Η συμβολή της Εκκλησίας στην ενωτική πορεία και προκοπή της χώρας

H Εκκλησία ήταν εκείνη κάτω από τις πτέρυγες της οποίας κατέφυγε ο υπόδουλος λαός να βρει παρηγοριά, στήριξη και προστασία. Στο πρόσωπο του Πατριάρχη ως εθνικού ηγέτη ξαναβρήκε τη θρησκευτική ενότητά του, την ψυχική επαφή, την εθνική του επικοινωνία και την ελπίδα για την ανάκτηση της ελευθερίας του. Με τα βυζαντινά σύμβολα του τελετουργικού, με την ελληνική γλώσσα του Ευαγγελίου και με τα προφητικά αναγνώσματα, ο υπόδουλος λαός ξαναβρήκε σύντομα στους ιερούς ναούς τη μυστική Εκκλησία του «Δήμου του».

Τα ναΰδρια, ακόμα και τα ερημοκκλήσια, συνέβαλαν όχι μόνο στη διατήρηση της πίστεως και της χριστιανοσύνης του υπόδουλου Έθνους, αλλά και στην ανανέωση της εθνικής και κοινωνικής συνοχής και της ελληνικής ταυτότητας. Γράφει ο Φωτάκος, αγωνιστής του 1821 και υπασπιστής του Θεόδ. Κολοκοτρώνη, στα απομνημονεύματά του ότι «οι Έλληνες, κατά την συνήθειάν των, μετά την Εκκλησίαν εστέκοντο έξω εις τον νάρθηκα και εις την αυλήν της Εκκλησίας. Και εκεί εβλέποντο και ωμίλουν μεταξύ των, κι αν κανείς εγνώριζε καμμίαν είδησιν εξωτερικήν περί πολέμου των Φράγκων ή των Ρώσων κατά των Τούρκων, αυτοί αναστέναζον διά την ελευθερίαν των και παρεκάλουν τον Θεόν να ενδυνάμωση τον Ρώσον διά να καταβάλη τον Τούρκον».

Έτσι η Εκκλησία, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, λειτούργησε ως Φάρος μέσα στο σκοτάδι, ως λιμάνι υπήνεμο όπου συγκεντρώνονταν οι απελπισμένοι και δυστυχισμένοι υπόδουλοι και οπλίζονταν με θάρρος και καρτερία για την αντιμετώπιση των αντίξοων περιστάσεων. Οι αγώνες συνεπώς του Έθνους συνδέονται στενά με τη θρησκεία και την ηθική και υλική συμπαράσταση και συμμετοχή της Εκκλησίας.

Και είναι ευεξήγητο, ύστερα από τα παραπάνω, γιατί όλα σχεδόν τα Ελληνικά Συντάγματα αφενός μεν επικαλούνται στο προοίμιό τους την Αγία Τριάδα, αφετέρου δε περιλαμβάνουν διατάξεις οι οποίες διασφαλίζουν τη θρησκευτική ελευθερία, αλλά συγχρόνως και τη νομική θέση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Έτσι το Σύνταγμα της Επιδαύρου, το Σύνταγμα της Τροιζήνας, αλλά και τα Συντάγματα του επαναστατημένου γένους, το γνωστό διάταγμα της 24-2-1845 της Αντιβασιλείας του Όθωνα κατά το οποίο «Οι πολιτικοί νόμοι των Βυζαντινών ημών Αυτοκρατόρων οι περιεχόμενοι εις την Εξάβιβλον του Αρμενοπούλου, θέλουσι ισχύει μέχρις ότου δημοσιευθεί ο πολιτικός Κώδιξ» παρέχουν ακαταμάχητα στοιχεία και αποδείξεις περί του ενιαίου χαρακτήρος του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας.

Συνάγεται λοιπόν από τα παραπάνω ότι στην επανάσταση του 1821 επανεμφανίστηκε η ακατάλυτη σύνθεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Το αγωνιζόμενο έθνος ήταν γένος των Ελλήνων και γένος των Χριστιανών. Θρησκευτικές εξάρσεις και φιλοπάτριδες οραματισμοί συμπορεύονται. Σταυρός και Ανάσταση, ελευθερία και θυσία αδελφώνονται. Πίστη και πατρίδα, Εκκλησία και Έθνος ταυτίζονται. Ο άρρηκτος δεσμός, η ταύτιση, η σύνθεση και η συγχώνευση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας δεν προκύπτουν μόνο από τα Συντάγματα της Επανάστασης. Ήδη ο Κων. Παλαιολόγος την 28 Μαΐου 1453, λίγο προ της αλώσεως, επισήμαινε: «Καλώς οίδατε αδελφοί, ότι διά τέσσαρα τινα οφείλεται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζην, πρώτον μεν υπέρ πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του Βασιλέως ως Χριστού Κυρίου και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων». Και ο Αλεξ. Υψηλάντης στην επαναστατική του προκήρυξη έγραφε «Αγωνίσου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Να πολεμήσουμε για την πατρίδα και την ορθόδοξη πίστη μας». Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διεκήρυττε «Σηκώσαμε τα άρματα πρώτα για τη Θρησκεία μας και μετά για την πατρίδα μας». Από τους νεώτερους, θα αναφερθώ στο σημείο αυτό στον αείμνηστο παιδαγωγό και φιλόσοφο Ε. Παπανούτσο, ο οποίος ομιλών λίγο προ του θανάτου του στη Βουλή διεκήρυξε ότι «ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία είναι μαζί ζυμωμένα». Θα αναφερθώ και στα όσα γράφει στο βιβλίο του «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας» ο Καθηγητής Ν. Σβορώνος, κατʼ εξοχήν θιασώτης του ιστορικού υλισμού. «Η Εκκλησία παραμένει σʼ όλη την περίοδο από τον 15ο αιώνα ως το τέλος του 17ου αιώνος η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους. Επικεφαλής της Εθνικής Αντίστασης σʼ όλες τις μορφές της, εργαζομένη για το σταμάτημα των εξοπλισμών, συμμετέχοντας σʼ όλες τις εξεγέρσεις, ακόμη και διευθύνοντάς τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων που είναι συγχρόνως και ήρωες της Χριστιανικής πίστης και της Εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή. Ήδη ο πρώτος Πατριάρχης Γεννάδιος ιδρύει την Πατριαρχική Σχολή, που αναδιοργανώθηκε αργότερα. Και άλλοι Πατριάρχες θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Το ουσιαστικό πρόβλημα που απασχολεί όλη την ελληνική σκέψη αυτή τη στιγμή είναι η υπεράσπιση της Ορθοδοξίας, που συγχέεται περισσότερο από ποτέ με την εθνική ιδέα και που την απειλούν από τη μια το Ισλάμ και από την άλλη η Καθολική προπαγάνδα». Επανέρχεται δε στην ίδια συγγραφή επισημαίνοντας: «Η πραγματική κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους ως τον 17ο αιώνα στάθηκε η Εκκλησία» (Ν. Σβορώνος, «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Αθήνα» 1976).

Αυτά τα ολίγα αποδεικνύουν την ενότητα και τον άρρηκτο δεσμό Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, δεσμό ο οποίος αποτελεί θετικό στοιχείο και πηγή προόδου του Έθνους, αφού με τη σύζευξη και ταυτότητα των δύο αυτών παραγόντων, το Έθνος εμεγαλούργησε κατά τη μακραίωνα ιστορική του πορεία.

Αυτήν όμως τη συμπύκνωση, την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας προσπαθούν σήμερα ορατές και αόρατες ανθελληνικές δυνάμεις να τη ναρκοθετήσουν, να την πλήξουν, για να αποκόψουν έτσι τους Έλληνες από τη θρησκεία τους.

Έτσι, ο τ. υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ, ο σύγχρονος Μέτερνιχ, όπως τον αποκαλούσαν, σε σχετική ομιλία του το 1994 στη Ουάσινγκτον κατά τη βράβευσή του από προσωπικότητες του επιχειρηματικού κόσμου, μεταξύ άλλων είπε και τα εξής καταπληκτικά: «Ο ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γιʼ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Εννοώ δηλαδή να τον πλήξουμε στη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί». Λέγεται ότι αργότερα διέψευσε τους παραπάνω χαρακτηρισμούς.

Έχουμε όλοι μας σήμερα λάβει τα μηνύματα της παγκοσμιοποίησης, της δημιουργίας δηλαδή μιας παγκόσμιας οικονομικής ζώνης όπου τα προϊόντα κινούνται ελεύθερα. Έτσι, η οικουμένη θα μετατραπεί σε μια ενιαία οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επικράτεια.

Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι μια εφεύρεση των πολιτικών που θέλουν να την επιβάλουν με το ζόρι – είναι απλώς μια εξέλιξη της ιστορίας. Ο όρος παγκοσμιοποίηση αποδίδει την κατάσταση όπου όλα τα προβλήματα και όλα τα φαινόμενα είναι πλέον παγκόσμια, ακριβέστερα βρίσκονται στην πανίσχυρη διαδικασία όπου μεταβάλλονται σε παγκόσμια. Τα προβλήματα αυτά είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος, η φτώχεια, η ανεργία, η ανισότητα, η αρρώστια, η πείνα. Η γνώση, η επιστήμη, η τεχνολογία, η πληροφορία είναι επίσης αγαθά με κεντρική ή ελεγχόμενη πηγή, αλλά με παγκόσμιο προορισμό, διαφορετικά χάνουν τη σημασία τους.

Αλλά την αποκοπή αυτή Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, εκτός από τους ξένους, την επιδιώκουν ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως και ορισμένοι «διανοούμενοι», οι οποίοι εναβρύνονται να πιστεύουν ότι διαθέτουν τον ανάλογο επιστημονικό εξοπλισμό και τη φιλοσοφική θωράκιση ώστε να μεταβάλουν τη συσχέτιση και την ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Και ομιλούν ex cathedra για το θέμα των ταυτοτήτων, για το βάπτισμα, τον θρησκευτικό γάμο, για την καύση των νεκρών, για τον χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους κ.λπ. Ο επιδιωκόμενος όμως από ορισμένους προοδευτικούς χωρισμός του Κράτους από την Εκκλησία εγκυμονεί, κατά τη γνώμη των επαϊόντων, σοβαρούς κινδύνους για την ενωτική πορεία και την προκοπή της χώρας. Η Εκκλησία μπορεί να ζήσει και μόνη της. Το έθνος όμως είναι αμφίβολο αν θα διατηρηθεί χωρίς την Ορθοδοξία. Η Εκκλησία κρατήθηκε όρθια τετρακόσια χρόνια υπό τον φρικώδη τουρκικό ζυγό και όχι μόνο επέζησε, αλλά διατήρησε αλώβητη τη γλώσσα, την ιστορία και την εθνική συνείδηση. Και υπό το καθεστώς λοιπόν της παγκοσμιοποίησης αυτής, ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία θα εξακολουθήσουν να συνυπάρχουν και να ταυτίζονται και να συμβάλλουν θετικά στην οικονομική και πολιτιστική πορεία της ανθρωπότητας γιατί προσφέρουν το κατάλληλο έδαφος για να γονιμοποιηθεί ο πνευματικός πολιτισμός, κρηπίδα και θεμέλιο του οποίου είναι ο ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος προετοίμασε τον άνθρωπο για να δεχθεί και να αφομοιώσει το πνευματικό μήνυμα του «λόγου του σταυρού».

Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας και μέσα στον σημερινό ευδαιμονισμό, στην πνευματική ξηρασία, όλοι σχεδόν οι θεσμοί έχουν διαβρωθεί επικίνδυνα. Η απογοήτευση λόγω του κλίματος της αδράνειας είναι αισθητή σʼ όλα τα μέτωπα.

Και χρειάζεται, νομίζω, ένα αφυπνιστικό μαστίγωμα για να συνέλθει, να «ξυπνήσει» και να απαλλαγεί από τη ραστώνη και την ευδαιμονοθηρία. Χρειάζεται συνεχώς επαγρύπνηση και συναγερμός όλων των υγιών δυνάμεων του Έθνους, γιατί σε αντίθετη περίπτωση ο Ελληνισμός οδηγείται στην παρακμή, παρακμή που μας θυμίζει τον τελευταίο χρησμό του Μαντείου των Δελφών, το οποίο στην προσπάθεια του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουλιανού του Παραβάτη (361 – 363 μ.Χ.) να επαναφέρει την αρχαία ελληνική θρησκεία απάντησε: «Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος καλύβην έχει, ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ», δηλαδή «Να πείτε στον βασιλιά ότι γκρεμίστηκε το περίτεχνο παλάτι (δηλαδή το Μαντείο), ο Φοίβος δεν έχει πια καλύβα, ούτε μαντική δύναμη, ούτε πηγή για να μιλεί. Και το νερό που τραγουδούσε στέρεψε».


Σχολιάστε εδώ