Προσωπικά βιώματα για την Αποστασία
Στο διάλειμμα της εξαιρετικής αυτής παράστασης άκουσα από το τρανζιστοράκι κάποιου παρακείμενου νέου ότι ορκίστηκε πρωθυπουργός της χώρας ο Γεώργιος Νόβας, με υπουργό Εσωτερικών τον Ιωάννη Τούμπα και υπουργό Άμυνας τον Σταύρο Κωστόπουλο. Η είδηση μεταδόθηκε αστραπιαία από τα βραχάκια στις κερκίδες του ρωμαϊκού θεάτρου και πλειάδα θεατών, προϊδεασμένοι καθώς ήταν από τις τρεις επαίσχυντες επιστολές του νεαρού τότε βασιλιά Κωνσταντίνου προς τον πρωθυπουργό του 53% Γεώργιο Παπανδρέου, χυθήκανε στους δρόμους, ανάμεσά τους και η αφεντιά μου, σφόδρα αναστατωμένοι και εξοργισμένοι. Σημειώνω ότι η Αμαλίας, η Βασιλίσσης Σοφίας, η Πανεπιστημίου και η Σταδίου, στις περιοχές κυρίως κοντά στην πλατεία Συντάγματος, ήταν γεμάτες από εκατομμύρια φέιγ-βολάν (feuilles volantes, για τους γαλλομαθείς) με περιεχόμενο υβριστικότατο για τον Γέρο της Δημοκρατίας. (Όλα, τουτέστιν, ήταν άριστα προετοιμασμένα.)
Από την επομένη οι μαχητικές διαδηλώσεις εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων ανά την επικράτεια ήταν καθημερινές εναντίον του Παλατιού, των υποκινητών (και χρηματοδοτών) της Αποστασίας Αμερικανών, καθώς και του αρχιτέκτονά της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τον οποίο στολίζαμε με τους πιο καυστικούς χαρακτηρισμούς. (Τον πρώτο πρωθυπουργό και «ποιητή» της Αποστασίας Νόβα τον χλευάζαμε απλώς, και στο στόμα του καθενός και της καθεμιάς μας ήταν το πασίγνωστο και απολαυστικό στιχούργημά του «και ήταν τα στήθη σου άσπρα σαν τα γάλατα και μου ‘λεγες γαργάλα τα»!)
Ταυτόχρονα γοητευόμαστε και εμπνεόμαστε από τη ρητορική δεινότητα του Γεωργίου Παπανδρέου, ο οποίος αμέσως μετά την ορκωμοσία του Νόβα κήρυξε τον δεύτερο ανένδοτο αγώνα. (Κατάπτυστη υπήρξε η συμπεριφορά του Κωνσταντίνου. Στις 7 το βράδυ είχε δεκάλεπτη συνάντηση με τον νόμιμο πρωθυπουργό της χώρας, που του είπε ότι την επομένη θα του παρέδιδε γραπτώς την παραίτησή του, και στις 7.50 όρκισε πρωθυπουργό τον Νόβα!) Μετά τα μεσάνυχτα το ΕΙΡ μετέδωσε το πρώτο τσουχτερότατο μήνυμα Παπανδρέου (που κόστισε την απόλυση στον τότε υπεύθυνο του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Αναστάση Πεπονή για τη θαρραλέα απόφασή του να μην το αγνοήσει.) Ιδού κατά λέξη πώς άρχιζε: «Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του Πολιτεύματος. Η κυβέρνησις του λαού εξηναγκάσθη εις παραίτησιν. Και εκλήθη να κυβερνήση μία ομάς προδοτών της Ενώσεως Κέντρου. Αλλά δεν συνέβη μόνον παραβίασις του Πολιτεύματος. Συνέβη επίσης και διακωμώδησις. Ο τρόπος της καταλήψεως της Αρχής από την κυβέρνησιν των ανδρεικέλων έχει προσλάβει τον χαρακτήρα φαιδρού πραξικοπήματος. Εις τα ανάκτορα ενήδρευεν ο ακατονόμαστος πρόεδρος της Βουλής διά να ορκισθή αμέσως μετά την αναχώρησίν μου.»
Κάνω τώρα ένα άλμα μερικών ετών, διότι δεν έζησα όσα συνέβησαν μετά την υπερψήφιση της κυβέρνησης Στέφανου Στεφανόπουλου, εφόσον, μετά τις τότε διακοπές μου στην Αθήνα, επέστρεψα στη Δυτική Γερμανία και στη θέση μου του διευθυντή της ελληνικής εκπομπής της «Ντόιτσε Βέλε».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει οικογενειακώς στο εξωτερικό μετά το πραξικόπημα των αμερικανοκίνητων συνταγματαρχών και να εγκατασταθεί στο Παρίσι, υπήρξε ο πρώτος που αντελήφθη ότι οι ξένοι ραδιοσταθμοί θα διαδραμάτιζαν δεσπόζοντα ρόλο στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα. Γι’ αυτό επισκεπτόταν συχνά τον γερμανό γενικό διευθυντή της «Ντόιτσε Βέλε», στον οποίο «αναρχοκομμουνιστή» με ανέβαζε και «αναρχοκομμουνιστή» με κατέβαζε, και στη συνέχεια ερχόταν και στο δικό μας γραφείο. Εγώ, πεπεισμένος ότι η Αποστασία οδήγησε στη δικτατορία και γνωρίζοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε πρωτεργάτης της, μόλις μάθαινα ότι βρισκόταν στον γενικό διευθυντή, εξαφανιζόμουν από το γραφείο μας για να μην τον συναντήσω.
Δεδομένου ότι, εκτός από τη δραστηριότητά μου στην «Ντόιτσε Βέλε», αλώνιζα τα γερμανικά πανεπιστήμια, τα συνδικάτα και κάθε αντιδικτατορική εκδήλωση στην οποία με καλούσαν για να επιτεθώ με πύρινους λόγους στους σφετεριστές της εξουσίας στην πατρίδα μου, συνέπεσε να με καλέσει και η συνομοσπονδία γερμανών δημοδιδασκάλων. Ετοιμάζω, λοιπόν, τη σχετική ομιλία μου και, όταν ήρθε η ώρα, μια και δυο εμφανίζομαι έξω από το κτίριο της συνομοσπονδίας. Εκεί συναντώ τον αείμνηστο Παναγιώτη Λαμπρία, μαζί με δυο-τρεις άλλους Έλληνες, ο οποίος με πληροφορεί ότι θα μιλούσε πρώτα ο κ. Μητσοτάκης. Η αυθόρμητη σκέψη μου ήταν να σηκωθώ να φύγω. Όμως συγκρατήθηκα, μόλις μου ήρθε η ιδέα να τον εκδικηθώ. Έτσι, μπήκα στην αίθουσα και κάθισα στην τελευταία σειρά. Χωρίς χειρόγραφα και με πλούσια γερμανικά, η ομιλία του κ. Μητσοτάκη ήταν εντυπωσιακή και καταχειροκροτήθηκε. Με το ντοσιέ της ομιλίας μου υπό μάλης ανεβαίνω στο βήμα, βγάζω τα γυαλιά μου επιδεικτικά και λέω: «Αν κρίνω από το παρατεταμένο χειροκρότημά σας για τον προλαλήσαντα, κυρίες και κύριοι, συμπεραίνω ότι αγνοείτε το ποιόν του ανδρός». Και συνέχισα, κατηγορώντας τον για τις σχέσεις του με το Παλάτι και για ό,τι άλλο θεωρούσα πως ήταν επιβαρυντικό για εκείνον. Η παγωμάρα που έπεσε στην αίθουσα ήταν πρωτοφανής. Πάντως, όταν άρχισα να διαβάζω το κείμενό μου, κίνησα το ενδιαφέρον του κοινού, το οποίο στο τέλος χειροκρότησε κι εμένα θερμά. Ο κ. Μητσοτάκης, τον οποίο δεν γνώριζα μέχρι εκείνη τη στιγμή, με πλησίασε και μου είπε ατάραχος στον ενικό: «Αγαπητέ Κώστα, ήρθαμε εδώ για να κερδίσουμε τους γερμανούς δασκάλους για την κοινή μας υπόθεση και δώσαμε την άθλια εικόνα που δώσαμε. Δεν σε κατηγορώ, διότι είσαι μονόπλευρα ενημερωμένος. Οφείλεις, όμως, ως δημοσιογράφος να ενημερωθείς και από εκείνον που κατηγορείς. Πες μου πού θέλεις να έρθω να σε βρω εγώ». «Κύριε Μητσοτάκη», του απάντησα θρασύτατα, «έχω μάθει πως είσθε εκπληκτικός ποκαδόρος. Πόκα παίζω μαζί σας, πολιτική συζήτηση αρνούμαι να κάνω». «Εντάξει. Θα σου φέρω και τον Πάνο Κόκκα, που είναι καλύτερος ποκαδόρος από μένα», ανταπάντησε γελώντας.
Η πόκα οργανώθηκε σε λιγότερο από έναν μήνα στο σπίτι του στενού μου φίλου Νίκου Τζαβάρα και πήραν μέρος και άλλοι συνεργάτες μου στην «Ντόιτσε Βέλε», χωρίς τον Πάνο Κόκκα, που δεν μπόρεσε να έρθει στη Βόννη. Παίξαμε περίπου έξι ώρες και ο κ. Μητσοτάκης μάς έγδαρε κυριολεκτικά. Πανί με πανί μάς άφησε όλους. Όμως, στις έξι αυτές ώρες έσπασε και ο πάγος. Την άλλη μέρα το μεσημέρι πήγα εγώ στο ξενοδοχείο του και άκουσα προσεκτικά επί δύο και πλέον ώρες τα επιχειρήματά του, όμοια κατά 80%, θα έλεγα, με εκείνα που χρησιμοποίησε αυτές τις μέρες. «Στο πολιτικό επίπεδο δεν με πείσατε. Αντίθετα, με πείσατε σε προσωπικό επίπεδο. Όντως υπήρξατε το πρωτοπαλίκαρο του Γεωργίου Παπανδρέου πριν επιστρέψει από την Αμερική ο Ανδρέας και αναμειχθεί ενεργά με την πολιτική. Τότε χάσατε την πρωτοκαθεδρία στο περιβάλλον του Γέρου της Δημοκρατίας και αυτό είναι σίγουρο ότι σας πίκρανε». Αυτά περίπου του είπα στο τέλος της συνάντησής μας και χωρίσαμε πολύ φιλικά.
Από τότε η διαγωγή του απέναντί μου με εξέπληξε. Όταν η γενική διεύθυνση της «Ντόιτσε Βέλε» μου είχε βάλει φίμωτρο, επειδή κάποια τηλεγραφήματα που διατηρούσα (και μου τα κατέσχεσε η γερμανική αστυνομία σε κατ’ οίκον έρευνα) με έφεραν ως διακινητή εκρηκτικών υλών προς την Ελλάδα, ο κ. Μητσοτάκης πήγε στον γερμανό γενικό διευθυντή του σταθμού και του είπε: «Ο Νικολάου δεν είναι πολιτικός μου φίλος. Κάθε άλλο. Είναι, όμως, ο καλύτερος και δυναμικότερος της ελληνικής εκπομπής και παρακαλώ να τον αποκαταστήσετε». Δεν με αποκατέστησε, βέβαια, παρά μόνον όταν απαλλάχτηκα διά βουλεύματος μετά από εννέα μήνες. Αξία, ωστόσο, είχε η χειρονομία του να παρέμβει υπέρ μου. Επίσης, σε τυχαία συνάντησή μας προ έτους σε δημόσιο χώρο του είχα πει ότι διαφωνώ ριζικά με την εξωτερική πολιτική της θυγατέρας του και ότι την αντιμετωπίζω πολύ σκληρά στα άρθρα μου. Η απάντησή του ήταν: «Δημοκρατία έχομε, Κώστα μου, και ο καθένας είναι ελεύθερος να γράφει ό,τι πιστεύει».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μπεσαλής στους φίλους του και ανεξάρτητα από τα ελαττώματα και τις αστοχίες του, διαθέτει σπάνιες ικανότητες. Το 1965 βρισκόταν πολιτικά υπό το μηδέν και κατόρθωσε το ακατόρθωτο: να γίνει πρωθυπουργός της χώρας. Δεν του αρκεί όμως αυτό. Επιχειρεί τώρα να ξαναγράψει υπέρ του την Ιστορία, πράγμα εντελώς ακατόρθωτο, καθότι ουδείς κρινόμενος μπορεί να γίνει κριτής του εαυτού του.