ΚΛΕΨΕ, ΑΡΠΑΞΕ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ, ΘΑ ΒΓΕΙΣ ΛΑΔΙ

Η χώρα η ανθόσπαρτη
είναι γεμάτη αγκάθια,
τής πλεονάζει τό κακό
κι όλα τά κατακάθια.

Αφ’ ότου «ελευθερώθηκε»
απ’ τόν ζυγόν τών Τούρκων
σπανίως βγάζει κεφαλή
απ’ τόν οζώδη βούρκον.

Κι όταν τή βγάζει περπατά
τρικλίζουσα, σκυμμένη
διατί δέν ξέρει τήν οδό
τήν όντως τιμημένη.

Καμάρι εξαπτέρυγο
ο βυζαντινισμός της
καί εκ τών πάντων συνεχώς
ο πλήρης βιασμός της.

Κατήντησε κρατίδιο
υπό τό κράτος άλλων
καί έγινε από αηδών
έν σμήνος παπαγάλων.

Ιέρακες καί αετοί
σαφώς προσβεβλημένοι
άφησαν κότες πίσω τους
κι έφυγαν οργισμένοι.

Εις ένα κοτοστάσιο
ζώμεν μιάν τυραννία
μιάς καί ο κάθε εις σφαγεύς
κρατάει τά ηνία.

Είναι κτισμένη η Ελλάς
εις τά ερείπιά της,
εις τούς αρχαίους της ναούς
καί στήν παλιά σκιά της.
Αν πείς πώς είσαι Έλληνας
«εθνικιστής» καλείσαι
δέχεσαι, δέ, καί αφορισμούς
κι ακολουθεί τό «σβήσε».

Κανδήλια, λιβανίσματα,
ανεβοκατεβαίνουν
κι ή προσκυνάς εικόνισμα
ή διάβολοι σέ παίρνουν.

Όμως δέν τίπτεται ο παπάς
–δοθείσης ευκαιρίας–
νά καίει η κανδήλα του
έλαιον Ουγγαρίας.

Νά είναι φώς ανέσπερο
τό φώς ορυκτελαίου
καί νά βοούν οι μηχανές
κάθε πολυελαίου.

Χώρα τών πάντων πάντοτε
καί δή σχιζοφρενίας,
πώς διάβολο κατήντησες
χώρα βλακών κι ανίας;

Μέ ποίον, τάχα, υλικό
φτιάχνεις τούς ηλιθίους
καί στά νοσηλευτήρια
σμήνη από ορθίους;

Πέτρα τήν πέτρα περπατώ
τή βρώμα σου ανασαίνω,
μία φορά μέ γέννησες
καί χίλιες δυό πεθαίνω.
Ακροβατώ εις τά ψηλά,
στά χαμηλά χωλαίνω
καί ότε προσγειώνομαι
τά τραύματά μου δένω.

Όσα κι άν πράττεις χώρα μου
νά ξέρεις σέ λατρεύω
(πές μου γιατί ζαλίζομαι
μαζί σου όταν χορεύω;).

Διατί μέ πιάνει εμετός
καί κάποια αναγούλα;
Μήπως στάς άλλας εκλογάς
θά βγάλεις τόν Γιαγκούλα;

«Αλήθεια, πώς ξεπέσαμε
καί πώς εκαταντήσαμε,
ανόθευτο κι απούλητο
τίποτα δέν αφήσαμε».

Γεώργιος Μολφέτας
«ΖΙΖΑΝΙΟΝ» 1892-1916


Σχολιάστε εδώ