Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Ήτανε μια όμορφη μονοκατοικία. Όταν την έχτισαν, ο αδελφός του παππού, με τη φιλοπαίγμονα διάθεση που τον διέκρινε, τη βάφτισε «Βίλα Σαχάρα», επειδή όσο έβλεπε ανθρώπου μάτι δεν υπήρχε ούτε πουλί πετούμενο.

Τα χρόνια περνούσαν. Έγιναν πόλεμοι, κινήματα, καταστροφές, προσφυγιά… και η Βίλα Σαχάρα σιγά σιγά έπαψε να είναι στο μέσον μιας έρημης και άγονης περιοχής, καθώς βρέθηκε να περιβάλλεται από έναν ολόκληρο συνοικισμό, με αυλές, γαζίες και βασιλικούς. Ήρθε το ηλεκτρικό, έφυγαν το σπερματσέτο και η γκαζόλαμπα που βρωμοκοπούσε το σπίτι με πετρέλαιο του Μονοπωλίου. Χώρια η μουντζούρα της. Κι άντε να της αλλάξεις το λαμπόγυαλο που ράγισε, να αντικαταστήσεις το φιτίλι που κάηκε, για να υπάρχει μια στάλα φως μέσα στο σπίτι, να διαβάζει και η Αγνή, που δύσκολα παίρνει τα γράμματα. Μετά ήρθε και η ΟΥΛΕΝ, που τους έφερε στις βρύσες τους φρέσκο και καθαρό νεράκι κατευθείαν από τον Μαραθώνα και έστειλε τον χωροφύλακα με τον αστίατρο, να τους σφραγίσει το πηγάδι, επειδή λέει ήτανε «εστία μολύνσεως». Κι ας μην είχε πάθει ποτέ κανένας τίποτα. Υγιέστατοι ήταν όλοι τους αν εξαιρέσουμε την ελονοσία που τους ταλαιπωρούσε με τις «θέρμες». Αλλά δεν βαριέσαι, παίρναν μια δυο ασπιρίνες ή εκείνα τα κίτρινα χαπάκια, τις «αντιπυρίνες», ο πυρετός έπεφτε και γινόντουσαν περδίκια…

Η γειτονιά μεγάλωνε. Ανοίξαν μαγαζιά, μπακάλικα, ψιλικατζίδικα που μαντάρανε και κάλτσες, έπιασε στέκι και ο κυρ Σταύρος, ο μπαλωματής, να καρφώνει «πεταλάκια» στα τακούνια. Άνοιξε και μια ΕΒΓΑ που είχε μάλιστα και τηλέφωνο. Κοτσάρισε στην πόρτα την ταμπέλα: «Τηλέφωνον διά το κοινόν». Τέτοιες δόξες και μπερικέτια γνώρισε η γειτονιά, με τη Βίλα να κρατάει πάντα τα πρωτεία. Πίσω από την υψηλή σιδερόπορτα του κήπου της, απλώνονταν παρτεράκια με λουλούδια, όχι τίποτα σπουδαία δηλαδή, απλώς ταπεινά γεράνια, λίγοι κατιφέδες και διάσπαρτα πελαργόνια. Τη βρύση, με το πάντα μπερδεμένο λάστιχο του ποτίσματος, την πλαισίωναν δυο τρεις ευθυτενείς «κάλπες» ή «πάπιες» όπως τις έλεγε ο περιβολάρης. Δίπλα στην εξώπορτα καταγής, είχανε κι εκείνο το μαραφέτι για να ξελασπώνεις τα παπούτσια σου. Λίγα σκαλοπάτια μαρμάρινα σε ανέβαζαν στη βεραντούλα της εισόδου. Αλλά δεν έτυχε να κάτσουνε ποτέ εκεί, παρεκτός μια μοναδική φορά, σαν πέθανε ο παππούς και πλάκωσαν σόι και λαός για να τον ξενυχτίσουν. Ήταν, βλέπεις, πολύ αγαπητός…

Η πίσω αυλή τους όμως ήτανε ολόκληρο μποστάνι. Καλλιεργούσαν κρεμμυδάκια, ρόκα, μαϊντανό, άνηθο, τροφαντά μαρούλια και κατακόκκινες ντομάτες που ακούμπαγαν σε πρόχειρα φτιαγμένες κρεβατίνες. Είχανε και μια κληματαριά που έκανε τα πάντα εκτός από… σταφύλια. Τους προμήθευε φύλλα για ντολμάδες, αγουρίδα για ξινό στα λαδερά, και κληματόβεργες για να μοσχοβολούνε τα ψητά που μαγείρευαν στον φούρνο. Έκανε και σκιά τα μεσημέρια του καλοκαιριού, αλλά σταφύλια δεν έκανε. Τα τρώγαν οι μπάμπουροι. Αντιθέτως, η δίφορη λεμονιά ολοχρονίς ήταν φορτωμένη με λεμόνια. Στην αυλή τους υπήρχαν επίσης πέντε έξι κοτούλες κι ένας λεβέντης κόκορας με πεφτό κουτσαβάκικο λειρί, έτοιμος πάντα για καβγά. Οι δυο πουλάδες ήταν ράτσας «λεγκχόρν», ολόασπρες που γεννούσανε τα πιο πολλά αβγά, αλλά δύσκολα κλωσούσαν… Είχανε αφαιρέσει ένα αγκωνάρι από το μαντρότοιχο για να βγαίνουν να βοσκήσουν στο πλαϊνό χωράφι. Κανένας δεν ήξερε σε ποιον ανήκει αυτός ο χώρος. Ήτανε γεμάτος με μολόχες, τσουκνίδες και κίτρινες αγριομαργαρίτες την άνοιξη. Τον είχανε για μόνιμη κατοικία αμέτρητα ζουζούνια, που ήσαν εκλεκτός μεζές των ορνιθιών. Κάπου κάπου το καλοκαίρι εμφανίζονταν και πυγολαμπίδες, που με το λαμπύρισμά τους συναγωνίζονταν τ’ αστέρια από τη γη. Με δυο λόγια αυτό δεν ήταν σπίτι, ήταν σκέτη αγροικία μέσα στην καρδιά της πόλης που όλο και μεγάλωνε. Είχανε τον σκύλο τους τον Μπόμπι, την παρδαλή τη γάτα τη Νανά και μια καρδερίνα στο κλουβί που κελάηδαγε πένθιμα τη σκλαβιά της.

Κάποτε, έφτασε η ώρα η καλή και η Αγνή, που δεν έπαιρνε από γράμματα, βρήκε τον «άνθρωπό της» και τους τον κουβάλησε, ενώ οι δικοί της ονειρεύονταν να την παντρέψουν με επιστήμονα. Αλλά δεν πειράζει. Τυχερά είναι αυτά. «Καλό παιδί να ‘ναι», όπως είπε η γιαγιά που δεν καλάκουγε. Και εδώ που τα λέμε ο Μήτσος τους βγήκε καλό παιδί…

Γκρέμισαν την κουζίνα, που ήταν απαράδεκτα μεγάλη, μετατρέποντάς την σε κρεβατοκάμαρά τους, ενώ έχτισαν συγχρόνως σε προεξοχή μια κουζινούλα πιο κόμοδη. Ξηλώσανε και τα κεραμίδια και φτιάξανε ταράτσα για να κοιμούνται λέει το καλοκαίρι, στη ρομάντζα. Πάνε τα ακροκέραμα, πάνε και οι Σφίγγες που στόλιζαν τη μετόπη με τα φτερωτά τους λιονταρίσια σώματα. Στη θέση τους βάλανε περιστέρια. Ήτανε πραγματικά σκέτη απόλαυση να χαζεύεις το φτερούγισμά τους ή τα ερωτικά τους σκιρτήματα… Αυτοκίνητο από τον κατσικόδρομο της γειτονιάς τους δεν περνούσε κι έτσι τους έκανε μεγάλη εντύπωση όταν ένα πρωινό αξημέρωτα, ήρθανε στο πλαϊνό χωράφι που βόσκανε οι κότες τους, μπουλντόζες, φορτηγά και μπετονιέρες και ώσπου να καταλάβουν τι συμβαίνει, ορθώθηκε μια τερατώδης πολυκατοικία, που στεκότανε σαν χάρος πάνω από το κεφάλι τους. Οι μηχανικοί τοποθέτησαν μια μεγαλοπρεπή πινακίδα που πληροφορούσε πως «Ζητούνται οικόπεδα προς αγοράν ή αντιπαροχήν».

Και οι προσφορές των ενδιαφερομένων πέφταν βροχή. Γύρω τριγύρω άρχισαν να υψώνονται τεράστιες πολυώροφες πολυκατοικίες, σκέτες «καζάρμες» που συναγωνίζονταν μεταξύ τους σε ασκήμια.

Έτσι, ανεπαισθήτως, υψηλά έχτισαν τείχη και η Βίλα Σαχάρα βρέθηκε περικυκλωμένη από πανύψηλους τοίχους, λες και τη ρίξαν μέσα σε ξεροπήγαδο. Τον ήλιο δεν τον αντίκρισαν ποτέ ξανά! Διχασμένες ήσαν οι σκέψεις και οι κρίσεις της κυρίας Αγνής. Από τη μια έβλεπε τα διαμερίσματα με τα «κομφόρια» τους, που μέσα στο μυαλό της εσήμαιναν πρόοδος και «πολιτισμός», αλλά από την άλλη πάλι δεν ήθελε να χάσει την ανεξαρτησία της. Τα παιδιά χάσανε πια την αλάνα τους, έτσι μετά το σχολείο πάνε στην… καφετέρια. Για να βγεις από το σπίτι σου ήθελε πολύ μεγάλη προσοχή, επειδή ο χωματόδρομος έγινε άσφαλτος και οι διαόλοι τρέχαν σαν… δαιμονισμένοι. Πρώτο τους θύμα η γάτα, η Νανά Β΄, που δεν μπορούσε να ξεχάσει αυτά που ήξερε…

Ένα πρωί χτύπησε την πόρτα της… βίλας ένας σκυθρωπός αστυφύλακας και ζήτησε τον κύριο του σπιτιού. Ο κύριος Μήτσος ήταν ένας φιλήσυχος νοικοκύρης, στη θέα δε του βλοσυρού οργάνου της τάξεως ταράχτηκε. Αυτός νταλαβέρια με πολιτσμαναίους δεν είχε. Ρώτησε τι τον θέλει. «Έχω διαταγή να σας οδηγήσω στον αξιωματικό υπηρεσίας», απάντησε ο αστυφύλακας. «Ελάτε κύριε, πάμε». Ο αστυνόμος δεν έδειξε εγκαρδιότητα. Ήταν λακωνικός. Λακωνικότατος. «Ασφαλώς γνωρίζετε πως είσαστε η ”πέτρα του σκανδάλου της γειτονιάς”, του είπε. Έχω πλήθος καταγγελιών εις βάρος σας…». Και άρχισε να του αραδιάζει τις κατηγορίες που τον βαραίνουν μαζί με τα άρθρα του νόμου που τις κολάζουν.

«Σε τρία διαμερίσματα της πολυκατοικίας δίπλα σας ενοχλούνται από τα περιστέρια σας που κάνουν συνέχεια γούου γούου και δεν μπορούν να κοιμηθούν. Τα ίδια… αυτά περιστέρια κουτσουλάνε τις βεράντες της περιφέρειάς μας. Είναι κατόπιν ο σκύλος σας, που με τα γαβγίσματά του δεν αφήνει τα παιδιά να συγκεντρωθούνε για να διαβάσουν και το χειρότερο, ο κόκοράς σας ξυπνάει τη γειτονιά απ’ τα χαράματα». Και αφού ξερόβηξε, συμπλήρωσε αυστηρά:

«Σφάχτε τα! Αλλιώς, μετά λύπης μου, θα σας μηνύσω…»


Σχολιάστε εδώ