Μια φορά και έναν καιρό

Δεν είμαι αρμόδιος ν’ αναφερθώ ούτε στην ιστορία του ούτε στους ανθρώπους που για να το μεγαλώσουν του έδιναν για τροφή την ψυχή τους. Είμαι απλώς ένας ανώνυμος ακροατής που μεγάλωσε μαζί του και τώρα κάνει αναδρομές στα… παιδικά χρόνια και των δυο μας.

Θυμάμαι πολύ αμυδρά, χωρίς να είμαι και απόλυτα σίγουρος, τη μέρα που πρωτακούστηκε το φλάουτο με τις κουδούνες του «τσομπανάκου», κι αναφωνήσαμε: «Habemus… Radio!».

Μέχρι τη μέρα εκείνη, για την ειδησεογραφική μας ενημέρωση και τη μουσική μας ψυχαγωγία φρόντιζαν οι… Ιταλοί από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Μπάρι, με αλλεπάλληλες εκπομπές για την Ελλάδα, πολλές δε αθηναϊκές εφημερίδες δημοσίευαν το πρόγραμμά του. Μετέδιδε πικρόχολα σχόλια καταπώς λέγανε οι μεγάλοι και μουσική από όπερες, με τον Ενρίκο Καρούζο, και σοβαρές και αξιοπρεπείς «καντσονέτες». Την εποχή εκείνη δυο τραγούδια… αγροτικής υφής ήσαν τα μεγάλα σουξέ. Το ένα ήταν ιταλικό, με τίτλο «La campagnuola bella», και σε ελληνική μετάφραση «Μικρή χωριατοπούλα», που η μοίρα θέλησε να πολιτογραφηθεί Ελληνίδα και να πολεμήσει στ’ αλβανικά βουνά, χάρη στη μετάλλαξη που της έκανε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του ’40 ο Γιώργος Οικονομίδης, γράφοντας το «Κορόιδο Μουσολίνι», πάνω στη μουσική της. Αν η μνήμη μου δεν με απατά, οι στίχοι δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά στη «Βραδυνή». Φυσικά οι Ιταλοί το απεκήρυξαν μετά… βδελυγμίας και απαγόρευσαν την εκτέλεσή του. Το άλλο, ελληνικής παραγωγής και προελεύσεως, ήταν το «Όταν θα πάω κυρά μου στο παζάρι…», όπου εδίδετο ρητή υπόσχεση στην κυρία να της αγοράσει ένα κοκοράκι και, ακολούθως, την Κιβωτό του Νώε…

Λίγο καιρό πριν λειτουργήσει ο ραδιοφωνικός μας σταθμός, ένας εξάδελφος του πατέρα μου, αντιπρόσωπος ραδιοφώνων που δεν σταύρωνε πελάτη, άρχισε το ψηστήρι να αγοράσουμε ένα κι εμείς. Βέβαια ήσαν πολλοί που ονειρεύονταν ν’ αποκτήσουν αυτό το διαβολικό μηχάνημα του Μαρκόνι, που έφερνε τον κόσμο ολόκληρο στο σπίτι σου και που στην υφήλιο το είχαν για… πασατέμπο. Όμως για εμάς δεν ήταν κάτι πρώτης προτεραιότητος, κι έτσι πήγαινε από αναβολή σε αναβολή.

Τότε, όπως την ποιότητα ενός ρολογιού την καθόριζε το πόσα «ρουμπίνια» έχει, έτσι και το κριτήριο ενός καλού ραδιοφώνου ήταν ο αριθμός των λυχνιών που διέθετε. Και φυσικά, έπρεπε να πιάνει βραχέα, μεσαία και μακρά κύματα. Η χρήσις του ήταν καθαρά «ανδρική» υπόθεση και το μόνον που επιτρέπετο στις γυναίκες του σπιτιού -για να μην το χαλάσουν- ήταν να το ξεσκονίσουν και να το στολίσουν με δαντελένιο πετσετάκι με το σχετικό μπιμπλό… Αντιθέτως με τα «ηλεκτρονικά», η εξέλιξη του επίπλου τους ήταν ραγδαία και συνεχώς όλο και πιο βαρύτιμη γινόταν. Ήτανε μέσον επίδειξης οικονομικής ευμάρειας, ιδίως εάν έμοιαζε με ντουλάπι με… πορτούλες και μπουαζερί. Αργότερα του προσέθεσαν κι ένα πικάπ, που το αναβάθμισε σε ραδιογραμμόφωνο. Και ρωτούσε η κακίστρα για να καρφώσει τη φιλενάδα της:

«Το δικό σας είναι ραδιογραμμόφωνο;»

Εν πάση περιπτώσει το σύνηθες και το πλέον διαδεδομένο ραδιόφωνο ήταν το επιτραπέζιο. Το στενό μαρκάρισμα από τον ξάδερφο συνεχιζόταν, μέχρι που ο πατέρας ενέδωσε και είπε: «Φέρ’ το».

Το «χούι» της οικογένειας ήταν ανέκαθεν να πελαγοδρομεί στις λεπτομέρειες. Ένας πολυπράγμων μακρινός συγγενής, που «είχε μεσάνυχτα» επί πάντων και άλλων τινών, έλαβε το χρίσμα του ειδικού και ανέλαβε να μας ενημερώσει επί της ιδιότητος των κυμάτων. Μας εξήγησε πως η αρίστη λήψη ενός σταθμού εξαρτάται από την κεραία και μας εξήγησε αναλυτικά τι πρέπει να κάνουμε. Αμ’ έπος αμ’ έργον. Πάμε την επομένη στο σιδεράδικο του Καλογείτονα και παραγγέλνουμε έναν σιδηροσωλήνα για τον πανύψηλο ιστό, που τον κουβάλησαν… τέσσερις στο σπίτι μας. Αγοράσαμε και καμιά τριανταριά μέτρα σύρμα χάλκινο για τη λήψη γυμνό, και μπόλικο καλώδιο ντυμένο για τη γείωση, κι εγκαταστάθηκε ο ιστός με την κεραία στην ταράτσα, που έμοιαζε με τηλεγραφείο. Ήταν αριστούργημα κατασκευής. Χτύπαγα μ’ ένα σφυράκι τον σωλήνα κι αυτός επάλλετο, αφήνοντας έναν ήχο σαν το «διαπασών». Πριν έρθει όμως το ραδιόφωνο, ήρθε ο… αστυφύλαξ, ο οποίος ρώτησε γιατί βάλαμε τέτοια κεραία. «Πρόκειται να αγοράσουμε ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως», απαντήσαμε, «κι ετοιμαζόμαστε». Μας κοίταξε καχύποπτα, μας μέτρησε… πατόκορφα και απεφάνθη αυστηρά:

«Να τη κατεβάσετε αμέσως! Και όταν έρθει το ράδιο τα ξαναλέμε».

Όπερ και εγένετο. Την ξηλώσαμε και την απιθώσαμε ξαπλωτή στην ταράτσα. Εκεί παρέμεινε μέχρι τέλους, παρθένος, μια κεραία… γεροντοκόρη, αμόλυντη από ερτζιανά.

Ο καιρός όμως περνούσε και ραδιόφωνο ακούγαμε, αλλά ραδιόφωνο δεν βλέπαμε. Ανυπομονούσα εγώ φυσικά και όλο γκρίνιαζα στον πατέρα που δεν τους πιέζει. Επιπλέον του εφιστούσα την προσοχή αυτό που θα μας φέρουν να έχει και «ματάκι». Ήτανε δε το «μάτι» ένα ενδεικτικό πράσινο στρογγυλό φωτάκι δίπλα στο «καντράν», με δύο φωτεινά πτερύγια στο εσωτερικό του που ανοιγόκλειναν και εφάπτονταν όταν η βελόνα συντονιζόταν σε κάποιο σταθμό. Τελικά ο εξάδελφος υποσχέθηκε πως θα μας το φέρει την άλλη Κυριακή, εξάπαντος.

Στηθήκαμε όλοι μας την Κυριακή «άμα τη έω» και γεμάτοι ανυπομονησία καρτερούσαμε το μαγικό κουτί που τόσο καιρό ονειρευόμασταν και θα άλλαζε τη ζωή μας. Οι ώρες όμως περνούσαν και ραδιόφωνο δεν φαινόταν. Είχαμε γίνει βιγλάτορες κι αγναντεύαμε στον ορίζοντα, αλλά -φευ- μηδέν. Όταν πια νύχτωσε για τα καλά αρχίσαμε να… απογοητευόμαστε, και την άλλη μέρα, δευτεριάτικα πρωί πρωί, πήγε να δει τι συνέβη και δεν ήρθαν.

«Ξέρεις Δημητράκη», αποκρίθηκε ο ξάδερφος, «έμαθα πως θα ακριβύνουν και σκέφτηκα να μην πουλήσω!»

Ο πατέρας δεν του είπε κουβέντα. Έκανε μεταβολή και έφυγε.

Τελικά ραδιόφωνο αποκτήσαμε λίγες μέρες προτού «βγει» στον αέρα η φωνή της Αφροδίτης Λαουτάρη, της πρώτης εκφωνήτριας του ΕΙΡ εκείνες τις μέρες του ’38…

Το ράδιό μας ήταν ένα… «κατακόρυφο» Philco, που μας συντρόφεψε σε καλές και σε ανάποδες μέρες. Έδιωξε ώρες ανίας και μας έδωσε στιγμές κεφιού όταν, έφηβοι πια, το επιστρατεύαμε στα πάρτι μας. Τότε πάνω κάτω ιδρύθηκε μια ελληνική βιομηχανία κατασκευής ραδιοφώνων, η ΕΛΒΙΡΑ, που έπιανε μονάχα Αθήνα. Αλλά και οι οικονομικά αδύνατοι λάτρεις του ραδιοφώνου, σεμνά και ταπεινά, μ’ ένα ζεύγος ακουστικά, ένα πετραδάκι γαλινίτη και δυο μέτρα σύρμα για κεραία αποκτούσαν ένα τέλειο Ι.Χ. ράδιο κι ακούγανε Χαιρόπουλο και Κάκια Μένδρη, μελαγχολούσανε με το «Ταγκό Νοττούρνο» και κρατάγανε σιγόντο στο «Κάτι με τραβά κοντά σου, μα δεν ξέρω τι…». Και πληροφορήθηκαν εγκαίρως τη ματαίωση μιας συναυλίας λόγω νεροποντής, όπως την ανήγγειλε γνωστότατος εκφωνητής:

«Αγαπητοί μας ακροαταί, λόγω της συναυλίας στο Ηρώδειο, αναβάλλεται η… βροχή!»


Σχολιάστε εδώ