Μια φορά και έναν καιρό

Μάιος 1941. Οι Γερμανοί βρίσκονται εδώ και μερικές εβδομάδες στην Αθήνα. Ο πόλεμος για μας θεωρητικά έχει τελειώσει και προσπαθούμε να προσαρμοσθούμε στην καινούρια μας ζωή. Ένας ένας, συγγενείς και φίλοι καταφθάνουν από το μέτωπο, ταλαίπωροι, νηστικοί και… ψειριασμένοι. Στήνονται στα «πλυσταριά» πρόχειρα και ιδιότυπα «χαμάμ», για ν’ αναζωογονηθούνε, να μπανιαριστούνε και να ξαναγίνουν… άνθρωποι. Στις στολές που φορούσανε, ρίχνουνε πετρέλαιο και τις καίνε σε μια γωνιά για να μη μας κολλήσουν ψείρες, κι όσοι περνούν απ’ την Αθήνα, πηγαίνοντας με τα πόδια στα χωριά τους, δέχονται από αγνώστους ένα πιάτο φαΐ, ένα κοστούμι, ένα πουκάμισο, και παπούτσια, να φτάσουνε μια ώρα νωρίτερα στα σπίτια τους, κοντά στ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, που προσεύχονται γι’ αυτούς και περιμένουν… Δεν υπήρχε τρόπος να μάθεις υπεύθυνα ποιος ζει, ποιος σκοτώθηκε στο μέτωπο και ποιος «φέρεται» αγνοούμενος… Και καρτερείς τον άνθρωπό σου, και περνούν οι μέρες, και θεριεύει μέσα σου η αγωνία. Και ζητάς πληροφορίες από τους τυχερούς που επέστρεφαν, αν ήξεραν, αν άκουσαν, αν είδαν τον στρατιώτη «τάδε» που υπηρετούσε στον δείνα λόχο. Στους δρόμους κυκλοφορούν νέοι με δεκανίκια και πατερίτσες, ανάμεσα σε υπερόπτες Γερμανούς, και οι στερήσεις όσο πάνε και πληθαίνουν.

Οι πρώτοι Γερμανοί που μπήκαν στην Αθήνα στρατοπέδευσαν στην πλατεία Συντάγματος και στον κήπο Κλαυθμώνος, όπου έστησαν ένα υπαίθριο μαγειρείο εκστρατείας. Επιτέθηκαν στις νεραντζιές στον Άγνωστο Στρατιώτη και καταβρόχθιζαν τα νεράντζια. Τους έβλεπαν οι Αθηναίοι να τα δαγκώνουν και να τρέχουν τα ζουμιά από το στόμα τους, και ανατρίχιαζαν με την ιδέα της ξινίλας τους. Αργότερα άρχισαν να εγκαθίστανται πιο… βολικά, σε στεγασμένους χώρους. Τα καλύτερα, τα ιστορικά μας κτίρια τα επιτάξανε για τις υπηρεσίες τους. Και πρώτο το νεότευκτο τότε μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, στην οδό Κοραή, όπου εγκατέστησαν τη «Φελντκομμαντατούρ». Το θωράκισαν τριγύρω με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, και τα υπόγειά του, που κατασκευάσθηκαν για αντιαεροπορικά καταφύγια, τα αξιοποίησαν σαν… κρατητήρια.

Οι χώροι αυτοί, που έχουν μείνει ανέπαφοι, είναι συνταρακτικοί, και ο επισκέπτης θα σχημάτιζε μιαν αμυδρά εικόνα από τα πάθη των γονιών μας. Δυστυχώς, η «Εθνική Τράπεζα», που της ανήκει το κτίριο, τους κρατά ερμητικά κλειστούς, προφανώς για να μην… αγριεύονται οι επισκέπτες. Εκτός εάν η αμπαρωμένη πόρτα είναι σκέτο καμουφλάζ και πίσω της τα ισοπέδωσαν όλα, προς όφελος του κορβανά… Κάτι ύποπτο συμβαίνει. Ας αναλάβει κάποιος να το ψάξει, γιατί θα ‘ναι ντροπή να χαθούνε ζωντανά κομμάτια ιστορίας, όταν οι Γερμανοί επιδεικνύουν χωρίς ενοχές το Νταχάου. Επιτάξανε επίσης το σινεμά «Αττικόν», που το βαφτίσανε «Victoria», και το καφενείο «Πανελλήνιον» στην Πανεπιστημίου, που έγινε το «Σπίτι του στρατιώτη». Μέχρι και τραμ αποκλειστικής χρήσεως καθιέρωσαν για τη Βέρμαχτ, για να μη συναγελάζεται ο περιούσιος λαός με τους έλληνες κουρελήδες. Τα διάφορα «απαγορεύεται», γερμανιστί «φερμπότεν», τα μάθαμε φαρσί, με μουσική υπόκρουση από βιεννέζικες οπερέτες, που τις έπαιζε κάθε τόσο στην «Αίγλη» του Ζαππείου η στρατιωτική τους μπάντα για να ψυχαγωγείται και να ευτυχεί ο λαός.

Κυλούσαν λοιπόν οι πρώτες βδομάδες προσαρμογής μας, με τα ραδιόφωνα σφραγισμένα για να μην πιάνουν άλλους σταθμούς εκτός από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, απ’ όπου μας πέθαναν στις οπερέτες. Μάθαμε απ’ έξω κι ανακατωτά το «Πανδοχείον του λευκού ίππου» του Μπενάτσκυ, τους κ.κ. Λέχαρ και Κάλμαν, εμπεδώσαμε το ρεπερτόριο της δυναστείας Στράους, πατρός, υιού και συνωνύμων, καθώς και τας αοιδούς Μαρίκα Ρεκ και Ζάρα Λεάντερ με το σουξέ της η «Γιούλιτσκα από τη Βουδαπέστη, που ‘χε καρδιά από πάπρικα». Τέλος, τη Λάλα Άντερσεν με τη «Λιλή Μαρλέν». Αυτή μεταδιδόταν κάθε βράδυ στις 10, σαν… βραδινή προσευχή. Κάθε τόσο, για ποικιλία, διέκοπταν το πρόγραμμα για ν’ αναγνωσθεί εις άπταιστον Γερμανική «πολεμικόν ανακοινωθέν» συνοδεία εμβατηρίων. Στο ελληνικό πρόγραμμα, τότε πρωτακούστηκαν τα σκετς με τη «Νίνα και τον Νικολάκη». Τα «νέα» μαθεύονταν απ’ τις διαδόσεις, τις οποίες με τη σειρά μας μεταφέραμε με το σχετικό αλατάκι. Ξαφνικά ένα απόγευμα αμέτρητοι Γερμανοί, συντεταγμένοι, τραγουδώντας «Ολαρία,- ολαρά…», κατηφόριζαν τη Λεωφόρο Συγγρού, και καταλάμβαναν σπίτια και αυλές. Ήταν «αλπινισταί» με το τζόκεϊ πηλήκιο και το εντελβάις σήμα. Αλεξιπτωτιστές με περίεργες φόρμες πάνω από τη στολή τους και, από κοντά, φορτηγά, θωρακισμένα, αντιαεροπορικά και κανόνια, που τα έσερναν βαριά οχήματα έλξεως, και… μουλάρια, μαζί με μαγειρεία εκστρατείας κατάμαυρα, μ’ ένα ψηλό φουγάρο σαν τον «φλάρο» των παλιών βαποριών, και σμήνη από μοτοσυκλετιστές, που φορούσαν… «μάξι» παλτά δερμάτινα ως τους αστραγάλους και αντιανεμικά γυαλιά πάνω στα κράνη. Οι μηχανές τους ήταν άλλες απλές κι άλλες με «καλάθι», οι γνωστές «σάιντ καρ» των προπολεμικών σπόρτσμαν, εξοπλισμένες με πολυβόλα. Με λίγα λόγια ήταν ένα πλήρες εκστρατευτικό σώμα έτοιμο για μάχη.

Όμως, εναντίον ποιου; Διότι πέραν της Συγγρού, μόνο θάλασσα υπήρχε, και όλη αυτή η τεράστια… «αρμάτα» δεν πήγαινε ασφαλώς να καταλάβει τα παραλιακά κεντράκια, τον «Ζέφυρο», την «Κυανή Ακτή» ή το «Μακάο».

Δεν θυμάμαι αν κράτησε μία ή δύο μέρες αυτή η «μάζωξη» με τις βροντώδεις διαταγές των ανωτέρων προς τους κατωτέρους, που ανέκαθεν ήταν το φόρτε των Γερμανών. Εκείνο που θυμάμαι είναι πως ξαφνικά μέσα στη νύχτα, σαν από σύνθημα, οι μηχανές μπήκαν εμπρός. Οι εξατμίσεις από τις μοτοσυκλέτες μοιάζαν με πυροβολισμούς, κι ανάμεσα στους ανάκατους θορύβους διέκρινες τον βηματισμό της μπότας στην άσφαλτο. Ήταν προφανές πως είχαν σχηματιστεί οι λόχοι, και με μια βοή παράξενη, βάδιζαν μες στο σκοτάδι, χωρίς φανφάρες και τραγούδια, ενώ δίπλα τους κινούνταν παράλληλα τα κάθε λογής τροχοφόρα. Με το χάραμα φάνηκαν στον αέρα και αεροπλάνα που απογειώνονταν στη σειρά από το «Χασάνι», το τέως αεροδρόμιο Ελληνικού, και χάνονταν στον ορίζοντα. Ήταν αυγή της 20ής Μαΐου. Κανένα παράθυρο δεν είχε ανοίξει, μα σίγουρα από κάποια γρίλια όλοι παρακολουθούσαν -όπως εγώ- αυτό το μεγαλειώδες «θέαμα», που χαράχθηκε ανεξίτηλα στη μνήμη. Όταν ξημέρωσε οι στρατιώτες είχαν φύγει, αλλά τα καμιόνια πηγαινοέρχονταν, όπως και τα αεροπλάνα, που δεν λέγαν να πάνε να κουρνιάσουν, αλλά πετούσαν σαν αχταρμάς, βομβαρδιστικά, καταδιωκτικά και μεταγωγικά με την αυλακωτή λαμαρίνα, όλα ανάκατα.

Και τότε ήρθε η μεγάλη είδηση: Οι Γερμανοί αποβιβάζονται στην Κρήτη. Κι ύστερα η άλλη, η πιο μεγάλη και η πιο ευχάριστη: «Τρώνε τα μούτρα τους…»

Άγγλοι, Έλληνες μαθητές της Σχολής Ευελπίδων, και κυρίως οι Κρητικοί με τους «γκράδες», τους θερίζουν.

Το βράδυ, ήρθε η πιο ελπιδοφόρα πληροφορία: «Το πρωί δεν θα υπάρχει ούτε ένας ζωντανός από δαύτους στο νησί…»

Η νύχτα δυστυχώς διέψευσε τις ελπίδες. Στέριωσαν. Άρχισαν τις εκτελέσεις. Ισοπέδωσαν χωριά. Και η Κρήτη έμεινε υπό κατοχή και μετά την παράδοσή της Γερμανίας. Είχε το μοναδικό… «προνόμιο» να είναι το τελευταίο ευρωπαϊκό έδαφος που απελευθερώθηκε όταν ο πόλεμος είχε προ πολλού τελειώσει…


Σχολιάστε εδώ