Κρίσιμες παράμετροι του κυπριακού προβλήματος

Μια βασική παράμετρος που προσδιορίζει το διεθνές ενδιαφέρον και την κινητικότητα του διεθνούς παράγοντα, που είναι απολύτως δοκιμασμένη και αναμφισβήτητη, είναι η παράσταση και η πραγματικότητα του κόστους για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Ότι δηλαδή υπάρχει τέτοια αναταραχή, εμφανής ή υποβόσκουσα σύγκρουση στη συγκεκριμένη περιοχή, που οδηγεί σε ένοπλες αντιπαραθέσεις τέτοιου βαθμού, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα γεωπολιτικά συμφέροντα και τις επιδιώξεις των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων ή εν γένει του ηγετικού παράγοντα της διεθνούς πολιτικής.
Στο πλαίσιο αυτών των αντιλήψεων, δηλαδή της παράστασης του κόστους και της σύγκρουσης, συντρέχει και η παράμετρος των οικονομικών ή ευρύτερων συμφερόντων που ενυπάρχουν στη δομή και τη λειτουργία της σύγκρουσης και που αφορούν ή άπτονται συμφερόντων του διεθνούς παράγοντα και των ηγετικών δυνάμεων του κόσμου, είτε αυτά αφορούν σε απτά οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα ή σε προβλήματα σταθερότητας και αστάθειας στην περιοχή όπου τα συμφέροντα επηρεάζονται εμμέσως πλην σαφώς. Αν εξετάσουμε, για παράδειγμα, το Παλαιστινιακό πρόβλημα, του οποίου η διαδρομή ιστορικά ταυτίζεται περίπου με το Κυπριακό, διαπιστώνουμε ότι το ενεργό ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας να είναι παρούσα στις εξελίξεις και να συμβάλει καθοριστικά στην επίλυσή του οφείλεται αφενός μεν στην ύπαρξη εδώ και 60 τόσα χρόνια μιας σχεδόν διαρκούς αδιάλειπτης ενεργούς σύγκρουσης με τον κίνδυνο ευρύτερης ανάφλεξης να εμφιλοχωρεί, ενώ φυσικά η σταθερή προσήλωση των μεγάλων και μικρών χωρών της Μέσης Ανατολής και του αραβικού κόσμου στην επίλυση του παλαιστινιακού προβλήματος κινητοποιεί το διεθνές ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα είναι επίσης εμφανής η γεωπολιτική διάσταση με το ενεργειακό τοπίο της Μέσης Ανατολής επί τάπητος, ενώ ο παράγων Ισραήλ και η σχέση του με την Ουάσιγκτον επηρεάζει επίσης σημαντικά τη σταθερή ενεργοποίηση του διεθνούς παράγοντα στη διαδικασία διευθέτησης του προβλήματος.
Το κυπριακό πρόβλημα από την άλλη βρέθηκε ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70 στην κορυφή της διεθνούς δημοσιότητας ως κυρίαρχο διεθνές πρόβλημα παγκοσμίων διαστάσεων, αφού επηρέαζε την υπόθεση της ειρήνης και ασφάλειας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην κρίσιμη ζώνη της Μέσης Ανατολής, επηρέαζε άμεσα τη συνοχή του ΝΑΤΟ, εφόσον η Ελλάδα και η Τουρκία βρέθηκαν επανειλημμένα στα όρια της κόκκινης γραμμής μιας ένοπλης πολεμικής αναμέτρησης. Το πλέγμα τέτοιων παραμέτρων συνέβαλε επανειλημμένα στην κινητοποίηση των εκάστοτε ισχυρών και φυσικά του ίδιου του παγκόσμιου οργανισμού προς την κατεύθυνση της ενεργούς επίλυσής του.
Από τη δεκαετία του ’80 και εντεύθεν, με εξαίρεση την περίοδο του δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, ’94-’98, όπου η διασύνδεση της Ελλάδος ως προστάτιδος δύναμης της Κύπρου και άμεσα εμπλεκόμενης στην υπόθεση της Κύπρου οικοδόμησε τη θεωρία του «ενεργού ηφαιστείου», το Κυπριακό πρόβλημα περιορίστηκε στο κλειστό διακοινοτικό του επίπεδο, σε ένα περιορισμένο πλαίσιο διαβουλεύσεων ως προς τη λειτουργικότητα και βιωσιμότητα μιας λύσης με τον Παγκόσμιο Οργανισμό του ΟΗΕ να παρεμβαίνει είτε από κεκτημένη ταχύτητα είτε από συγκεκριμένα συμφέροντα που έχουν το Ηνωμένο Βασίλειο και κατά προέκταση οι Ηνωμένες Πολιτείες στην Κύπρο. Ο τουρκικός παράγοντας, δηλαδή η Άγκυρα, ενδιαφέρεται πλέον είτε για μια συμφωνία τύπου Ανάν με την οποία αποκτά ένα είδος ολοκληρωτικού γεωπολιτικού ελέγχου στην Κύπρο και καθοριστικής πολιτικής επιρροής, είτε να διατηρεί το κυπριακό πρόβλημα ενέχυρο για τη δική της προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Εκείνο που συμβαίνει σήμερα και θεωρούμε αξιοσημείωτο είναι η ανάπτυξη πρωτοβουλιών στην Κύπρο, την παρουσία τριτοκλασάτων ή τεταρτοκλασάτων εκπροσώπων του αγγλικού ή και του αμερικανικού παράγοντα να συστήνονται κοινές επιτροπές οι οποίες συζητούν για το περιεχόμενο της λύσης σε όλες της τις πτυχές και διαστάσεις, χωρίς να έχουμε ίσως σκεφθεί τι είναι εκείνο που μπορεί να επηρεάσει σήμερα την Τουρκία να μεταβάλει τις γνωστές θέσεις της περί Σχεδίου Ανάν ως δεδομένης φόρμουλας λύσης, πώς θα μπορούσαν οι Τουρκοκύπριοι να σκεφθούν και να δράσουν απαλλαγμένοι από την επιρροή της Άγκυρας και γιατί ο διεθνής παράγων, εν προκειμένω οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο, θα ενδιαφερόντουσαν για μια διαφοροποιημένη από το Σχέδιο Ανάν δομή κράτους το οποίο να συνάδει προς τα ευρωπαϊκά θέσμια, πολιτικές και τον ίδιο τον πολιτισμό της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, σημειώνουμε πως, όπως τουλάχιστον προς τα έξω φαίνεται, αναπτύσσεται ανεπαισθήτως μια προϊούσα αποξένωση του ελλαδικού παράγοντα στις διαδικασίες επίλυσης του Κυπριακού, ενώ από την άλλη δεν προωθείται η ιδέα της ευρωπαϊκής εμπλοκής στην υπόθεση εξεύρεσης μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης. Όλα αυτά τίθενται, εν είδει απορίας, επί τη βάσει του κύριου ερωτήματος που θέτει ο πολιτικός αναλυτής και συμπυκνώνεται στο γνωστό quo vadis domine.


Σχολιάστε εδώ