Πήγε Αρχιεπίσκοπος, γύρισε Μητροπολίτης!

Το ερώτημα στα χείλη των περισσοτέρων ήταν «τι θα παιχθεί» και «ποια δώρα έχει για τον κ. Βαρθολομαίο» ο Μακαριώτατος. Η αλήθεια είναι ότι τα είπαν όλα εξαρχής «χαρτί και καλαμάρι». Χωρίς να κρύψουν τίποτα. Πολύ απλά ο Αρχιεπίσκοπος υπέγραψε την πλήρη και άνευ όρων παράδοση της Ελλαδικής Εκκλησίας στο Φανάρι, κάτι που ο Οικουμενικός Πατριάρχης επεδίωκε με προσήλωση εδώ και χρόνια.

Η ουσία των απόψεων Ιερώνυμου σε σχέση με όλες τις απαιτήσεις του Κωνσταντινουπόλεως ήταν: Ό,τι θέλετε, Παναγιώτατε! Μέχρι και ότι θα αλλάξει τον καταστατικό χάρτη δεσμεύτηκε.

Κάνοντας στροφή 180 μοιρών από τη φιλοσοφία και τη θεσμική στάση Χριστόδουλου υιοθέτησε πλήρως τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τόμο του 1850, όπως και την αντίστοιχη Πράξη του 1928, με όλες τις προβλέψεις τους για το καθεστώς των λεγόμενων Νέων Χωρών.

Ήτοι, εφεξής, οι Μητροπολίτες των Νέων Χωρών οφείλουν να δίνουν αναφορά για όλα στον Πατριάρχη, ο οποίος βεβαίως θα έχει βαρύνοντα ρόλο και στην όποια νέα εκλογή μητροπολιτών. Είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος να χαθούν σχεδόν οι μισές μητροπόλεις και τα όρια δικαιοδοσίας της Ελλαδικής Εκκλησίας να υποχωρήσουν μέχρι τη Μελούνα!

Στο ίδιο πνεύμα πάντα ο Αρχιεπίσκοπος υποσχέθηκε ενιαία έκφραση των δύο γραφείων στις Βρυξέλλες και ουσιαστική ενίσχυση και αναβάθμιση του Γραφείου της Πατριαρχικής Αντιπροσωπείας στην Αθήνα.

Εν τω μεταξύ η γενική αίσθηση ότι με τις δρομολογηθείσες εξαγγελίες η Ελλαδική Εκκλησία τείνει να μεταβληθεί σʼ ένα είδος Εξαρχίας, όπου τίθεται εν αμφιβόλω ακόμη και αυτή η Αυτοκεφαλία της, έχει πυροδοτήσει ένα υποβόσκον κύμα αντιδράσεων.

Είναι ενδεικτική, π.χ., η αναφορά όσων παρέστησαν στο περίφημο συλλείτουργο ότι οι περισσότεροι απεχώρησαν κουνώντας με νόημα το κεφάλι τους και με την καυτή διαπίστωση ότι ο Ιερώνυμος ανέβηκε ως Αρχιεπίσκοπος και γύρισε σαν απλός Μητροπολίτης!

Μʼ όλα αυτά διαγράφεται δυστυχώς σιγά σιγά ένα κλίμα διχασμού στην Ιεραρχία, με ορατή την προοπτική να δούμε την παράλληλη λειτουργία δύο αντιλήψεων, δύο Εκκλησιών της Ελλάδας σε μία!

Ταυτόχρονα, όλοι εκείνοι που ομιλούν για άνευ όρων παράδοση δεν αναγνωρίζουν κανένα ελαφρυντικό στον Ιερώνυμο, αφού, όπως λένε χαρακτηριστικά, είχε στα χέρια του και γνώριζε απολύτως τι επρόκειτο να πει και να υποστηρίξει στην ομιλία του ο Βαρθολομαίος, άρα ούτε περίπτωση αιφνιδιασμού του υπήρχε. Δηλώνουν δε την ίδια ώρα έκπληκτοι από την ταχύτητα και την ένταση με την οποία σπεύδει να ανατρέψει όλα όσα επεχείρησε να χτίσει τα τελευταία χρόνια ο προκάτοχός του.

Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις σχέσεις Φαναρίου και Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και το πνεύμα που τις διέπει πλέον, προκύπτει αβίαστα από τον τόνο των εκατέρωθεν προσφωνήσεων: «Όταν εμείς, για υποκειμενικούς, πρόσκαιρους και πολλές φορές επιπόλαιους λόγους, ζητούμε την κατάλυσιν των θεσπισμένων και θεμελιωμένων δομών της Εκκλησίας, γευόμεθα τις συνέπειες των παραθεωρήσεων στο επόμενο βήμα μας», είπε χαρακτηριστικά ο κ. Ιερώνυμος. «Όποιες τυχόν δυσκολίες και ολιγωρίες παρουσιάσθηκαν στο παρελθόν δεν θα επιτρέψουμε με κανέναν τρόπο και από καμία αφορμή να επανέλθουν στο προσκήνιο. Στις θέσεις μας αυτές είμαστε σίγουροι ότι θα έχουμε αρωγό σύσσωμη τη συντεταγμένη Ελληνική Πολιτεία για να βοηθήση, όπου χρειάζεται, στα όρια των ιδικών της και μόνον αρμοδιοτήτων, για την υπέρβασιν των όποιων εμποδίων στην προσαρμογή μας προς το ορθόν», διαβεβαίωσε το Φανάρι ο Αρχιεπίσκοπος, για να καταλήξει εξόχως αποκαλυπτικά: «Δεν έχουμε, Παναγιώτατε, να σας προσφέρουμε τίποτε άλλο, παρά μόνον την αφοσίωσιν που μπορούν να προσφέρουν τα παιδιά στους γονείς τους».

Αναφερόμενος από την πλευρά του στην Αυτοκεφαλία που παραχωρήθηκε το 1850 στην Εκκλησία της Ελλάδος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης τόνισε ότι αυτή έγινε «εν πλήρη επιγνώσει της πολιτειοκρατικής προκατάληψης για τα εκκλησιαστικά» που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα, διευκρινίζοντας ακολούθως με νόημα: «Η χορηγία της διοικητικής Αυτοκεφαλίας και αυτοτέλειας δεν εκριζώνει την “κλιματίδα” εκ της πρωτογενούς αμπέλου, ούτε παραχαράσσει όρια τεθέντα κατά τας Οικουμενικάς Συνόδους και “συμφωνηθέντα” υπό των Πατέρων της Εκκλησίας. Προς τούτο, και ό,τι “άτακτα” βλασταίνει εκ της αμπέλου της Εκκλησίας ως “λαίμαργος παραφυάς” θεωρείται επιβλαβές βλάστημα και ως «μη ποιούν καρπόν καλόν, εκκόπτεται και εις πυρ βάλλεται».

Όπως καθίσταται εμφανές, καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια δεν κατεβλήθη από καμιά πλευρά να αποκρυβεί έστω και διπλωματικά το «ανάθεμα» κατά των επιλογών του Μακαριστού Χριστόδουλου: Το ίδιο εντυπωσιακή, βέβαια, είναι και η επιμονή του Πατριάρχη να οικοδομεί τα πάντα με σημείο αναφοράς το 1850, την περίοδο δηλαδή που η Ελλάδα δεν είχε συμπληρώσει καν δύο δεκαετίες ζωής.

Θα ʼλεγε κανείς ότι ήταν εκεί «ωσεί παρών», με τη σκιά του να πέφτει βαριά ακόμη στον εκκλησιαστικό χώρο.

Και ενώ οι εξελίξεις φαίνεται να είναι ραγδαίες και προς μία κατεύθυνση, ερωτηματικό ωστόσο παραμένει η στάση της Ιεραρχίας, στην οποία υπάρχουν αρκετοί που διαφωνούν μʼ αυτήν την προοπτική.

Ειδικά μάλιστα για την απόφαση προσαρμογής του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Πατριαρχική Πράξη του 1928, που διέπει το καθεστώς διοίκησης των μητροπόλεων των λεγόμενων Νέων Χωρών, η αίσθηση είναι ότι θα είναι πολύ δύσκολο να ληφθεί όταν θα έρθει προς συζήτηση στην κρίσιμη συνεδρίαση της Ιεραρχίας τον προσεχή Οκτώβρη.

Όλα θα κριθούν τότε, οπότε αναμένεται να μιλήσουν κι εκείνοι που τώρα σιωπούν. Το μέγεθος πάντως των τριγμών και των αντιδράσεων, που θεωρούνται βέβαιες, θα εξαρτηθεί αναμφίβολα και από το τι ακριβώς θα πει και θα ανακοινώσει ο Αρχιεπίσκοπος. Από τις επιμέρους διατυπώσεις, τις εξηγήσεις και τους ιδιαίτερους χειρισμούς του ιδίου.

Χρονικό ορόσημο, όμως, πέρα από τη σύγκληση της Ιεραρχίας, αποτελούν και οι εκλογές νέων ιεραρχών για τις χηρεύουσες θέσεις των Ιερών Μητροπόλεων Λευκάδας, Παροναξίας, Θηβών και Λεβαδείας. Από το στίγμα που θα δοθεί εξαρτάται η συνέχιση ή η λύση της σιωπής ορισμένων, συνυπολογιζομένης εδώ και της τελικής έκβασης στο Εφετείο της ιδιάζουσας υπόθεσης με τον πρώην Αττικής.


Σχολιάστε εδώ