοντες, οι οποίοι δίνουν βάρος στην ενότητα του σλαβικού στοιχείου της χώρας. Αντιθέτως, η ηγέτις του δεύτερου σε δύναμη κόμματος, της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης, Ραντμίλα Σεκερίνσκα, εμφανίζεται πιο προσεκτική, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πρέπει να υπάρξουν κάποιες συνομιλίες με την Ελλάδα ώστε να βρεθεί διέξοδος.

Τα βασικά προβλήματα της ΠΓΔΜ είναι:

– Η υπόθεση του ονόματος, το βασικό εμπόδιο για να ενταχθεί η χώρα στο ΝΑΤΟ και βεβαίως στην ΕΕ. Όσο και αν οι πολιτικές δυνάμεις βγάζουν πύρινους λόγους κατά της Ελλάδας και των Ελλήνων, στην πραγματικότητα έχουν πλέον καταλάβει ότι χωρίς συνεννόηση με την Ελλάδα δεν μπορεί να υπάρξει διέξοδος.

– Η εσωτερική διαφορά με τους Αλβανούς, οι οποίο μετά τη συμφωνία της Οχρίδας του 2001, συνεχίζουν να διεκδικούν μεγαλύτερη αυτονομία στα όρια της αυτοδιάθεσης, δηλαδή της απόσχισης από την ΠΓΔΜ.

Μαζί με αυτά τα δύο προβλήματα, βαρύνοντα ρόλο έχουν τα οικονομικά αδιέξοδα λόγω του μικρού μεγέθους της οικονομίας.

Να σημειωθεί ότι στις σημερινές εκλογές βασικοί διεκδικητές των 120 εδρών του Κοινοβουλίου είναι:

Ο κυβερνητικός συνασπισμός VMRO-DPMNE του Ν. Γκρουέφσκι, ο οποίος συνεργάζεται με 18 ακόμα μικρά κόμματα. Πρόκειται για κεντροδεξιό κόμμα με χαρακτηριστικά χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Στις εκλογές του 2006 ήταν το πρώτο κόμμα με 42 έδρες.

Η «Σοσιαλδημοκρατική Ένωση της Μακεδονίας» (SDSM) της Ραντμίλα Σεκερίνσκα, που συνεργάζεται με επτά μικρότερα κόμματα. Το κόμμα έχει 32 έδρες. Πρόκειται για το παλιό κυβερνητικό κομμουνιστικό κόμμα από το 1945 έως το 1990.

Όμως παίκτες κλειδιά είναι τα δύο αλβανικά κόμματα, η ψήφος των οποίων απαιτείται για τον σχηματισμό κυβέρνησης: Η Δημοκρατική Ένωση για την Ενσωμάτωση (DUI) του Αλί Αχμέτι με 16 έδρες.

Το Δημοκρατικό Κόμμα των Αλβανών (DPA) Μεντούχ Θάτσι, συγγενή του κοσοβάρου ηγέτη Χασίμ Θάτσι. (Και οι δύο ηγήθηκαν ενόπλων ομάδων στις χώρες τους). Το Κόμμα έχει 11 έδρες.

Διεκδικούν έδρες επίσης:

Το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (LDP) του Γιόβο Μανσιέφσκι, με 12 έδρες.

Το νέο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (NSDP) του Τίτο Πετκόφσκι που έχει 7 έδρες.

Καθώς και 10 μικρά ανεξάρτητα κόμματα.


Σχολιάστε εδώ