Ο χρόνος δεν «νίπτει ανομήματα» κ. Μητσοτάκη…

Όσοι ακολούθησαν τη μέθοδο Μητσοτάκη θήρευσαν μεν, πρόσκαιρα, την αυτοϊκανοποίηση της «ιστορικής δικαίωσης», αλλά παρέμειναν «ες αεί» αποσυνάγωγοι της Ιστορικής Κρίσης!

Ως καλός Χριστιανός, γνωρίζει ο επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, ότι «εν ώρα Κρίσεως αι βίβλοι ανοίγονται και τα κρίματα καταλογίζονται». Και προς το παρόν, «αι βίβλοι» -σημαντικό μέρος των αρχείων, ελληνικών και ξένων χωρών- για το επίδικο χρονικό διάστημα 1961-1967, την «ταραγμένη εξαετία», παραμένουν, ως προς τα ουσιώδη γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου, επτασφράγιστα μυστικά.

Παράλληλα, οι κυριότεροι πρωταγωνιστές των γεγονότων της συγκεκριμένης περιόδου «απήλθον του Κόσμου τούτου», χωρίς καν να έχουν λύσει τις διαφορές τους με την Ιστορία, και επομένως ο διάλογος με την Ιστορία -κατά την έκφραση του τέως πρωθυπουργού- αναιρεί την έννοια του διαλόγου και παραμένει μία μονομερής υποκειμενική έκθεση των γεγονότων.

Ο κ. Κ. Μητσοτάκης, πολλοί του καταμαρτυρούν ρεαλισμό μέχρι κυνικότητος, και στη συγκεκριμένη περίπτωση -μια ψηφίδα στη μακρόχρονη πολιτική του δράση- ακολουθεί την αρχή του Νικολό Μακιαβέλι ότι «αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τότε κακό για την ίδια την πραγματικότητα». Επιδίδεται στην κατασκευή μιας τεχνητής δοξογραφίας περί το άτομό του, με απώτερο στόχο την υστεροφημία του!

Οι Ιστορικοί, σε αντίθεση με τους δοξογράφους, έστω και αν αντιλαμβάνονται κατά λανθασμένο τρόπο τα γεγονότα, επιδιώκουν να διεισδύσουν στον πυρήνα των γεγονότων και να αντιληφθούν τι πραγματικώς συμβαίνει. Ποτέ δεν κατασκευάζουν γεγονότα. Οριοθετούν την έρευνά τους με το «πραγματικό» έναντι του «μύθου» της μυθιστορίας, της λογοτεχνίας.

«Ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος μπορεί να επινοεί ανθρώπους, τόπους και γεγονότα. Αντίθετα, ο ιστορικός είναι δεμένος με εκείνο που υποστηρίζει η μαρτυρία». Αυτή η διαδικασία μπορεί να κάνει την Ιστορία να φαίνεται κάπως ξερή και χωρίς φαντασία, η οποία είναι η ουσιαστική παράμετρος στην ευθεία της οποίας διακινείται ο δοξογράφος. Αν και ο Ιστορικός δεν στερείται φαντασίας όταν αξιοποιεί τις μαρτυρίες, τις παρουσιάζει και τις ερμηνεύει.

Για τον Ιστορικό, διακατεχόμενο πάντοτε από την αμφιβολία, η μαρτυρία, το τεκμήριο, έστω κι αν ομιλούν με ειλικρίνεια και καθαρότητα, δεν είναι αρκετά για τη διατύπωση κρίσης, αν προηγουμένως τα στοιχεία αυτά δεν έχουν υποστεί τη βάσανο της διασταύρωσης, της διαφωνίας. «Η Ιστορία είναι πριν από οτιδήποτε άλλο διαφωνία».

Επομένως η θέση του επίτιμου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας ότι έχει λύσει τις διαφορές του με την Ιστορία οδηγεί στην αντι-ιστορική θέση ο κρινόμενος να είναι και κρίνων!

Πολύ περισσότερο αν η πορεία του συγκεκριμένου ατόμου παρουσιάζεται, όπως στην περίπτωση του κ. Μητσοτάκη, άκρως αμφιλεγόμενη και οι ενέργειές του έχουν συνοδευθεί με εκτροπές από τον ομαλό δημοκρατικό βίο και έτι περισσότερο από εθνικές καταστροφές (Ιουλιανά ’65, πραξικόπημα 1967, «Αττίλας»-Κύπρος 1974).

Ο κ. Μητσοτάκης με μακρά θητεία στον πολιτικό βίο της χώρας, μισό και πλέον αιώνα, γνωρίζει ότι, στον βαθμό που η πολιτική είναι λόγος και η πολιτική δεξιότητα προϋποθέτει πνεύμα, οι πολιτικοί μένουν στη συλλογική μνήμη από χαρακτηρισμούς που η πολιτεία τους έχει επισύρει στο πρόσωπό τους. Ο ίδιος παραμένει ο «Αποστάτης», ο πρωταγωνιστής των κυβερνήσεων Αποστασίας, που έχουν καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως ενεργούμενα των Ανακτόρων, του κέντρου συνωμοσιών κατά των δημοκρατικών θεσμών της χώρας και όργανου επιβολής στη χώρα των επιδιώξεων και επιθυμιών της ξενοκρατίας!

Προσέτι ο πολιτικός δεν νιώθει μόνο δεσμευμένος από τα καθήκοντα αντιπροσώπευσης, δηλαδή των ψηφοφόρων του, που τον έχουν επιφορτίσει με τη διεκπεραίωση συγκεκριμένης εντολής -και στην περίπτωση του κ. Μητσοτάκη με τη στήριξη της διακυβέρνησης της χώρας από την Ένωση Κέντρου και τον Γεώργιο Παπανδρέου-, αλλά και τα καθήκοντα του αξιώματος που του ανατέθηκε στα πλαίσια διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα της πλειοψηφίας.

Και στο σημείο αυτό ο επίτιμος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας παραμένει οφειλέτης στην Ιστορία. Ο χρόνος δεν «νίπτει ανομήματα» και από τη συλλογική μνήμη δεν σβήνονται οι τραγικές επιπτώσεις που έχουν επιφέρει στη χώρα, έστω και ασυνείδητες, ενέργειες και πράξεις πολιτικών.

Μισό, σχεδόν, αιώνα μετά τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου του 1965, το σύνολο της ελληνικής κοινής γνώμης, συμπεριλαμβανομένου και του τμήματος των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, που αποδέχθηκαν να ηγηθεί του κόμματός τους ο «σώγαμπρός» Κ. Μητσοτάκης, δεν ασπάζονται ή στην καλύτερη των περιπτώσεων διατηρεί τις επιφυλάξεις του, στον ορισμό των εννοιών, δημόσιο συμφέρον και κοινό όφελος, που δίδει ο τέως πρωθυπουργός. Και δεν θεωρεί ότι ο κατά Μητσοτάκη ορισμός των εννοιών αυτών απεγκλωβίζεται αυτού που έχει αποκληθεί «πολιτικός κυνισμός».


Σχολιάστε εδώ