Η «ηθική» του καπιταλισμού…

Οι μηνύσεις τις οποίες κατέθεσε ο επιχειρηματίας Α. Βγενόπουλος, κατά των κ. Γ. Παπανδρέου και Α. Τσίπρα, εγείρουν δύο σοβαρά ζητήματα, στο θέμα της θεσμικής-δημοκρατικής μας λειτουργίας.

Κατά πρώτον, όταν κάποιος πολιτικός καταγγέλλει αδιαφανείς συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και κυβερνητικής εξουσίας, συναλλαγές που οδηγούν στην άντληση υπερβολικών κερδών από την επιχείρηση, θίγει αυτόματα την «τιμή» και την «αξιοπρέπεια» του επιχειρηματία; Ασφαλώς όχι. Όμως σε κάθε περίπτωση ο πολιτικός λόγος, η πολιτική καταγγελία πρέπει να ανταποκρίνεται στο πολιτικό ήθος, να γίνεται κατά το δυνατόν συγκεκριμένη, να διαφωτίζει την κοινωνία για τις συντελούμενες διαδικασίες και για τις επιπτώσεις τους στον πολίτη, στην ελληνική οικογένεια.

Έχει όρια ηθικής η επιχειρηματική δραστηριότητα; Οι επιλογές μιας επιχείρησης αρκεί να κινούνται στα όρια της τυπικής νομιμότητας (αν και στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχουν πολλά «παραθυράκια» που ακυρώνουν κι αυτήν ακόμα την τυπική νομιμότητα) ή θα πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικής ευθύνης και να δέχονται γενικότερου χαρακτήρα κοινωνικο-ηθικές δεσμεύσεις;

Μια πρώτη απάντηση στο κλασικό αυτό δίλημμα είναι ότι η ηθική δεν έχει καμία σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα. Συνακόλουθα, αν οι επιχειρήσεις αφεθούν ελεύθερες στο έργο τους, χωρίς να τίθενται στις επιλογές τους περιορισμοί πέραν εκείνων που επιβάλλονται από τον νόμο, τότε το όφελος θα μοιρασθεί σε ολόκληρη την κοινωνία.

Ο Milton Friedman κωδικοποιεί αυτή την αντίληψη με τη φράση: «η κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης είναι να αυξάνει τα κέρδη της». («The New York Times Magazine», 13 Σεπτεμβρίου 1970). Στην ίδια «λογική» κινούμενος ο Albert Carr παρομοιάζει την επιχειρηματική δραστηριότητα με ένα παιγνίδι πόκερ στο οποίο οι συμμετέχοντες (πολίτες, πολιτικοί, επιχειρήσεις) προσέρχονται οικειοθελώς, όπως ακριβώς συμβαίνει σε μια χαρτοπαικτική λέσχη. Από εκεί και πέρα ο καθένας «δρέπει» τους καρπούς της συμμετοχής του. Η νομιμότητα περιορίζεται στους κανόνες του παιγνιδιού, αν και τις περισσότερες φορές τα «χαρτιά» είναι σημαδεμένα…

Βεβαίως, από την άλλη πλευρά, είναι ουτοπικό να αναζητούμε ηθικο-κανονιστικές αρχές και οικονομικές-κατηγορικές προστακτικές καντιανού τύπου, ή ακόμα και νεο-αριστοτελικές θεμελιώσεις, προκειμένου να οριοθετήσουμε τη δράση των μηχανισμών του ανταγωνισμού της αγοράς, που έχουν επιβάλει τη δική τους σφαίρα αξιών σε ολόκληρη την κοινωνία, θεοποιώντας το κέρδος και αναγορεύοντας σε «ιερό» την Αγορά.

Όμως σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι οι επιχειρήσεις είναι θεσμικά μέλη της κοινωνίας που διαθέτουν τεράστια ισχύ στον σύγχρονο κόσμο, ώστε να επηρεάζουν σημαντικά, ή και καταλυτικά πολλές φορές, τις οικονομικές, πολιτικές, περιβαλλοντικές αλλά και πολιτιστικές εξελίξεις. Δεν μπορεί, με κανέναν τρόπο, οι επιλογές τους να μη δεσμεύονται από ένα ελάχιστο «ηθικώς επιτρεπτό» όριο, που αφορά τόσο την έννοια της δικαιοσύνης προς την κοινωνία όσο και την αποτροπή βλαβών και κινδύνων προς το κοινωνικό σύνολο.

Δυστυχώς αυτή την τελευταία αντίληψη πολύ μικρός αριθμός επιχειρηματιών είναι πρόθυμος να την υιοθετήσει.

Αντίθετα στην εποχή μας ο απηνής ανταγωνισμός και η επιδίωξη του κέρδους με οποιοδήποτε μέσο (αρκεί να μην επέμβει άμεσα ο εισαγγελέας) έχουν καταστεί κυρίαρχες πρακτικές. Με σημαία το σύνθημα «έξω το Κράτος από την Οικονομία» το Κεφάλαιο επιδιώκει να αποδυναμώσει και να περιθωριοποιήσει από το κέντρο των αποφάσεων την ίδια την πολιτική, τους πολιτικούς, την εκτελεστική εξουσία. Να περάσει δηλαδή στο πρόσταγμα: «Έξω οι πολιτικοί από τις αποφάσεις».

Γι’ αυτό και επιχειρείται να τεθεί «υπό απαγόρευση» οποιαδήποτε δήλωση πολιτικού στρέφεται κατά του υπερβολικού ή του αθέμιτου κέρδους. Η κερδοσκοπική δραστηριότητα, το κέρδος, ως οικονομική αξία και ταυτόχρονα ως ηθική αυταξία, μέσω των αγωγών και των μηνύσεων και των πολιτικών αρχηγών αξιώνει τη δική του νομιμοποίηση.

Επιδιώκει, συνακόλουθα, να αποκτήσει τυπική νομιμότητα, να αναγορευθεί σε συντακτική αρχή. Από τη μια πλευρά ο νόμος και το Σύνταγμα της πολιτείας και από την άλλη ο νόμος και το Σύνταγμα της αγοράς… Κι αυτός ο «νόμος» της αγοράς απαγορεύει και «ποινικοποιεί» την κριτική που μπορεί να ασκηθεί από τους πολιτικούς στις ασύδοτες κερδοσκοπικές δραστηριότητες…

Ασφαλώς το κεφάλαιο, οι επιχειρηματίες δεν αρκούνται στην τυπική νομιμοποίηση των επιλογών τους, αλλά επιδιώκουν και την ευρύτερη κοινωνική τους νομιμοποίηση. Προβαίνουν καθημερινά σε πράξεις αλληλεγγύης και φιλανθρωπίας (κατά κόρον προβαλλόμενες από τα ΜΜΕ), που αφήνουν πάντα ανοικτό το καντιανό δίλημμα αν οι πράξεις αυτές έχουν πράγματι ηθικά θεμέλια ή αποβλέπουν στην κοινωνική αναγνώριση, στην απόκτηση «κοινωνικού κεφαλαίου»…

Όμως πέραν της «φιλανθρωπίας» οι επιχειρηματίες «αγοράζουν» αθλητικά σωματεία, μέσα μαζικής ενημέρωσης, ελέγχουν εκτεταμένες πολιτιστικές δραστηριότητες… Μέσω των επιλογών αυτών επιδιώκουν να διαμορφώσουν ευρύτερους κοινωνικούς συσχετισμούς πίεσης, να «κατευθύνουν» κοινωνικές ομάδες σε κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες, ώστε να πιέζουν και να θέτουν εκβιαστικά διλήμματα στα κόμματα και στους πολιτικούς, ιδιαίτερα όταν πλησιάζει η «ώρα της ψήφου»…

Οι μηνύσεις και οι αγωγές του κ. Α. Βγενόπουλου δεν έχουν, ασφαλώς, ουσιαστικό περιεχόμενο. «Συμβολοποιούν» όμως την επέλευση μιας νέας εξελισσόμενης διαδικασίας στην οποία η πολιτική κριτική και η διαφωνία έχει μόνο μερική νομιμότητα και αυτή εφ όσον δεν θίγει «το κέρδος». Αν σ’ αυτή την εξέλιξη δεν αντιδράσει συντεταγμένα το σύνολο των φορέων του πολιτικού μας συστήματος, τότε δεν είναι μακριά η εποχή όπου οι ομιλίες των πολιτικών θα «εγκρίνονται» από κάποια επιτροπή επιχειρηματιών, πριν να εκφωνηθούν στη Βουλή ή στις κομματικές συγκεντρώσεις…


Σχολιάστε εδώ