Συνδικαλισμός: Ώρα μηδέν Και τώρα τι;

Η άκρατη κομματικοποίηση κυρίως από τις παρατάξεις που πρόσκεινται στα κόμματα εξουσίας (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ) συμβάλλει στον πολιτικο-συνδικαλιστικό αποπροσανατολισμό και ταυτοχρόνως δημιουργεί αισθήματα ματαιότητας για τη δυνατότητα παρεμβατικού, αποτελεσματικού ρόλου. Και στον ιδιωτικό χώρο, η κρατική οικονομική ενίσχυση (παρότι πρόκειται για λεφτά των εργαζομένων) δημιουργεί προϋποθέσεις για τήρηση ισορροπιών, συμβιβαστικής λογικής και ακόμη ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των ιδιωτών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Hνεοφιλελεύθερη επίθεση κατά δικαιωμάτων και ελευθεριών γίνεται πιο λυσσαλέα καθημερινά και η αναχαίτιση της επέλασης αυτής φαντάζει αδύνατη. «Ώρα μηδέν» για το συνδικαλιστικό κίνημα. Και τώρα τι είναι το μεγάλο ερώτημα.
Το «ΠΑΡΟΝ» ξεκινά μεγάλη έρευνα. Μιλούν διακεκριμένοι εργατολόγοι, κορυφαία συνδικαλιστικά στελέχη, απλοί εργαζομένοι. Μπορεί να ανακάμψει το συνδικαλιστικό κίνημα; Μπορεί να δώσει λύσεις στα πολιτικά και κοινωνικά αδιέξοδα;
Οι καθηγητές κ. Αλ. Μητρόπουλος και Γ. Κουζής καταθέτουν πρώτοι τις απόψεις τους με το ξεκίνημα της έρευνας.
Για μια άλλου τύπου οργάνωση και δράση, για να αναχαιτιστεί η φθορά του εργατικού κινήματος, κάνει λόγο ο κ. Μητρόπουλος. Η ανασύνταξη του μετώπου εργασίας, η οργανωτική ανασυγκρότηση και η αυτονομία των συνδικάτων είναι το «αντίδοτο» που προτείνει ο κ. Κουζής. Συνολικά οι δύο εργατολόγοι υποστηρίζουν τα ακόλουθα:
Ο κ. Μητρόπουλος
Η συζήτηση για τα αίτια της κρίσης του συνδικαλιστικού κινήματος έχει ξεπεραστεί από τα πράγματα. Την κάναμε σε βάθος και είχαμε προειδοποιήσει έγκαιρα με τις μελέτες μας τις συνδικαλιστικές ηγεσίες της πατρίδας μας, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Οι καταιγιστικές εξελίξεις στον κόσμο της μισθωτής εργασίας, η μετατροπή της οικονομίας σε οικονομία των υπηρεσιών, η υποκατάσταση των πολιτικών προγραμμάτων από τις οικονομικές ντιρεκτίβες των διεθνών οργανισμών έχουν ανατρέψει παντελώς το παραδοσιακό πεδίο. Το Συνδικάτο με τη σημερινή του μορφή, γέννημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της κυριαρχίας της μισθωτής εργασίας, «θεσμός της καπιταλιστικής κοινωνίας και όχι θεσμός για τη δυνητική υπέρβασή της», διαρκώς θα φθίνει, αν δεν αλλάξει ριζικά.
Μήπως ήρθε η ώρα για μια, άλλου τύπου οργάνωση, όχι με βάση την κατοχή μιας θέσης εργασίας, αλλά με βάση τη συμμετοχή στην κατανομή του πλούτου;
Μήπως οι ασυμβίβαστοι, όσοι απέμειναν, συνδικαλιστές πρέπει να ανοιχτούν στις πλατύτερες συσπειρώσεις και τις αποτελεσματικότερες παρεμβάσεις στις νέες συνθήκες και να ανοίξουν τις πόρτες τους σε όλες τις δυνάμεις της αντίστοιχης ενεργού, μη ενεργού, δυνάμει και απόμαχης εργασίας;
Θα επιλέξουν αυτόν τον νέο δρόμο ή θα παραμείνουν στην αμυντική, συντηρητική, παρωχημένη και παντελώς ατελέσφορη οργάνωση του παρελθόντος;
Μια νέα συζήτηση για τη νέα φύση και το περιεχόμενο της κινηματικής λειτουργίας και δράσης, στα πλαίσια της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, πρέπει να αρχίσει. Στόχος θα είναι η συμμετοχή όλων των αποκλεισμένων από το πάρτι των ολίγων σε μια νέα κοινωνικοπολιτική εξέγερση και ανατροπή και η ενωτική δράση των πιο ενεργών και πρωτοπόρων τμημάτων τους στον σχεδιασμό του νέου κόσμου. Μόνο έτσι τα νέα υποκείμενα του δρώντος λαού θα είναι αποτελεσματικά.
Ο Γ. Κουζής
Το ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν παρακολουθεί ουσιαστικά τις εξελίξεις ως προς τα νέα κοιτάσματα της μισθωτής εργασίας (γυναίκες, νέοι, ευέλικτοι μετανάστες, νέοι κλάδοι) με αποτέλεσμα η περιορισμένη ένταξη νέων μελών να μην μπορεί να παρακολουθήσει τους ρυθμούς αύξησης της μισθωτής εργασίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα με τον ίδιο αριθμό συνδικαλισμένων μελών που καταγράφονται και στα τέλη της δεκαετίας του ’80 (750.000 μέλη) η συνδικαλιστική πυκνότητα έχει υποχωρήσει κατά 13 μονάδες (από 41% σε 28%). Όταν μάλιστα η πλειοψηφία των συνδικαλισμένων καταγράφεται στον δημόσιο τομέα 55%, η υποχώρηση του τελευταίου, λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για το μέλλον των ελληνικών συνδικάτων, τη στιγμή που η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα δεν υπερβαίνει το 15%. Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να διαφεύγει ότι παρά την κυριαρχία των ΜΜΕ στην ελληνική αγορά εργασίας η συλλογική εκπροσώπηση της εργασίας δεν υπερβαίνει το 2% στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, αρκούμενη στα μεγάλα μεγέθη απασχόλησης λόγω του ελλειμματικού θεσμικού πλαισίου για το οποίο φέρουν ευθύνη εκτός από τον κρατικό νομοθέτη και τα συνδικάτα. Επιπλέον, η εμμονή στην πράξη προς τον οργανωτικό πολυκερματισμό και την πολυδιάσπαση σε μεγάλο αριθμό δευτεροβάθμιων (190) και πρωτοβάθμιων οργανώσεων (3.500) αντί των αναγκαίων συγχωνεύσεων, ενισχύει την αναποτελεσματικότητα και την αδυναμία προσαρμογής στις οικονομικές εξελίξεις. Τέλος, το έλλειμμα του διεθνοποιημένου προσανατολισμού των συνδικάτων αποτελεί έναν πρόσθετο ανασταλτικό παράγοντα για την απάντηση της εργασίας στις διεθνοποιημένες επιλογές του κεφαλαίου.
Η διατήρηση παθογενειών όπως η εσωστρέφεια, οι εσωτερικές έριδες και οι ανταγωνισμοί, η παραταξιοποίηση, οι προσωπικές επιλογές στελεχών, η συνεχιζόμενη οικονομική εξάρτηση που επιβουλεύεται την κινηματική λογική των συνδικάτων προστίθενται στις προηγούμενες οργανωτικές αδυναμίες, που, μαζί με την εισδοχή στους κόλπους τους νεοφιλελεύθερων στοιχείων, διαμορφώνουν τη σύγχρονη εικόνα απαξίωσης συνδικαλιστικών πρακτικών από μεγάλη μερίδα της μισθωτής εργασίας παρά την αναγνώριση της αναγκαιότητας των συνδικάτων.
Η ανασύνταξη των συνδικάτων στηρίζεται στην ανάγκη δημιουργίας ενός μετώπου εργασίας που θα συσπειρώνει τις επιμέρους κατηγορίες που τη συνθέτουν στη βάση της κοινότητας των συμφερόντων, στην ανάγκη οργανωτικής ανασυγκρότησης στη βάση της παρακολούθησης των σύγχρονων οικονομικών εξελίξεων, στην ανάγκη μιας διεθνοποιημένης παρέμβασης ως αντίδοτου στη διεθνοποιημένη στρατηγική του πολυεθνικού κεφαλαίου και τέλος στην αυτονομία μιας γνήσιας συνδικαλιστικής κουλτούρας ανεξάρτητης από έξωθεν χειραγωγήσεις.
Η κρίση των συνδικάτων είναι συνακόλουθη με την κρίση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος που ο νεοφιλελευθερισμός όχι μόνο απέτυχε να διασώσει αλλά οδηγεί τους λαούς σε μεγαλύτερα αδιέξοδα.


Σχολιάστε εδώ