ΔΟΚΙΜΑΖΕΤΑΙ ο «μεγάλος συνασπισμός» στη Γερμανία

Tο προηγούμενο Σαββατοκύριακο η Αριστερά στη Γερμανία είχε την τιμητική της, καθώς σε κλίμα ευφορίας στο εσωτερικό της πραγματοποίησε το συνέδριό της. Η ικανοποίηση προερχόταν από τα αποτελέσματα που συγκεντρώνει στις δημοσκοπήσεις. Με βάση όλες τις έρευνες κοινής γνώμης, η Αριστερά αποτελεί το τρίτο κόμμα στον γερμανικό πολιτικό χάρτη, συγκεντρώνοντας ακόμη και το 15%, όταν οι χριστιανοδημοκράτες συγκεντρώνουν το 36% και οι σοσιαλδημοκράτες, εντελώς ανήμποροι να επαναφέρουν τα ποσοστά τους στα υψηλά επίπεδα της δεκαετίας του ’90, συγκεντρώνουν το 25%. Κάτω από το κόμμα της Αριστεράς βρίσκονται οι Ελεύθεροι Δημοκράτες με 12% και οι Πράσινοι με 11%. Τις βάσιμες υποψίες που δημιουργούνται σχετικά με τη σοβαρότητα των προβλέψεων τις ανασκευάζουν οι πολύ καλές μέχρι τώρα επιδόσεις του κόμματος, καθώς έχει καταφέρει να εκπροσωπείται στα κοινοβούλια 10 κρατιδίων, από τα 16.

Η δυναμική του κόμματος, που έχει 73.000 μέλη και το κέντρο βάρους του εξακολουθεί να βρίσκεται στην ανατολική Γερμανία όπως δείχνει και το γεγονός ότι το 59% των αντιπροσώπων στο συνέδριο του κόμματος προερχόταν από τα εδάφη της πάλαι ποτέ ΓΛΔ, τροφοδοτείται από την πρόσφατη δεξιά στροφή του SPD, αλλά και των Πράσινων, καθώς και από την πρωτοφανή όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων στη σημερινή Γερμανία. Ενδεικτικά, μόλις πριν από λίγες εβδομάδες έγινε γνωστό ότι ο ένας στους οκτώ Γερμανούς (δηλαδή το 13%) ζει κάτω από το όριο φτώχειας, όπως ορίζεται το μηνιαίο εισόδημα των 781 ευρώ, ενώ ένας ακόμη το ξεπερνάει μόνο και μόνο χάρη στα διάφορα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας.

Η όξυνση των αντιθέσεων μάλιστα συνιστά ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση, καθώς τα τελευταία χρόνια συντελείται σε ένα έδαφος σημαντικής οικονομικής μεγέθυνσης. Στο πλαίσιό της η ανεργία μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 15 χρόνων. Ωστόσο, ούτε η οικονομική μεγέθυνση ούτε η αύξηση της απασχόλησης μπόρεσαν να ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο.

Οι νέες κοινωνικές αντιθέσεις έγιναν περισσότερο εμφανείς στο ανατολικό κομμάτι της χώρας, που ως αποτέλεσμα της μαζικής φυγής λόγω της αποβιομηχάνισης και της ανεργίας αλλά και της κάθετης πτώσης των γεννήσεων μαστίζεται από μια νέου τύπου κρίση: τη δημογραφική. Ως άμεση συνέπειά της η γνωστή πληθυσμιακή πυραμίδα, όπως δήλωνε στον βρετανικό «Εκόνομιστ» πριν από μερικές εβδομάδες κάτοικος της περιοχής, έχει πάρει τη μορφή μανιταριού…

Το πρόγραμμα της Αριστεράς

Στο πρόγραμμα του αριστερού κόμματος δεσπόζει, όπως είναι φυσικό, το κοινωνικό ζήτημα. Η ηγεσία του ζητάει την εκταμίευση ενός οικονομικού πακέτου ύψους 50 εκατ. ευρώ που θα κατευθυνθεί σε έργα με απώτερο στόχο τη δημιουργία 1 εκατ. θέσεων εργασίας, τη θέσπιση κατώτερου ωρομισθίου ύψους 10 ευρώ, την απαγόρευση των απολύσεων σε κερδοφόρες επιχειρήσεις, την αύξηση της φορολογίας των πλουσίων με την καθιέρωση ενός επιπλέον φορολογικού συντελεστή 50%, από 42% που είναι σήμερα ο ανώτατος, για εισοδήματα άνω των 60.000 ευρώ και, τέλος, την απαγόρευση δραστηριοποίησης στη Γερμανία ορισμένων μορφών άγριας κερδοσκοπίας (hedge funds, stock options κ.ά.). Στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ξεχωρίζουν οι καταγγελίες του ΝΑΤΟ, το οποίο χαρακτηρίζεται πολεμική μηχανή των ΗΠΑ και το αίτημα άμεσης επιστροφής των 3.500 γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν. Ο Λαφοντέν, επίσης, που εκφράζει την πιο αριστερή γραμμή, έχει προθυμοποιηθεί να επισκεφθεί το Ιράν σε μια προσπάθεια να σπάσουν οι πάγοι – ο έτερος ηγέτης του κόμματος Γκρέγκορ Γκίζι, αντίθετα, που κινείται σε μια πιο συντηρητική κατεύθυνση έχει προθυμοποιηθεί να επισκεφθεί το Ισραήλ για να αποδείξει ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά δεν είναι αντισημιτική…

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι οι θέσεις του αριστερού κόμματος, παρά τις αντιθέσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό του, έχουν διαπεράσει όλα σχεδόν τα κόμματα τροποποιώντας την ημερήσια διάταξη. Το είχε ομολογήσει και η ίδια η Μέρκελ πρόσφατα δηλώνοντας ότι «κυβερνάμε τη χώρα από τον πάγκο των αντιπάλων μας», αλλά και άλλοι πολιτικοί και έντυπα που χαρακτηρίζουν τον Λαφοντέν μυστικό καγκελάριο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμφωνία μεταξύ των δύο κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού για να τεθεί ένα όριο στις προκλητικές αμοιβές των διευθυντών των κορυφαίων επιχειρήσεων, που σε ό,τι αφορά τις 100 μεγαλύτερες από κει που οι μισθοί των στελεχών το 1996 ήταν 15-20 φορές μεγαλύτερες του προσωπικού τους, πλέον τις ξεπερνούν κατά 43 φορές! Είναι επίσης η άρνηση του κυβερνητικού συνασπισμού να στείλει στο Αφγανιστάν επιπλέον στρατό, όπως ζητούν οι Αμερικάνοι.

Πλήγμα στον κυβερνητικό συνασπισμό ωστόσο θεωρήθηκε η άρνηση του SPD να στηρίξει την υποψηφιότητα του προέδρου της γερμανικής δημοκρατίας, Χερστ Κέλερ, η οποία λήγει τον Μάιο του 2009, επιλέγοντας να προτείνει δική του υποψήφιο, αυτήν για την ακρίβεια που είχε αντιπροτείνει το 2004, χάνοντας φυσικά τότε τη μάχη με τη Δεξιά.

Διαφοροποιούμενοι τώρα οι σοσιαλδημοκράτες παραβιάζουν μια μακρά παράδοση της Γερμανίας, βάσει της οποίας ποτέ δεν αμφισβητούνταν η δεύτερη θητεία ενός προέδρου, αλλά αποτελούσε στην πράξη παράταση της πρώτης. Η σύγκρουσή τους, ωστόσο, κινείται σε καθαρά συμβολικό επίπεδο, δεδομένου ότι η θέση του προέδρου είναι καθαρά διακοσμητική. Ούτε την ισχύ των νόμων επικυρώνει ούτε τη Βουλή έχει δικαίωμα να διαλύσει.

Ωστόσο, η παρουσία του Χερστ Κέλερ στη γερμανική προεδρία συμβόλιζε τη δεξιά στροφή της χώρας, επικυρώνοντας και προοικονομώντας τον μαρασμό του ονομαστού κράτους πρόνοιας, καθώς πριν μετακομίσει στο Βερολίνο ήταν γενικός διευθυντής του μισητού Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, άμεσα υπεύθυνου για τη φτώχεια εκατομμυρίων κατοίκων δεκάδων υπανάπτυκτων χωρών. Προτείνοντας οι σοσιαλδημοκράτες για τη γερμανική προεδρία την 65χρονη καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών Τζεσίν Τσβαν, που αποτελεί ιστορικό μέλος του κόμματος, στοχεύουν σε δύο κατευθύνσεις.

Αρχικά, να διαφοροποιηθούν από τη δεξιά και άγρια νεοφιλελεύθερη πολιτική κληρονομιά του τωρινού προέδρου. Κατά δεύτερον, να διαχωριστούν από τη Δεξιά, έτσι ώστε στις εκλογές που θα γίνουν το 2009, να αποφύγουν τον καταποντισμό που προμηνύει η συμμετοχή τους στον κυβερνητικό συνασπισμό. Η αποστασιοποίησή τους από τη Δεξιά, κατεβάζοντας τη δική τους πρόταση για τη θέση του προέδρου, υπογραμμίζεται και για έναν επιπλέον λόγο. Γιατί τότε θα πιεστεί άμεσα το αριστερό κόμμα να ψηφίσει την υποψήφια των σοσιαλδημοκρατών. Αυτό μάλιστα δεν θα επιτευχθεί στη βάση αρχών, λόγω για παράδειγμα των θέσεων της Τσβαν. Από τη δεκαετία του ’80 στη δεξιά πτέρυγα των σοσιαλδημοκρατών ανήκε, και επέκρινε μάλιστα τα ανοίγματα που έκανε τότε το κόμμα προς τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συνάπτοντας επίσημες σχέσεις με συγγενή ιδεολογικά κόμματα, ενώ τώρα έχει επικρίνει δημόσια το αριστερό κόμμα, χαρακτηρίζοντας τις θέσεις του για την παγκοσμιοποίηση αφοριστικές και ελάχιστα εποικοδομητικές. Οι βουλευτές της Αριστεράς ωστόσο θα πιεστούν γιατί, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει τώρα που δεν υφίσταται η απαραίτητη πλειοψηφία στα δύο κοινοβουλευτικά κόμματα τα οποία ψηφίζουν για πρόεδρο, το επόμενο διάστημα (που μαίνεται η διεξαγωγή μιας σειράς εκλογικών αναμετρήσεων στα κρατίδια) αν συνεχίζουν να κερδίζουν ψήφους με τους ίδιους ρυθμούς θα μπορούν το 2009 να εκλέξουν μαζί με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και τους Πράσινους το δικό τους υποψήφιο!

Στριμωγμένη η Αριστερά

Οι σοσιαλδημοκράτες έτσι θα θέσουν ένα εκβιαστικό δίλημμα στην Αριστερά: Ή μαζί για πρόεδρο ή χρεώνεστε την επανεκλογή Κέλερ. Σε περίπτωση που η Αριστερά απαντήσει θετικά και σπεύσει να δώσει πειστήρια υπευθυνότητας, τότε το φιλόδοξο αυτό εγχείρημα πολύ πιθανά να έχει την τύχη της Αριστεράς στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, όπου η σπουδή της να μοιραστεί κυβερνητικές ευθύνες την οδήγησε στην εξαφάνιση και όχι απλώς το περιθώριο.

Στη Γερμανία τυχόν επανάληψη του πειράματος του Βερολίνου, όπου η Αριστερά κυβερνάει μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες, σε κεντρικό επίπεδο θα σημάνει τη δεξιά στροφή του κόμματος και θα επιφέρει την απόλυτη απογοήτευση των ψηφοφόρων του, καθώς η συσπείρωσή τους στο κόμμα της Αριστεράς ήταν αποτέλεσμα της δεξιάς στροφής του SPD. Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα από την άλλη είναι πασιφανές ότι αναζητά οδό διαφυγής από τον θανάσιμο εναγκαλισμό της Δεξιάς και γι’ αυτόν τον λόγο δεν διστάζει να υπονομεύσει τον «μεγάλο συνασπισμό» φλερτάροντας με την Αριστερά.

Όσο όμως παραμένει στα δίχτυα του ακολουθώντας απαρέγκλιτα μάλιστα μια δεξιά αντιλαϊκή πολιτική, η κρίση του θα οξύνεται και τα ποσοστά του θα συρρικνώνονται. Το χέρι βοήθειας που μπορεί να του προσφέρει η Αριστερά το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει θα είναι να οδηγήσει και τους δύο στον εκλογικό διασυρμό και την πολιτική ανυποληψία…


Σχολιάστε εδώ