… ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΩΣ ΚΑΙ ΜΟΛΙΣ
Άδει η Αθήνα ως πτηνόν
πρίν κατεβεί στόν Άδην,
καί οι πολίτες παροδούν
διάγοντες τροχάδην.
Είναι σημείον γλαφυρόν
πού φτάνει στό γελοίον
πώς αφανίζεται εν στιγμή
τό αρχαίον μεγαλείον.
Οι φιλοσοφικές σχολές
–άλλως Ακαδημίες–
πέθαναν από ρυπαρές
σκληρές επιδημίες.
Επιδημίες τού νοός
καί όχι τών σωμάτων
αφού υπάρχει καί οδός
Αγίων Ασωμάτων.
Απ’ τά αρχαία κλέη μας
δίκη τινός ελέους
απέμεινεν μιά ατραπός
αυτή τής Περικλέους.
Μιάς καί μιλάμε γιά οδούς
τού τών Ελλήνων κράτους
πρέπει νά αναφέρομεν
κι αυτήν τού Ιπποκράτους.
Εκεί οι σύριγγες κοσμούν
τά ρείθρα, τάς εισόδους.
(βρέ πώς αψήλωσε η ζωή
καί έκανε προόδους.)
Κάθε δρομάκι καί όνομα
κάθε οδός καί φήμη:
Ενθάδε κείται ο Πάτροκλος
καί τών θνητών η ζύμη.
Η ζύμη η πολυαίμακτος
θανόντων Νεοελλήνων
εξ οδηγείν αυνανιστών
κι ουχί Ημισελήνων.
Τού φιλοσόφου η οδός
αλλέως πώς Σωκράτους:
Εκεί τά εγχειρίδια
κόπτουν θνητούς ως γάτους.
Εάλω η πόλις, Έλληνες
καί βάψετέ τα μαύρα
ξεχάστε Σούλι καί Γραβιά
καί τήν Αγία Λαύρα.
Εκείνα ήταν σύμβολα
κι εν μέτρω ποιημένα
αλλ’ η πραγματικότητα
δέν σέβεται κανέναν.
Καί η πραγματικότητα
είν’ τό παρόν τής πόλης
πού θα γενεί στά σύντομα
πτώμα εντός φορμόλης.
Τό μεγαλείον έγκειται
νά τό επαναλαμβάνεις
κι όχι στήν αποστείρωσιν
νά τό ‘χεις καί νά κλάνεις.
Νά τό κρατάς μές στήν καρδιά
καί νά τό προστατεύεις
κι όχι νά ονοματοποιείς
οδούς γιά νά οδεύεις.
Εάλω η πόλις ως γυνή
πολλάκις βιασμένη
κι από τά κάλλη της, ώς φεύ,
η ασχημία μένει.
Υπάγω νύν εις τά βουνά
διά νά ασκητέψω
κι άν βρώ τόν Άγνωστο Θεό
ίσως καί νά πιστέψω.
Εκεί, μέσα στά σπήλαια
όπου ο Πάν σφυρίζει,
τό σκέλεθρον τής πόλεως
ουδόλως θά μ’ αγγίζει.
«Ο Σατυρικός […] είναι θύλακας χειρουργικών εργαλείων, άλλα κόβουνε καί άλλα τρυπούνε, άλλα σκίζουνε καί άλλα ξεσκλούνε. Όταν ο Σατυρικός, συγκαταβαίνοντας χαϊδεύει, χαϊδεύει μέ τά νύχια του καί είναι τούτο η μόνη συγκατάβαση πού μπορεί νά κάμη».
Ανδρέας Λασκαράτος