Η Ιερά Σύνοδος και η Πολιτεία να στείλουν αυστηρό μήνυμα στον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο

Την περασμένη εβδομάδα έγινε επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη, στο Φανάρι, του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμου. Στη συνάντηση που είχε με τον Οικουμενικό Πατριάρχη έγιναν δηλώσεις πάνω σε καυτά θέματα της Ελληνικής Εκκλησίας, που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι ο νέος Αρχιεπίσκοπος της Εκκλησίας της Ελλάδος ενέδωσε πλήρως στις εκτός τόπου και χρόνου αξιώσεις που κακώς εγείρει το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πυρήνας των αξιώσεων αυτών είναι η αποδοχή από την Εκκλησία της Ελλάδος του ισχυρισμού ότι οι μητροπόλεις των λεγόμενων «Νέων Χωρών» ανετέθησαν σ’ αυτήν «επιτροπικώς» από το Πατριαρχείο «άχρι καιρού» και ότι επήλθε δήθεν τώρα «ο καιρός» για την άρση της «επιτροπικής» αναθέσεως και την αναγνώριση σ’ αυτές στο Πατριαρχείο ουσιαστικού λόγου και πρωτοκαθεδρίας.
Δεν υπάρχει μητρική και θυγατρική,
αλλά μία Ελληνική Εκκλησία
Στο ίδιο πνεύμα προβάλλεται η ιδέα της μητρικής Εκκλησίας, που είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και της θυγατρικής, που είναι, υποτίθεται, η Εκκλησία της Ελλάδος. Η άποψη αυτή είναι αβάσιμη, γιατί ανεξάρτητα από θεσμούς που την εκπροσωπούν, οι οποίοι αντικαθρεφτίζουν πολιτικές πραγματικότητες, η Ελληνική Εκκλησία, η Εκκλησία του γένους, είναι ουσιαστικά μία.
Είναι προφανές ότι αν το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε ουσιαστική και κατοχυρωμένη ανεξαρτησία και δεν βρισκόταν κάτω από τις συνεχείς πιέσεις και τους περιορισμούς ενός ξένου κράτους, θα ήταν όχι μόνο συμβολική αλλά και ουσιαστική η αναντίρρητη κεφαλή της Ορθοδοξίας και δεν θα χρειαζόταν η προσφυγή σε άλλες δομές εκκλησιαστικής αυτονομίας και αυτοκεφαλίας.
Ποια είναι όμως η πραγματικότητα;
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν μπορεί, παρ’ όλη τη διεθνή υποστήριξη, να ανοίξει ούτε καν τη Σχολή της Χάλκης για την κατάρτιση των στελεχών του. Το τουρκικό κράτος οδήγησε συστηματικά τον Ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως σε έσχατη συρρίκνωση και άφησε μετέωρο το Πατριαρχείο μ’ ένα ελάχιστο πλήρωμα στην έδρα του. Απαιτεί επίσης να έχει λόγο στην εκλογή του Πατριάρχου, να διαγράφει από το πινάκιο όποιον υποψήφιο δεν του αρέσει και ο Πατριάρχης να είναι τούρκος υπήκοος και κάτοικος Κωνσταντινουπόλεως. Ταυτόχρονα, παρεμβάλλει κάθε είδους διοικητικά εμπόδια στη λειτουργία του Πατριαρχείου, διαρπάζει με διάφορα προσχήματα την περιουσία του και αρνείται να το αναγνωρίσει ως Οικουμενικό, παρουσιάζοντάς το ως δήθεν τοπικό σωματείο, υπό την εποπτεία του τούρκου νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Πιστεύει κανείς ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σε θέση να έχει την ουσιαστική εκπροσώπηση της Εκκλησίας της Ελλάδος ή μέρους της ή να αποφασίζει για τα στελέχη της, τη δράση της και την πολιτική της, πέρα από την αναζήτηση μιας κοινής στάσεως στο πνευματικό πεδίο της δογματικής πίστεως;
Προτεραιότητα για την Ελλάδα και το
Οικουμενικό Πατριαρχείο πρέπει να
είναι ο αγώνας για την ουσιαστική
ανεξαρτησία του
Μία από τις συνέπειες της μεγάλης στροφής που έγινε στην ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη και υπουργίας Εξωτερικών Γιώργου Παπανδρέου, ήταν το χαμήλωμα των τόνων γύρω από το κεντρικό θέμα της ανεξαρτησίας και της ελεύθερης λειτουργίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Επικεντρώθηκε η προσοχή σε επιμέρους θέματα, όπως η επαναλειτουργία της Σχολής της Χάλκης, με την ψευδαίσθηση ότι μέσα στο νέο κλίμα της θορυβωδώς προβαλλόμενης ελληνοτουρκικής φιλίας το θέμα αυτό θα έβρισκε τη λύση του και θ’ αποτελούσε ταυτόχρονα λάβαρο για την αξιοπιστία και τις προοπτικές της «νέας» αυτής πολιτικής.
Υπήρχε ενδομύχως η πεποίθηση ότι ο αμερικανικός παράγων θα βοηθούσε αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση, εφόσον μέσα στα νέα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη έχει κάθε συμφέρον να στηρίζει και να προβάλλει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως αντίβαρο στη ρωσική Ορθόδοξη επιρροή και στο Ρωσικό Πατριαρχείο.
Ο αμερικανικός παράγων έχει όμως παραλλήλως και άλλες επιδιώξεις και προτεραιότητες, που έχουν σχέση με την Τουρκία. Έχουν σχέση ειδικότερα με την προώθηση της τελευταίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη λειτουργία της ως αναχώματος στη ρωσική επιρροή και ως σημαντικού παράγοντα στην ευρωασιατική της στρατηγική. Συγκεκριμένα, την αλλαγή των δεδομένων στα Βαλκάνια ώστε να αποκλειστεί επιστροφή στο μέλλον της ρωσικής επιρροής στους Ορθόδοξους λαούς των Βαλκανίων και να παγιωθεί εκεί σταθερά μια «νέα τάξη πραγμάτων».
Στο πλαίσιο αυτό, η αμερικανική πολιτική υποστηρίζει για λόγους αρχής το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Δεν ασκεί όμως οποιαδήποτε ουσιαστική πίεση για να καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία. Δεν θέτει επίσης γενικότερα το θέμα της ανεξαρτησίας και της ελεύθερης λειτουργίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είτε γιατί προτάσσει άλλες δικές της προτεραιότητες στις σχέσεις με την Τουρκία είτε γιατί δεν θέλει να καταστήσει ακόμη πιο προβληματική την πορεία της Τουρκίας προς την Ευρώπη.
Αντιθέτως, κινούμενη από αυτήν τη βασική σκοπιμότητα απευθύνει παραινέσεις προς την Ελλάδα να επιδεικνύει κατανόηση και να μη δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας, με το επιχείρημα ότι, χωρίς τον «εξευρωπαϊσμό» της τελευταίας, δεν μπορούν τα προβλήματα αυτά να λυθούν!
Η Τουρκία διατηρεί την ίδια αδιάλλακτη στάση, αλλά επιδιώκει ταυτόχρονα
να χρησιμοποιεί το Πατριαρχείο ως χαρτί για την ένταξή της στην ΕΕ
Εάν δει κανείς τα πράγματα αναδρομικά, στο μάκρος μιας ολόκληρης ήδη δεκαετίας, φαίνεται απίστευτο ότι η Άγκυρα, έναντι της υποστήριξης της ενταξιακής της προοπτικής από την Ελλάδα, δεν έδωσε ούτε καν το πράσινο φως για το άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Το γεγονός αυτό θέτει αδυσώπητα ερωτήματα σχετικά με την ακολουθούμενη πορεία. Θέτει όμως ταυτόχρονα και το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπροστά στην ανάγκη να πρωταγωνιστεί για την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας και την ελληνοτουρκική φιλία, έστω κι αν η τελευταία αποδεικνύεται στην πράξη μονομερής. Το Πατριαρχείο ελπίζει ότι η πρόοδος προς αυτήν την κατεύθυνση θα βελτιώσει και θα ενισχύσει τη θέση του.
Τι θα σήμαινε όμως στο πλαίσιο αυτό κάθε ενίσχυση του ρόλου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος και κάθε χαλάρωση ή έμμεση κατάλυση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος; Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τις συνέπειες ενός τέτοιου ενδεχόμενου.
Η στήριξη, η διαφύλαξη και η ενίσχυση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην έδρα του αποτελεί για την Ελλάδα πρώτιστο στόχο.
Η προάσπιση και η προώθηση του στόχου αυτού απαιτούν όμως μια πιο σταθερή και ουσιαστική προβολή των προϋποθέσεων που συνδέονται με το Πατριαρχείο. Οι τελευταίες δεν αφορούν μόνο τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, αλλά επίσης γενικότερα την ανεξάρτητη λειτουργία του Πατριαρχείου.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχτεί τη διπρόσωπη τουρκική πολιτική έναντι του Πατριαρχείου. Να το αξιοποιεί δηλαδή αφενός όπου τη συμφέρει για την προώθηση της ευρωπαϊκής της προοπτικής και να τηρεί αφετέρου απέναντί του την ίδια αδιάλλακτη πολιτική. Πολύ περισσότερο, όμως, το ελληνικό κράτος δεν μπορεί να δεχτεί την άμεση ή έμμεση ρυμούλκηση της Εκκλησίας της Ελλάδος ή μέρους της από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν αυτό δεν έχει πλήρως κατοχυρωμένη την ανεξαρτησία και την ελεύθερη λειτουργία του και υφίσταται τη σκαιά μεταχείριση, τις επεμβάσεις και τους περιορισμούς ενός ξένου κράτους.
Το θέμα αυτό είναι μέγιστο για την ελεύθερη και αυτοκέφαλη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και για το ελληνικό κράτος, που έχει εξ ορισμού την ευθύνη για την υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας.
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας και η Πολιτεία θα πρέπει, στο πνεύμα αυτό, να στείλουν αυστηρό μήνυμα στον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος, που έσπευσε να δώσει υποσχέσεις και να αναλάβει δεσμεύσεις για τις οποίες δεν έχει κανένα δικαίωμα και καμιά δικαιοδοσία. Ο τύπος προβάλλει, ορθώς, το περιβαλλοντικό έργο του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου και την επίσκεψή του στην πολύπαθη Πάρνηθα. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για ν’ αποσιωπά ή να περιθωριοποιεί το μέγα θέμα που δημιουργήθηκε με την επίσκεψη του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου στο Φανάρι και με τα όσα αυτός είπε εκεί και διακήρυξε.
Δεν αποτελεί έλλειψη σεβασμού και αγάπης για το Πατριαρχείο η σωστή διασαφήνιση ρόλων και ορίων. Η Εκκλησία της Ελλάδος, για προφανέστατους λόγους, έχει αδιαπραγμάτευτη ανάγκη την αυτονομία και αυτοκεφαλία της, όπως την έχει και το ελληνικό κράτος, που αυτό πρωτοστάτησε για την επιβολή της, όταν ακόμη υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τη Θράκη συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί.
Κάθε άλλη διαμάχη και αμφισβήτηση υπονομεύει την πραγματική ψυχική ενότητα της ελληνικής Ορθοδοξίας και βλάπτει τα συμφέροντα της Ελλάδος στη σημερινή κρίσιμη συγκυρία, κατά την οποία συντελούνται μεγάλες αλλαγές στην περιοχή και επιδιώκονται από τρίτους γεωπολιτικές ανακατατάξεις.


Σχολιάστε εδώ