Καλύτερα πρόληψη παρά καταστολή
Στις μέρες που το παγκόσμιο εμπόριο έχει ρίξει τα τείχη των συνόρων κάθε χώρας αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά, ειδικά για τη χώρα μας, ότι είναι ευάλωτη στην αυθαιρεσία και φυσικά δεν μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά τους πολίτες καταναλωτές.
Τα κενά στην κοινοτική και ελληνική νομοθεσία υπάρχουν όσο όλοι δεν αποφασίζουν να δοθεί το βάρος των ελεγκτικών μηχανισμών στην πρόληψη. Δεν μπορεί ένα προϊόν να εισάγεται σε χώρα μέλος της ΕΕ, χωρίς προηγουμένως να έχει γίνει ποιοτικός έλεγχος για την καταλληλότητά του.
Οι τόνοι του ηλιελαίου που έφθασαν στο λιμάνι του Βόλου ελέγχθηκαν μόνον από τους τελωνιακούς υπαλλήλους και μόνον σε ό,τι αφορά τη νομιμότητα του φορτίου, κανείς όμως δεν ενημέρωσε τη Νομαρχία Μαγνησίας ώστε να διενεργήσει ποιοτικό έλεγχο. Έτσι οι τόνοι του επιμολυσμένου ηλιελαίου έφθασαν στο πιάτο μας. Τόσο απλά!
Πρόβλημα πρώτο, ως συμπέρασμα της υπόθεσης: Η πολυδιάσπαση των ελεγκτικών μηχανισμών. Αντί να υπάρχει ένας ενιαίος φορέας ελέγχου τι υπάρχει σήμερα;
– Επιθεωρητές υπουργείων (Αγροτικής Ανάπτυξης, Ανάπτυξης, Υγείας κ.λπ.)
– Οι «ράμπο» του υπουργείου Οικονομικών
– ΕΦΕΤ
– Οι διευθύνσεις των νομαρχιών
Και αυτή η υπόθεση, όπως και άλλες παρόμοιες στο παρελθόν, αποδεικνύουν ότι οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών δεν ασχολήθηκαν και δεν ασχολούνται σοβαρά με το θέμα της διατροφικής αλυσίδας. Φοβάμαι ότι μόλις τα φώτα της δημοσιότητας φύγουν και από αυτήν την υπόθεση θα επιστρέψουμε και πάλι στην προηγούμενη κατάσταση νιρβάνας και έτσι θα παραμείνουμε μέχρι να συμβεί το επόμενο κρούσμα. Χωρίς καμιά διάθεση κριτικής, μεσούσης της κρίσης, τα γράφω αυτά γιατί όσα θα διαβάσετε παρακάτω τα έχω επισημάνει και προφορικώς και γραπτώς σε τρεις υπουργούς δύο κυβερνήσεων από το 2003 που υπηρετώ ως Νομάρχης Αθηνών.
Ξεκινώντας λοιπόν το 2003 ως Νομαρχία Αθηνών μια τεράστια προσπάθεια να ελέγξουμε την αγορά από υγειονομικής, ποιοτικής και αγορανομικής πλευράς, αμέσως καταλάβαμε τα τεράστια προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουμε ώστε οι έλεγχοι να είναι αποτελεσματικοί, προς όφελος των καταναλωτών.
Πρόβλημα δεύτερο: Τεράστιες ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού. Με 85 επόπτες υγείας και 18 κτηνιάτρους, 26 κοινωνικούς λειτουργούς, 13 τεχνολόγους τροφίμων, 5 χημικούς και 16 γεωτεχνικούς, πρέπει να ελέγξουμε περισσότερα από 120.000 καταστήματα πάσης φύσεως (ξενοδοχεία, εστιατόρια, νοσοκομεία κ.ά.) και βέβαια να τηρούμε κατά γράμμα τον νόμο που απαιτεί ο έλεγχος να γίνεται από δύο υπαλλήλους της ίδιας ειδικότητας. Αυτό όπως είναι αντιληπτό μειώνει ακόμη περισσότερο τη δυνατότητα των ελεγκτικών μηχανισμών της Νομαρχίας σε ό,τι αφορά τον αριθμό των καταστημάτων που ελέγχονται. Αρκούν δύο αριθμοί.
Στη Νομαρχία Αθηνών υπηρετούν 1.440 μόνιμοι υπάλληλοι όλων των κατηγοριών, ενώ προβλέπονται 3.657 οργανικές θέσεις. Περιττό να αναφέρω τις ομόφωνες αποφάσεις του Νομαρχιακού Συμβουλίου για τα αιτήματα πρόσληψης μονίμου προσωπικού που εκκρεμούν εδώ και χρόνια στο υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών. Διαρκώς τα τελευταία πέντε χρόνια μιλώ για έλλειψη προσωπικού σε σημείο που για μερικούς να αγγίζω τα όρια της γραφικότητας.
Πρόβλημα τρίτο: Διαπιστώσαμε ότι οι μηνυτήριες αναφορές κατά των παραβατών είναι παντελώς αναποτελεσματικό μέτρο συμμόρφωσης. Το λογικό είναι η εκδίκαση της υπόθεσης να γίνει σε 4 με 5 χρόνια και με ποινή φυλάκισης εξαγοράσιμη, δηλαδή κάποιος που κατά τον έλεγχο βρέθηκε να διακινεί σάπιο κρέας –και μπορεί να έχει πουλήσει μέχρι να πιαστεί εκατοντάδες κιλά– να «καθαρίζει» με 500 ή το πολύ 1.000 ευρώ.
Το 2005 ο υπουργός Δικαιοσύνης Αναστάσης Παπαληγούρας αποφάσισε να καταργήσει το αξιόποινο πολλών παραβάσεων, με συνέπεια να τεθούν στο αρχείο (ν.3346/2005), 500.000 υποθέσεις πλημμελληματικού χαρακτήρα –προς ανακούφιση των δικαστηρίων και για την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης– οι περισσότερες των οποίων υποθέσεις αφορούσαν παραβάσεις με εμπλεκόμενους επαγγελματίες της αγοράς. Ωστόσο, η απόφαση αυτή, πέρα από τα προφανή οφέλη για τη λειτουργία των δικαστηρίων, δεν συνοδεύτηκε από τα απαραίτητα μέτρα για την τιμωρία των ασυνείδητων.
Παράλληλα με τις μηνυτήριες αναφορές για ορισμένες παραβάσεις οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της Νομαρχίας Αθηνών είχαν και έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν και χρηματικό πρόστιμο. Δυστυχώς, τόσο το ύψος των προστίμων όσο και ο τρόπος είσπραξής τους –σύμφωνα με τον Κώδικα περί είσπραξης δημοσίων εσόδων– έχουν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα με τις μηνυτήριες αναφορές.
Πρόβλημα τέταρτο: Το Γενικό Χημείο του Κράτους, που διενεργεί ποιοτικούς ελέγχους, δεν επαρκεί. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον άλλο ένα γενικό χημείο. Δεν είναι δυνατόν η Νομαρχία Αθηνών, που, όπως προανέφερα, πρέπει να ελέγξει 120.000 φορείς, να έχει περιορισμό στον αριθμό των δειγμάτων (σε λάδι, κρέας, μέλι κ.λπ.) που στέλνει προς εξέταση. Αυτό όπως γίνεται αντιληπτό περιορίζει τον δειγματοληπτικό έλεγχο σε έναν πολύ μικρό αριθμό.
Επιπλέον, η Ελληνική Πολιτεία ακόμη δεν έχει ανταποκριθεί στην υποχρέωσή της για τη δημιουργία του Ενιαίου Μητρώου Επιχειρήσεων –όπως επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία– προκειμένου να γνωρίζουν όλοι οι φορείς, ανά πάσα στιγμή, ποιες επιχειρήσεις λειτουργούν και σε ποιο αντικείμενο δραστηριοποιούνται για να μπορεί να τους ελέγχει αποτελεσματικά.
Μετά τις διαπιστώσεις αυτές και την επισήμανση των προβλημάτων στους τρεις υπουργούς Ανάπτυξης των δύο, διαφορετικού χρώματος κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, πρότεινα πολύ συγκεκριμένα:
1ον. Ή αποφασίζετε και στελεχώνετε τις υπηρεσίες των Νομαρχιών και τους δίνετε εξ ολοκλήρου την αρμοδιότητα των ελέγχων ή δημιουργήστε έναν άλλον ενιαίο φορέα και δώστε του όλες τις αρμοδιότητες όπως συμβαίνει και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2ον. Σε ό,τι αφορά τις ποινές είχα προτείνει ο κάθε Νομάρχης να μπορεί να κλείνει οποιοδήποτε κατάστημα (ανεξάρτητα από την αδειοδοτούσα Αρχή) όταν:
Α. Διαπιστώνεται σωρεία υγειονομικών παραβάσεων (θα πρέπει σε αντίθεση με τα όσα ισχύουν σήμερα να υπάρξουν αντικειμενικά κριτήρια – όπως έγινε κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, ώστε να εκλείψει ο υποκειμενισμός του επόπτη υγείας στον χαρακτηρισμό «Επικίνδυνο για τη Δημόσια Υγεία»).
Β. Διαπιστώνεται ότι το κατάστημα διαθέτει προς πώληση μη ασφαλή τρόφιμα ή χρησιμοποιεί μη ασφαλείς πρώτες ύλες.
Γ. Διαπιστώνεται ότι αισχροκερδεί σε βάρος του καταναλωτή (είτε υπερβαίνει το νόμιμο κέρδος είτε υπάρχει διαφορά από το ράφι στην ταμειακή μηχανή).
Είχα προτείνει λοιπόν το κλείσιμο των καταστημάτων αυθημερόν και για μια ημέρα, κατά τη διάρκεια του ελέγχου. Σε περίπτωση που το ίδιο κατάστημα μετά από έλεγχο διαπιστωθεί ότι έχει υποπέσει στην ίδια παράβαση η ποινή του κλεισίματος να διπλασιάζεται, δηλαδή δυο ημέρες. Σε κάθε έλεγχο με την ίδια παράβαση θα διπλασιάζεται και η ποινή.
Δυστυχώς οι προτάσεις μου αυτές εδώ και χρόνια γίνονται σε «ώτα μη ακουόντων». Το δεύτερο δυστύχημα είναι ότι δεν ακούω από αυτούς που πρέπει έναν σοβαρό αντίλογο με επιχειρήματα. Ακούω μαζί με τους πολίτες κάθε φορά που ξεσπά ένα διατροφικό σκάνδαλο μια θεατρική παράσταση των αρμοδίων να μεταθέσουν τις ευθύνες σε κάποιον άλλον, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι με αυτόν τον τρόπο στα μάτια των πολιτών γινόμαστε όλοι αναξιόπιστοι.
Δεν άρεσε σε αρκετούς αρμοδίους όταν κάποια στιγμή, σε μια αντίστοιχη κρίση, είπα σε μια τηλεοπτική συζήτηση ότι οι πολίτες καταναλωτές δεν πρέπει να αισθάνονται ασφαλείς για τίποτα. Είναι όμως η αλήθεια που επιβεβαιώνεται διαρκώς από την πραγματικότητα.
Τελικώς, έχω πειστεί ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μόνο όταν αλλάξουν οι πολίτες καταναλωτές. Δηλαδή μόνον όταν αντιδράσουν μαζικά και η κεντρική εξουσία αισθανθεί πίεση. Ένα ισχυρό καταναλωτικό κίνημα όπως αυτό που υπάρχει στις προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι το μοναδικό φάρμακο. Μέχρι να γίνει αυτό και στη χώρα μας, φοβάμαι ότι απλώς θα καταγράφουμε διατροφικές κρίσεις.