Το χρηματοπιστωτικό «τέρας»
Ορθώς ο Πρόεδρος της Γερμανίας συμπύκνωσε και προσδιόρισε τον πυρήνα της κρίσης αυτής, επισημαίνοντας ότι οι «διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές έχουν προσλάβει τις διαστάσεις ενός τέρατος». Γιατί πράγματι, εδώ και λίγα χρόνια ζούμε ένα ιστορικό φαινόμενο: Τον σταδιακό μετασχηματισμό της πραγματικής οικονομίας σε χρηματοπιστωτική οικονομία, τη μετατόπιση από τον κόσμο των πραγματικών αναγκών στη σφαίρα των τεχνητών αναγκών και επιθυμιών. Κι αυτό το «άλμα» πραγματοποιείται μέσα από ιστορικές διαδικασίες που συνεπάγονται ένα τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό, αλλά και ηθικό κόστος.
Ο κρίσιμος μετασχηματισμός και η «αντικατάσταση» της επενδυτικής-παραγωγικής δραστηριότητας από τη χρηματοπιστωτική, τα παγκόσμια δίκτυα οικονομικών συναλλαγών οι οποίες διενεργούνται μέσω του «άυλου» χρήματος, υπόσχονται, θεωρητικά, ένα απέραντο πεδίο οικονομικής ελευθερίας και μια απεριόριστη δέσμη «επιλογών» και ευκαιριών για το «άτομο» της οικουμενικής κοινότητας. Όμως στην πράξη διαμορφώνουν ασφυκτικά πλαίσια που επικαθορίζουν τη ζωή, τις δραστηριότητές του, τις σκέψεις του.
Βασανιστικά επίκαιρη προβάλλει η «προφητεία» του Μαξ Βέμπερ: «Η διάταξη αυτή εξαρτάται από τους τεχνικούς και οικονομικούς όρους της μηχανικής παραγωγής που καθορίζουν με ακατανίκητη δύναμη τις ζωές όλων των ατόμων που γεννιούνται μέσα σʼ αυτόν τον μηχανισμό και ίσως να τις καθορίζει μέχρι να καεί και ο τελευταίος τόνος λιθάνθρακα» (M. Weber «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», 1904-1905).
Το σύγχρονο «πνεύμα» του παγκοσμιοποιούμενου καπιταλισμού έχει οριστικά εγκαταλείψει το παραδοσιακό «σιδερένιο κλουβί» του τεχνικού-βιομηχανικού ορθολογισμού. Το καίριο όμως ερώτημα που τίθεται σήμερα στο άτομο-ιδιώτη δεν είναι το «τι παράγει και πώς το χρησιμοποιεί» αλλά το «τι επιθυμεί και πώς θα το αποκτήσει».
Ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός έχει σαφή απάντηση: Η απόκτηση θα γίνει με τον δανεισμό, με την υπαγωγή της ατομικής οικονομικής ελευθερίας και του προϊόντος της εργασίας (η οποία μετατρέπεται με ραγδαίους ρυθμούς σε απασχόληση, ημιαπασχόληση και ανεργία) στους σιδηρούς νόμους της τραπεζικής/χρηματοπιστωτικής υπερδομής. Δάνεια για την απόκτηση κατοικίας, δάνεια για αυτοκίνητα, για τις σπουδές των παιδιών, δάνεια για την πρόσκτηση καταναλωτικών αγαθών, δάνεια για τις γιορτές και τις διακοπές… Με τον τρόπο αυτόν η χρηματοπιστωτική υπερδομή κατευθύνει και νοηματοδοτεί όχι μόνο τις οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και τις ίδιες τις κοινωνικές δραστηριότητες, τους στόχους και τις αξιακές προτεραιότητες που μπορούν να καθορίσουν τα άτομα.
Άλλωστε η χρηματοπιστωτική αυτή υπερδομή δεν «δρα» αυτόνομα. Συμπορεύεται με τα σύγχρονα πρότυπα ζωής, τα πρότυπα κατανάλωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς. Γιατί σήμερα το άτομο-ιδιώτης αποκτά την «ταυτότητά» του μέσω της κτήσης και της χρήσης καταναλωτικών αγαθών, μέσω της «αποδέσμευσης» από τους παραδοσιακούς περιορισμούς των κοινωνικών προτεραιοτήτων.
Σύγχρονα εξοπλισμένες κατοικίες εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων, κάθε άτομο στην οικογένεια και δικό του αυτοκίνητο, πλήθος τηλεοπτικών συσκευών, κινητών τηλεφώνων, υπολογιστών κ.λπ. σε κάθε σπίτι. Μέσω των «αγαθών» αυτών αποκτά ο σύγχρονος άνθρωπος «κοινωνικό κεφάλαιο» (κατά τον P. Bourdieu). Ο νέος που δεν έχει ακόμα σταθερή εργασία δανείζεται από τις τράπεζες για να αποκτήσει ένα μικρό αυτοκίνητο, προκειμένου να αποκτήσει «υπόσταση», «προσωπικότητα» στον κύκλο του, στις παρέες του. Κι αν τελικά μετά από λίγους μήνες του το κατασχέσουν, θα έχει, έστω και προσωρινά, ζήσει την ψευδαίσθηση της συμμετοχής του στον τεχνητό κόσμο της κατανάλωσης.
Βιώνουμε ένα ανασφαλές παρόν καταναλώνοντας, ληστεύοντας στην πράξη, το μέλλον των επερχόμενων γενεών. Κορύφωση της διαδικασίας αυτής η καταστροφή του περιβάλλοντος, η υπονόμευση της ανθρώπινης ζωής και του ανθρώπινου πολιτισμού στον πλανήτη.
Οι σύγχρονες κοινωνίες βιώνουν σήμερα αυτήν την κρίσιμη –και αγεφύρωτη προς το παρόν– αντίφαση. Από τη μια πλευρά βρίσκεται η «σφαίρα» της πραγματικής οικονομίας, των πραγματικών αναγκών και από την άλλη ο «κόσμος» της πλαστικής και άυλης οικονομικής δραστηριότητας, των τεχνητών αναγκών και επιθυμιών, των πλαστών ατομικών και κοινωνικών «ταυτοτήτων», της φαντασιακής ευφορίας, της προσωρινής ευημερίας.
Η σύγκρουση των δύο αυτών «κόσμων», η οδυνηρή προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα μας αποκαλύπτει το πόσο εύθραυστη και πρόσκαιρη είναι η «σφαίρα» της «πλαστικής» οικονομίας, της «πλαστικής» κοινωνίας.
Όμως ας μην ξεγελιόμαστε. Όσο το σύστημα δεν αντιμετωπίζει σοβαρές αντιστάσεις, θα πορευθεί στον δικό του δρόμο μέχρι να φτάσει στο όριο: όχι απλώς στον «τελευταίο τόνο λιθάνθρακα» που επισημαίνει ο M. Weber. Αλλά στο σημείο εκείνο που το κόστος αναπαραγωγής του συστήματος θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος μετασχηματισμού του, μέσα από την «καταστροφή» των μέχρι τώρα δομικών του μορφών και σχέσεων.
Ίσως η συνειδητοποίηση αυτής της θεμελιώδους ιστορικής αντίφασης που ζούμε συμβάλει στην ενεργοποίηση όλων και ευρύτερων κοινωνικο-πολιτικών δυνάμεων, ώστε να μπορέσει να διαμορφωθεί στην πράξη μια στρατηγική εναλλακτική λύση. Πριν το ίδιο το «σύστημα» αποφασίσει για το ίδιο το μέλλον μας και για τις ζωές μας.