Επιβεβαίωσε την ισχύ της η Χεζμπολάχ στον Λίβανο

Οι μάχες ξέσπασαν όταν ο πρωθυπουργός του Λιβάνου, Φουάντ Σινιόρα, άνθρωπος του Ισραήλ και των Αμερικανών, έδωσε εντολή να διακοπεί η λειτουργία του ενσύρματου τηλεπικοινωνιακού δικτύου που λειτουργεί παράλληλα με το δημόσιο η Χεζμπολάχ, να ξηλωθεί το δίκτυο των καμερών που έχει εγκαταστήσει η σιιτική οργάνωση στο διεθνές αεροδρόμιο της Βηρυτού και ταυτόχρονα ζήτησε την απομάκρυνση του διευθυντή ασφαλείας του αεροδρομίου, ο οποίος αν και δεν ανήκει στη Χεζμπολάχ είναι φιλικά διακείμενος απέναντί της. Τα αιτήματά του προκάλεσαν την οργή του ηγέτη της οργάνωσης, σιίτη κληρικού Νασράλα, ο οποίος σε διάγγελμά του εξήγησε ότι ο θρίαμβος της λιβανέζικης αντίστασης εναντίον του εβραϊκού κράτους τον Αύγουστο του 2006 δεν οφειλόταν μόνο στη στρατιωτική ετοιμότητα και τη αυτοθυσία της Χεζμπολάχ, αλλά και τη δυνατότητά της να επικοινωνεί με ασφαλή τρόπο, χωρίς να γίνεται αντιληπτή από τους εισβολείς. Στη συνέχεια κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι επιδιώκει να μετατρέψει το αεροδρόμιο σε βάση των αμερικανικών και ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών.

Επίδειξη δύναμης από τους σιίτες

Την αμέσως επόμενη μέρα, στις 8 Μαΐου, μαχητές της Χεζμπολάχ βγήκαν στους δρόμους και δεν χρειάστηκαν παρά λίγες μέρες για να καταλάβουν τα σημαντικότερα σημεία της πόλης και όλους τους δρόμους προς το αεροδρόμιο, το οποίο στη συνέχεια διέκοψε τη λειτουργία του. Οι ηγέτες δε της κυβερνητικής πλειοψηφίας (Φουάντ Σινιόρα, ο πολυεκατομμυριούχος Σαάντ Χαρίρι, γιος του δολοφονηθέντος πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι, και ο ηγέτης των Δρούζων, Ουαλίντ Τζουμπλάντ, τον οποίο οι Σιίτες κατονομάζουν ως πραγματικό πρωθυπουργό) έμειναν εγκλωβισμένοι στα σπίτια τους περιφρουρούμενοι από ένοπλους φρουρούς τους και δυνάμεις του στρατού. Οι ένοπλες συγκρούσεις δε μαχητών της Χεζμπολάχ με άλλους ενόπλους οδήγησαν στον θάνατο περισσότερα από 100 άτομα. Αυτό ωστόσο που έμεινε ήταν η επίδειξη δύναμης της Χεζμπολάχ, η απαράμιλλη και αμείωτη στρατιωτική ικανότητά της.

Τα αιματηρά επεισόδια στον Λίβανο, που ξύπνησαν μνήμες από τον εμφύλιο που συντάραξε τη χώρα από το 1975 μέχρι το 1990, έφεραν ωστόσο στην επιφάνεια την πολιτική κρίση που δοκιμάζει τη χώρα το τελευταίο διάστημα, συγκεκριμένα από τον Δεκέμβρη του 2006. Στο πλαίσιό της έχει αποχωρήσει η Χεζμπολάχ από την κυβέρνηση – η οποία πλέον δεν λειτουργεί και μόνο κατ’ όνομα υφίσταται κι επίσης δεν έχει εκλεγεί πρόεδρος της χώρας. Το αίτημα που έθετε όλο αυτό το διάστημα η Χεζμπολάχ ήταν ένα και συγκεκριμένο: να αποκτήσει δυνατότητα βέτο στις αποφάσεις της κυβέρνησης. Είναι ένα αίτημα που έχει απορριφθεί από την κυβέρνηση και όλες τις μεγάλες δυνάμεις που αναμιγνύονται εκ παραδόσεως στα πολιτικά πράγματα του Λιβάνου, με το αιτιολογικό ότι είναι αυθαίρετο και δεν θεμελιώνεται στο σύνταγμα της χώρας. Εκ πρώτης όψεως έτσι φαίνεται.

Συνταγματικά κατοχυρωμένη

καλπονοθεία

Στην πραγματικότητα όμως το αίτημα της Χεζμπολάχ είναι το ελάχιστο που μπορεί να ζητήσουν οι σιίτες, για να αποκατασταθεί η τεράστια αδικία που γίνεται εις βάρος τους. Στον Λίβανο η αντιπροσώπευση στη βουλή γίνεται με βάση τα δημογραφικά δεδομένα του 1932 – τότε ήταν η τελευταία φορά που έγινε απογραφή του πληθυσμού. Βάσει αυτών οι 128 έδρες μοιράζονται κατά το ήμισυ στους μουσουλμάνους και τους χριστιανούς. Οι 64 έδρες των μουσουλμάνων επιμερίζονται ως εξής: 27 στους σουνίτες, 27 στους σιίτες, 8 στους δρούζους και 2 στους αλεβίτες. Οι 64 έδρες των χριστιανών κατανέμονται με τον εξής τρόπο: 34 στους μαρονίτες, 14 στους ελληνορθόδοξους, 8 στους ελληνοκαθολικούς, 5 στους αρμένιους ορθόδοξους, 1 σε ορθόδοξους καθολικούς, 1 σε προτεστάντη και άλλη 1 σε υπόλοιπους χριστιανούς. Με βάση τα ίδια δεδομένα ο πρόεδρος του Λιβάνου προβλέπεται να είναι χριστιανός μαρωνίτης, ο πρωθυπουργός σουνίτης και ο πρόεδρος του κοινοβουλίου σιίτης. Από το 1932 όμως μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί τεκτονικές αλλαγές στον πληθυσμιακό χάρτη του Λιβάνου στην κατεύθυνση αύξησης των σιιτών και μείωσης των χριστιανών. Δύο γεγονότα είναι που ενισχύουν αυτή την τάση. Το πρώτο είναι η μαζική μετανάστευση προς τη Δύση όσων έχουν φυσικά την οικονομική δυνατότητα και αυτοί κυρίως είναι οι χριστιανοί. «Ένα εκατομμύριο έχουν εγκαταλείψει τον Λίβανο την τελευταία δεκαετία», ανέφερε η ισπανική εφημερίδα «Ελ Παΐς» την Τρίτη 6 Μαΐου. Συνέχιζε το ρεπορτάζ της, τονίζοντας ότι το φαινόμενο «έχει αυξηθεί μετά τον πόλεμο μεταξύ Χεζμπολάχ και Ισραήλ το 2006. Αν στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν οι αγρότες και τεχνίτες αυτοί που έφτιαχναν τις βαλίτσες τους, τώρα είναι μηχανικοί, γιατροί και οικονομολόγοι οι οποίοι αναχωρούν προς τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τον Καναδά, τα Αραβικά Εμιράτα ή το Κουβέιτ». Η δεύτερη αυτοτελής τάση είναι τα υψηλά ποσοστά γεννήσεων που καταγράφονται στη σιιτική φτωχολογιά του νότου. Από κοινού, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αυτές οι δύο δυναμικές επιβεβαιώνουν ότι οι σιίτες αντιπροσωπεύουν πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του λιβανέζικου πληθυσμού από το 21% που αντιστοιχεί περίπου στις 27 έδρες τους στη βουλή των 128 αντιπροσώπων. Η σημαντική εκλογική επιρροή των σιιτών και της Χεζμπολάχ (που πέρα από την πληθυσμιακή αναλογία προέρχεται και από το πολιτικό κύρος που απολαμβάνουν λόγω του πλήγματος που κατάφεραν στους Ισραηλινούς το 2006) είναι γνωστή σε όλον τον πολιτικό κόσμο του Λιβάνου και γι’ αυτόν τον λόγο αρνούνται να κάνουν απογραφή του πληθυσμού όπως γίνεται σε όλες τις πολιτισμένες χώρες μια φορά τη δεκαετία. Έτσι, κανείς δεν ξέρει τον ακριβή πληθυσμό του Λιβάνου, το μόνο ότι σε αδρές γραμμές αυτός υπολογίζεται στα 4 εκατ.

Κανονικά λοιπόν η Χεζμπολάχ δικαιούνταν να απαιτήσει την αναθεώρηση του συντάγματος και τη γενναία αύξηση των εδρών που της αντιστοιχούν με βάση τις αναλογίες των θρησκευτικών μειονοτήτων. Κι αντί γι’ αυτό, χαμηλώνει τον πήχη και ζητάει τη δυνατότητα του βέτο, έτσι ώστε να αποτρέπει αποφάσεις που θέτουν σε κίνδυνο την υπόσταση και την ακεραιότητα της χώρας… εις ώτα φυσικά μη ακοώντων. Όσο όμως δεν λύνεται αυτό το θεμελιακό ζήτημα, που σε τελική ανάλυση αφορά τη γνησιότητα της εκλογικής αντιπροσώπευσης, η πολιτική κρίση δεν θα ξεπερνιέται.

Οξύνεται η ένταση

Η ένταση μάλιστα στον Λίβανο θα οξύνεται, φέρνοντας όλο και πιο κοντά το ξέσπασμα ενός νέου εμφυλίου πολέμου, όσο θα εντείνονται οι προσπάθειες του Ισραήλ και των Δυτικών να ξεμπερδεύουν με την Χεζμπολάχ, γνωρίζοντας ότι έτσι περιορίζουν τη δύναμη του Ιράν και της Συρίας, απ’ όπου στηρίζεται ποικιλοτρόπως η σιίτικη αντιστασιακή οργάνωση. Σε αυτό ακριβώς το σχέδιο εντασσόταν άλλωστε και η προσπάθεια του Φουάντ Σινιόρα να διαλύσει το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο της Χεζμπολάχ, που κατείχε στρατηγική θέση στην επιχειρησιακή της ικανότητα. Οι προσπάθειες των Αμερικανών να υπονομεύσουν τη Χεζμπολάχ περνούν ως προς το παρόν μέσα από την ενίσχυση του λιβανέζικου στρατού και της αστυνομίας. Από το καλοκαίρι του 2006 μέχρι τώρα, όπως ανέφεραν οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» τη Δευτέρα 12 Μαΐου, η Ουάσινγκτον έχει παράσχει στην κυβέρνηση του Σινιόρα 1,3 δισ. δολ. υπό τη μορφή βοήθειας, από τα οποία τα 400 εκατ. κατευθύνθηκαν στον στρατό και την αστυνομία. Περισσότερη ένταση προαναγγέλλει επίσης και η επιτάχυνση των διαδικασιών απαγγελίας κατηγοριών από τη μεριά του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου με αφορμή τη δολοφονία του αντι-σύρου πολιτικού Ραφίκ Χαρίρι. Οι Αμερικάνοι και οι άνθρωποί τους στον Λίβανο θα επιχειρήσουν με αυτόν τον τρόπο να ασκήσουν διώξεις σε όσους πολιτικούς συνδέονται με το καθεστώς της Συρίας και να ξεκαθαρίσουν το πολιτικό τοπίο όπως λίγο πολύ συνέβη στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Η αντίδραση της Χεζμπολάχ επομένως όσο κι αν ήταν ασυνήθιστη, χαρακτηρίζοντας επί της ουσίας αιτία πολέμου την προσπάθεια διάλυσης του τηλεπικοινωνιακού της δικτύου, έφερε στην επιφάνεια μια τεράστια μάχη που διεξάγεται υπογείως με ευθύνη των Αμερικανών και του Ισραήλ και την ανοχή των αμερικανόφιλων σουνίτικων καθεστώτων της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και της Ιορδανίας.


Σχολιάστε εδώ