Το πλατύ… χαμόγελο της κ. Ντόρας
«Το μειδίαμα -μας λέει ο Ποιητής των «Μοιραίων»- είναι βρισιά «με τρόπο»…». Κατόπιν τούτων προσφεύγω στον Χρονογράφο Κώστα Βάρναλη, και δι’ αυτού λαλώ και αμαρτίαν ουκ έχω.
«Το μειδίαμα
« -Δε μου κάθεται στο στομάχι ούτε το ωμό λάδι, ούτε το χταπόδι, ούτε ο παστουρμάς. Μου κάθεται το μειδίαμα των άλλων. Περπατάω στο δρόμο και δε γυρίζω να ιδώ άνθρωπο στα μούτρα μήπως και συναντήσω αυτήν την απαίσια γκριμάτσα, τη χιλιοτραγουδημένη από τους ποιητές, το μειδίαμα. Δεν πάω στα σπίτια, γιατί εκεί θα πνιγώ μέσα στη θάλασσα αυτουνού του κατά συνθήκην ψεύδους. Κι όταν κανταδόρους να κλαυθμυρίζουν, κλειώ τ’ αυτιά μου, γιατ’ είναι αδύνατο να μην ακούσω τον αίνο του μειδιάματος «εκείνης».
Συ στολίζεις την άχαρη φύση
μ’ εν σου μειδίαμα,
με μια ματιά σου..
ή
Θα ζήσω πια τρελή ζωή
Με το χαμόγελό σου…
Γελάς, γελούν τα ρόδα κι
ανθίζουν
Τα κλαδιά…
– Πως σου κατέβηκε αυτή η πετριά;
– Νομίζουμε πως το μειδίαμα είναι εκδήλωση καλών διαθέσεων και πως ομορφαίνει το πρόσωπο. Πλάνη φοβερή. Το μειδίαμα καμουφλάρει τις κακές διαθέσεις κι ασχημίζει το πρόσωπο. Είναι μία «τρέχουσα» μάσκα κοινωνικής υποκρισίας. Μας χαμογελάει συνήθως ο εχθρός μας ή ο εντελώς αδιάφορος. Εκείνος που μας αγαπά πραγματικά δεν έχει ανάγκη να μας χαμογελάσει. Τα καλά του αισθήματα φαίνονται από τον τρόπο που θα μας κοιτάξει, από τα λόγια που θα μας πει, από το ζεστό σφίξιμο του χεριού. Γιατί η αγάπη είναι ζέστα κι αυτή αναδίνεται απ’ όλο το είναι. Ενώ το μειδίαμα εντοπίζει στα χείλη την ψεύτικη καλοσύνη κι ο άλλος αισθάνεται την κρυάδα της από ένα μίλι μακριά. Μειδιά σε όλους ο πολιτευόμενος, η οικοδέσποινα, ο ζητιάνος, κι αυτός που φωτογραφίζεται. Θέλουν να φανούν ευχάριστοι και σε βρίζουν! Το μειδίαμα είναι βρισιά «με τρόπο»! Μερικοί μάλιστα μεταχειρίζονται τόσο συχνά αυτό το μέσο, ώστε βαριούνται και οι ίδιοι και για να εξοικονομήσουν κόπο μειδιούν με το μισό τους στόμα. Ανασέρνουν τη μια γωνιά των χειλιών, ενώ η άλλη μένει ακίνητη και στρυφνή. Αυτούς πρέπει να τους καπελώνει κανείς ή να τους μειδιά κι αυτός (δηλαδή να τους βρίζει) με τον ίδιο τρόπο.
Αλλά η μεγαλύτερη πλάνη είναι πως το μειδίαμα ομορφαίνει το πρόσωπο. Η ομορφιά και των ωραίων και των άσχημων προσώπων είναι η φυσική τους έκφραση, που δείχνει το χαρακτήρα του ανθρώπου, είτε είναι καλός, είτε είναι κακός. Αυτό το ξέρουν οι τεχνίτες κι όταν ζητούνε να δώσουνε την ψυχή με χρώματα ή με όγκους, αποφεύγουν το μειδίαμα, γιατί αυτό κρύβει την ψυχή. Πιστεύεται γενικά πως η Τζοκόντα του Ντα Βίντσι μειδιά. Μονάχα «τυφλοί» ή άνθρωποι που θέλουνε να υποβάλουνε στα μεγάλα έργα τη δική τους μικρότητα, βλέπουνε την Τζοκόντα να μειδιά. Ενώ το περίφημο αυτό πορτραίτο δε μειδιά: δείχνει απλώς με την ξαστεριά της έκφρασης την ξαστεριά και τη σοφία μιας ψυχής…
Ο άνθρωπος που μειδιά -και προπάντων η γυναίκα- θέλει δε θέλει θα μεγαλώσει το στόμα του και θα δείξει τα δόντια του. Αυτό είναι μια ασχημία. Όσο ωραία κι αν είναι τα δόντια, δεν μπορούνε να σκεπάσουνε το μεγάλωμα του στόματος. Αφήνω πως το να βλέπει κανείς τα δόντια τ’ αλλουνού δεν είναι καθόλου ωραίο πράμα. Φαντάσου τώρα να είναι τα δόντια άσχημα: μεγάλα ή κακοβαλμένα. Αν οι γυναίκες ξέρανε αυτόν τον κίνδυνο, θ’ αποφεύγανε το μειδίαμα, όπως ο διάβολος το θυμίαμα.
– Υπάρχουν ωστόσο και μειδιάματα ωραία.
– Μονάχα το πονηρό μειδίαμα, που καταφάσκει στο σεξουαλικό πόθο του άλλου, και μονάχα το μειδίαμα των τρελών, γιατ’ είναι ειλικρινή και τα δύο. Αλλά κ’ ένα ακόμα μειδίαμα είναι υποφερτό, αν και πολύ τριμμένο, το μεταφορικό: «μειδιά η φύση», «μειδιά ο ήλιος» και κάτι τέτοια… Συνήθως όμως οι ποιητές «μειδιούν» φιλολογικά και τότε ακριβώς το μειδίαμά τους είναι εντελώς ψεύτικο. Ο Κανάρης του Παλαμά χαμογελά «με της λεβεντιάς το χαμόγελο». Πράμα αψυχολόγητο και συμβατικό. Ένας ήρωας που ξεκινά για μια μεγάλη πράξη δεν μπορεί να χαμογελά, εκτός αν κοροϊδεύει τους άλλους που μένουν. Επίσης χαμογελούν οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» του Σολωμού στην πιο ακατάλληλη στιγμή: όταν ξεψυχούν από την πείνα:
Κ’ υψώναν με χαμόγελο την όψη την φθαρμένη.
Το καλύτερο λοιπόν είναι να μη χαμογελά κανείς ούτε στη ζωή, ούτε στην τέχνη. Θα βγει κι αυτός κερδισμένος κ’ η τέχνη».
Για την αντιγραφή
Δαμωνίδης