Μια φορά και έναν καιρό
Με τη μεθοδικότητα και αυτοθυσίαν επιστήμονος-ερευνητού που δοκιμάζει στον εαυτό του το «καταπότιον» της ανακαλύψεώς του, έτσι και ο νεαρός ανέθεσε στον εαυτό του την πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του. Και εις μεν το έργο, ο Στρατηγός με το πρόσχημα της προίκας απεπειράθη να διαλύσει τον αρραβώνα, αντιθέτως ο εφευρετικός καλλιθεάτης δεν κατέφευγε σε μικροπρέπειες, αλλά κομίζων ανθοδέσμην προσήρχετο και ζητούσε Δόξη και τιμή την «χείραν της κόρης», δηλώνοντας εξ αρχής πως ουδεμίαν οικονομικήν αξίωσιν έχει. Δεν ζητούσε ούτε καν όπως ο Πυγμαλίων «την Γαλάτειαν και μίαν καλύβην», αλλά τη… Γαλάτεια σκέτη, με το «βρακί που φοράει» κατά τη χυδαία λαϊκή έκφραση… γεγονός που το εξετίμησε δεόντως ο πατέρας της νύφης, που ήτανε και τσιγκουνάκος. Τα υπόλοιπα ακολουθούσαν τη φυσιολογική των πραγμάτων σειρά. Επίσημες εμφανίσεις του ζεύγους, έξοδοι μετά της μνηστής ελευθέρως, χωρίς τη συνοδεία φύλακος αγγέλου, συχνά τραπεζώματα από τους γονείς της νύφης, και ταυτόχρονα πλούσιες παροχές από την κοπελιά υπό τη μορφή «δοκιμής» όλων εκείνων των «καρπών» που προορίζονται να φαγωθούν μετά το Μυστήριο του Γάμου… Οι συμπέθεροι πάλιν -δυστυχώς- ήσαν μόνιμοι κάτοικοι παραμεθορίου κωμοπόλεως, υπέφεραν από ποδάγρα και θα ερχόντανε μια και καλή στον γάμο. Έστελναν όμως ταχυδρομικώς τις… ευχές τους. Όπως ισχυρίστηκε και ο ποιητής, που κάτι ξέρει περισσότερο από εμάς, «Δεν είναι ο βίος Μάιος αιώνια, δεν είναι…» άρα κάποτε έφτασε η ώρα του «στρίβειν», και το σχέδιο ετέθη σε εφαρμογή. Πρώτο του μέλημα ήταν να δείξει στη μνηστή του πως είχε ροπή προς τον τζόγο. Την πήρε και πήγαν στον Ιππόδρομο Φαλήρου. Πόνταρε στα φαβορί, που δικαίωσαν τη φήμη τους και τσέπωσαν ολίγον παραδάκι. Είναι φιλάργυρες εκ φύσεως οι γυναίκες, και η δεσποινίς μνηστή δεν αποτελούσε εξαίρεση, όταν μάλιστα τα κέρδη μεταφράσθηκαν αυθωρεί σε δώρα για την αφεντιά της. Την επόμενη Τετάρτη άργησε ο κύριος να πάει στο ραντεβού τους. Εκείνη ανησύχησε.
«Είχα πάει στον ιππόδρομο», δικαιολογήθηκε. «Έχω, βλέπεις, ρέντα από τότε που σε γνώρισα και… είπα να το εκμεταλλευθούμε…»
Θυμήθηκε εκείνη τα δώρα και γεμάτη ανυπομονησία ρώτησε: «Κέρδισες; Πόσα;»
«Μπα, αποκρίθηκε περίλυπος. Στα λεφτά μου ήρθα. Αλλά μη σε νοιάζει, θα τους τα πάρω την Κυριακή!»
Εκτός από τον ιππόδρομο άρχισε να πηγαίνει στο καφενείο «Εθνικόν» να παίζει χαρτιά. Καθότανε σε μέρος εμφανές, ώστε να είναι ορατός από πεζούς κι εποχουμένους. Ήταν πολυσύχναστος ο δρόμος και οι γνωστοί που τον έβλεπαν μετέφεραν τα χαμπάρια στον πεθερό του: «Καλά, αυτός ο γαμπρός σου δεν δουλεύει; Όλο στο καφενείο τον βλέπομε να χαρτοπαίζει…»
Ξεροκατάπινε ο πεθερός. Τον δικαιολογούσε όπως όπως, κι έλεγε της μικρής:
«Κοίτα να τον συμμαζέψεις, γιατί στο τέλος θα μείνετε απένταροι.
«Ζητιάνοι θα γίνετε», πλειοδοτούσε η μαμά, που δεν τον χώνευε… Τον πατέρα της φυσικά άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια, επειδή η κοπέλα «είχε τον τρόπο της», και επειδή ο μνηστήρας άρχισε να πιέζει να γίνει ο γάμος μια ώρα αρχύτερα… Αναρωτιόταν προς τι ξαφνικά αυτή η πρεμούρα.
Κάτι η γκρίνια του μπαμπά, κάτι τα μουρμουρητά και τα σχόλια της μαμάς, ένα βράδυ υπό το σεληνόφως σε μια ρομαντική ακρογιαλιά, επάνω στα σοροπιάσματα, του ζήτησε να ορκιστεί πως δεν θα ξαναπάει στο καφενείο να χαρτοπαίξει. Γεμάτος τρυφερότητα εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά, τη φίλησε στοργικά στο μέτωπο, κι όλος γλύκα, της είπε:
«Μα αγάπη μου, το καφενείο το ‘κοψα εδώ και δέκα μέρες. Τώρα πάω στη Λέσχη του Γκαβού…» Ούτε τι είναι λέσχη ήξερε η μικρή ούτε τον Γκαβό. Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβείς, ήξερε τι είναι λέσχη από το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν «Ο γύρος του κόσμου σε ογδόντα μέρες», όπου ο ευπατρίδης Φιλέας Φογκ, στη λέσχη του στο Σίτυ του Λονδίνου, έβαλε το περίφημο στοίχημά του. Έτσι δεν ανησύχησε. Όταν το ανέφερε όμως στον πατέρα της, τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Λίγο έλειψε να λιποθυμήσει.
«Θα του μιλήσω του κερατά», είπε αγριεμένος. «Θα του μιλήσω κι αν δεν βάλει μυαλό θα τον πάρει και θα τον σηκώσει… Κι όλο βημάτιζε πέρα δώθε και μονολογούσε, ενώ η γυναίκα του λιβάνιζε το σπίτι να φύγει ο εξαποδώς που τους έβαλε στο σημάδι. Μόλις ήρθε το βράδυ κακόκεφος ο γαμπρός, τον πήρε ιδιαιτέρως. Κλειστήκανε στο μικρό δωματιάκι, το βοηθητικό, εκεί που καθόταν και καρίκωνε τις κάλτσες η κυρία, και χωρίς προλόγους, του είπε ξερά:
«Μαθαίνω φοβερά και τρομερά πράματα για σένα, που δεν θέλω να τα πιστέψω…» Ο γαμπρός γεμάτος ενοχές κατέβασε τα μάτια. Ακολούθησε μικρή σιωπή κι αμέσως μετά έκρηξη: «Μαθαίνω πως είσαι χαρτοπαίκτης!» Ο γαμπρός αναστέναξε. Ο πεθερός το κρεσεντάρισε: «Έμαθα ακόμα πως ξημεροβραδιάζεσαι στις λέσχες…» Ο πληθυντικός έδινε έμφαση στα λόγια. Ύστερα χαμήλωσε τους τόνους και προσπάθησε να τον νουθετήσει, αραδιάζοντας παραδείγματα από κακοκέφαλους ανθρώπους, που κατέληξαν στον όλεθρο. Μόλις έγινε κατανοητός, μπήκε στο… ψητό:
«Είμαστε άντρες. Δώσε μου τον λόγο της τιμής σου πως θα κόψεις τον τζόγο!»
Ο νεαρός σηκώθηκε. Πήρε σοβαρό ύφος, ύψωσε το χέρι του όπως τότε στους προσκόπους και, γεμάτος συγκίνηση, με στακάτα λόγια, είπε:
«Ορκίζομαι να μην ξαναπιάσω χαρτιά, ούτε σε λέσχη να ξαναπατήσω. (Παύση) Μόλις τους… ξοφλήσω!»
Γερό κόκαλο ο γέρος. Παρά τις κακουχίες της Αλβανίας, παρά την πείνα της Κατοχής, παρά τον εξανθηματικό που πέρασε ξώφαλτσα και την υψηλή του πίεση που έβαζε βδέλλες, δεν έπαθε εγκεφαλικό.
«Χρωστάς πολλά;» ψέλλισε. Ο γαμπρός του αντιπαθούσε τα νούμερα. Αποκρίθηκε με… επίρρημα:
«Αρκετούτσικα!» Πιο κόκκινος κι από την παπαρούνα του Αττίκ ο πεθερός, επέμεινε:
«Πόσα; Να τους τα δώσουμε να πάν’ στο διάολο…»
Τώρα εξαγριώθηκε ο νεαρός. Έβαλε τις φωνές:
«Για ποιον με περάσατε; Για κανέναν ουτιδανό; Θα δεχθώ ΕΓΩ να πάρω λεφτά από εσάς; Για μια τρέλα μου, για μια απεχθή μου εξάρτηση; Δεν πάω καλύτερα στην Ομόνοια να πέσω στον ηλεκτρικό…» Ήταν της μόδας τότε, οι «Ιδανικοί αυτόχειρες», όταν δεν το ανέβαλλαν, να πηδάνε στις γραμμές του ηλεκτρικού, καθώς έμπαινε το τρένο στον σταθμό. Ξαφνικά ξεφούσκωσαν και οι δύο και ακολούθησε περίοδος ηρεμίας. Είχανε αγοράσει προ καιρού κουφέτα και μισό τόπι τούλι για τις μπομπονιέρες, αλλά σταμάτησαν να τις φτιάχνουν. Τσιμπολογούσαν μάλιστα τα κουφέτα, λες και δεν τα χρειάζονταν πια. Κατά τα άλλα το ζευγάρι εξακολούθησε ν’ απολαμβάνει τη ζωή των μνηστευμένων… Για τον άλκιμο νέο όμως ο κύκλος είχε συμπληρωθεί και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της… εκτοξεύσεώς του. Καταφθάνει λοιπόν ένα βράδυ στο σπίτι της μνηστής του, κρατώντας ανθοδέσμη. Όλο χαρά την πήρε εκείνη, κοιτάζοντάς τον στα μάτια γεμάτη ερωτισμό. Πρόσεξε όμως πως έλειπε η βέρα του. Αγρίεψε. Ξύπνησε μέσα της η ζήλια. Γιατί την έβγαλε; Ήταν με άλλη γυναίκα; Έτοιμη να τον κατασπαράξει άρχισε τη σκληρή ανάκριση μέχρι που εκείνος έσπασε και ομολόγησε:
«Την ακούμπησα ενέχυρο…» Δύσπιστη η αρραβωνιάρα ήθελε κρείσσονες αποδείξεις. Της έδειξε το χαρτί του ενεχυροδανειστηρίου. Και δεν «ακούμπησε» μονάχα τη βέρα, αλλά και το ρολόι του κι ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα… Έβαλε τα κλάματα η μικρή και έπεσε μ’ αναφιλητά στην αγκαλιά του πατέρα της, που κρυφάκουγε απ’ το πλαϊνό δωμάτιο. Χωρίς να πει τίποτα εκείνος, της έβγαλε τη βέρα και γεμάτος οργή πήγε και την έδωσε στον υποψήφιο… τέως γαμπρό του, λέγοντάς του ενώ έτρεμε ολόκληρος: «Να! Δώσε κι αυτήν ενέχυρο. Και κοίτα, μη σε ξαναδούν τα μάτια μου γιατί θα στα κόψω τα πόδια…