Δώρα ή παράδοση άνευ όρων θα προσφέρει ο Μακαριώτατος στο Φανάρι;

Ποιό είναι αυτό; Την διά νόμου της Πολιτείας τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατ’ αυτήν την τροποποίηση, όλοι οι Όροι της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928 θα αποκτήσουν νομική ισχύ, ώστε το Πατριαρχείο να κατοχυρώσει τα δήθεν απολεσθέντα Δίκαιά του, ώστε να παύσουν και οι έριδες μεταξύ των δύο Εκκλησιών, κυρίως εκείνων των χρόνων 2003-2007 επί Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου και, φυσικά, υπαιτιότητί του, όπως διαχέεται μέσω σχολιασμών διαφόρων εφημερίδων. Το ερώτημα: Τί ήταν εκείνη η απόφαση της Ιεραρχίας, του Μαΐου 2004 για το ίδιο θέμα; Δεν έφθανε; Γιατί, λοιπόν, τώρα τόση αγωνία για χρήση και του νόμου; Με τη βιασύνη μας αυτή για τροποποίηση του νόμου αναγνωρίζουμε ότι υφίστατο και υπάρχει νομικό κενό. Για να παρακαμφθεί επιπλέον και η πέτρα του σκανδάλου, που είναι η ισχύουσα νομολογία του Σ.τ.Ε., που πρόσφατα (απόφ., υπ. αριθμ. 410/1-2-2008) απέρριψε όρους της Πατριαρχικής Πράξεως του 1928 (Ε’ και Ζ’), ως προς τον Κατάλογο Εκλογίμων προς Αρχιερατεία σε μια από τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Δηλαδή, με άλλα λόγια, δικαιώνεται πλήρως ο Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, που δήλωνε και αποδείκνυε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται και δρα όχι μόνο βάσει των ιερών κανόνων αλλά και βάσει των νόμων του Κράτους. Επομένως, και από την Πράξη του Πατριαρχείου του 1928 ισχύουν όλα κατ’ ουσίαν, πλην αυτά στα πλαίσια της νομιμότητος, της αρμονίας κανονικής και εννόμου τάξεως. Τότε, 2004-2007, το Φανάρι πρόβαλε τη θέση, προς παράκαμψη της εννόμου τάξεως, ότι οι κανόνες υπέρκεινται των νόμων. Άρα, δεν ήταν αναγκαία η έννομη τάξη της Ελλάδος προς πλήρη εφαρμογή της Πράξεως του ’28, πολύ περισσότερο που και η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος δέχθηκε, ομοφώνως σχεδόν, όλους τους όρους βεβιασμένα, φυσικά, όπως αποδείχθηκε. Δυστυχώς, όμως, για τους θιασώτες της ακραίας αυτής γραμμής, η έννομη τάξη της Πατρίδος μας απέρριψε τις ακραίες θέσεις αυτές και απεδέχθη τα επιχειρήματα Χριστοδούλου και όχι Βαρθολομαίου, τρεις μέρες μετά τον θάνατο Χριστοδούλου. Αν, λοιπόν, ζούσε ο Χριστόδουλος (ο αδόκητος θάνατός του λειτούργησε, ως φαίνεται εκ των υστέρων, ως μάννα εξ ουρανού για τους πάσης φύσεως αντιπάλους του), ποιος θα τολμούσε τώρα να ζητήσει τροποποίηση του Καταστατικού Χάρτου, μετά την ετυμηγορία του Σ.τ.Ε.; Όμως, τροποποιήσεις τέτοιου είδους, που έχουν να κάμουν με το κύρος και την υπόσταση ως ανεξαρτήτου και αυτοδιοικήτου της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρά τα όσα λέγονται περί του αντιθέτου, δεν είναι θέμα μόνο προσώπων, όσο και υπεροχικών, αλλά κυρίως των θεσμικών οργάνων: των δύο Συνόδων, Διαρκούς – Ιεραρχίας, της Κυβερνήσεως, της Βουλής και της υπευθύνου κοινής γνώμης των πολιτών. Θα είναι δε πολύ ενδιαφέρουσα η εξέλιξη της υποθέσεως. Πιστεύω να πρυτανεύσουν ισορροπημένες προσεγγίσεις του Ζητήματος΄ το τελευταίο είναι κάτι που το ευχόμαστε.

Ποια είναι η δική μας θέση στο όλο ζήτημα που ανέκυψε και πάντα θα ανακύπτει, αν δεν βρεθεί η σωστή δίκαιη λύση; Από την σε βάθος μελέτη, εν πάση δικαιοσύνη και αντικειμενική κρίσει, των πηγών και των συμπεφωνημένων κειμένων συνολικώς, των χρόνων 1928-1929 (εκδώσαμε και ειδική μονογραφία προς τούτο, με τίτλο «Τα Εκκλησιαστικά Δίκαια στην Ελλάδα σήμερα, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 650»), της πρώτης εφαρμογής του εκκλησιαστικού καθεστώτος των Νέων Χωρών της Ελλάδος (Μακεδονία – Θράκη – Ήπειρος – Νησιά του Αν. Αιγαίου), εξάγεται περίτρανα το συμπέρασμα – γεγονός ότι η Εκκλησία της Ελλάδος συμφωνούσε μεν στην αποστολή του Καταλόγου Εκλογίμων στο Φανάρι για επευλογία του και για δυνατότητα προσθέσεως σε αυτόν διά της διαδικαστικής οδού υποψηφιών πατριαρχικών, απέρριπτε, όμως, ριζικά την πρακτική των διαγραφών στον τελικό Κατάλογο Εκλογίμων προς κοινοποίηση στον Πατριάρχη, δεχομένη μόνο τις διαγραφές σε διαδικαστικό εισηγητικό επίπεδο, φυσικά, ως προς τους πατριαρχικούς υποψηφίους. Το βασικό επιχείρημα, ισχυρό διαχρονικά και σήμερα αλλά και αύριο, με την ενδεχόμενη τροποποίηση ακόμη και του Καταστατικού Χάρτου, ήταν και είναι ότι ο Κατάλογος Εκλογίμων, από τον οποίον εκλέγονται οι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν είναι μόνο επίσημο κείμενο κανονικό, αλλά είναι κείμενο και εννόμου τάξεως, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η εμμονή στο γράμμα της Πράξεως του ’28, «Έγκρισις του Καταλόγου», δηλ. και υπό την έννοια του δικαιώματος του διαγράφειν, δηλ. πλήρους αλλοιώσεώς του – που και αυτό τροποποιήθηκε, διευκρινισθέν με αμοιβαία συμφωνία διά διαπραγματεύσεων το 1929, κατόπιν της Συνοδικής Πράξεως των Αθηνών περί Αποδοχής της Πατριαρχικής Πράξεως, του Νοεμβρίου 1928, και της ακολουθησάσης επισήμου αλληλογραφίας – θα έσυρε κάθε τόσο την Εκκλησία της Ελλάδος στο Σ.τ.Ε. Διαγραφόμενοι ή μη διαγραφόμενοι κάποιοι θα προσέφευγαν στο όργανο αυτό. Όπως, καλή ώρα τώρα, με την περίπτωση προσφυγής του Μητροπολίτου Ζακύνθου κατά της εκλογής ως Θεσσαλονίκης του από Αλεξανδρουπόλεως Ανθίμου. Όλη αυτή η κατάσταση είναι εις ζημία του κύρους και του γοήτρου και της συνολικής ηρεμίας και της ανεξαρτησίας, στην ίδια της δικαιοδοσία, της Εκκλησίας της Ελλάδος, υπαιτιότητι εκκλησιαστικής Αρχής εκτός Ελλάδος, δηλ. του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.

Το Ζήτημα, όμως, αυτό βρήκε τη λύση του πάλι επί ημερών Χριστοδούλου, μετά την ταραχή της ακοινωνησίας μεσαιωνικού τύπου, του 2004. Στις περιπτώσεις εκλογών που ακολούθησαν σε δύο Μητροπόλεις της Βορείου Ελλάδος, Νεαπόλεως-Σταυρουπόλεως (εκλέχθηκε ο Βαρνάβας) και Δράμας (εκλέχθηκε ο Παύλος) ακολουθήθηκε η σωστή διαδικασία. Πώς; Απεστάλη ο τελικός Κατάλογος άνευ αιτιολογήσεως, γιατί και πώς αποστέλλεται, αφού πολύς ατέρμων τότε λόγος για έγκριση ή ανακοίνωση και πως, και επεστράφη ως είχε, χωρίς διαγραφές, με την επευλογία του Πατριάρχου, κάτω από τον όρο «επευλογούμεν και εγκρίνομεν». Όμως, δεν μας ικανοποιεί αυτό, φαίνεται. Ο Πατριάρχης θέλει κι άλλα: την πρόσθεση στον Κατάλογο των από τον ίδιο υποδεικνυομένων να γίνεται ipso jure, πατριαρχικώ δικαίω. Με το επιχείρημα πώς είναι δυνατόν να τίθεται η Πατριαρχική κρίση υπό την τελική απόφαση της Υπερτάτης Αρχής της Εκκλησίας της Ελλάδος, πού είναι η Σύνοδος της Ιεραρχίας; Αυτή η επιχειρηματολογία είναι νέα. Δεν την διαπιστώσαμε στα κείμενα του 1928-1929. Ο Πατριάρχης, όμως, θέλει και κάτι άλλο, που είναι το όλον. Να παραμένει ο Πρώτος της Εκκλησίας της Ελλάδος, με Υπερτάτη Αρχή της την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος και Πρόεδρο Αυτής τον Αρχιεπίσκοπο άσχετα αν τα επίσημα κείμενα του 1850 και 1928 δεν το προβλέπουν. Και δεν θα μπορούσαν να το προβλέψουν, γιατί τι είδους τότε ανεξάρτητη και αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος υπάρχει. Με την προωθούμενη αυτή ερμηνεία, οδηγούμαστε σε μια κατάσταση τρικεφάλου αυτοκεφάλου, προς γελοιοποίηση της κανονικής τάξεως, στο όνομα της οποίας φυσικά υποτίθεται ότι όλοι ομνύουμε. Έτσι, εξηγούνται οι πάσης φύσεως έριδες, λόγω δυαρχικής και τριαρχικής νοοτροπίας, μεταξύ πολλών κεφαλών, που φιλοδοξούν, κάθε μια με τον τρόπο της, να ηγούνται της Εκκλησίας της Ελλάδος. Βλέπετε, η Εκκλησία αυτή λειτουργεί και ως ιερή αγελάδα, εξυπηρετική πάσης φύσεως και ανάγκης.

Η κατάσταση, όμως, αυτή, που είναι όπως την περιγράφουμε -και θέλουμε πραγματικά να μας διαψεύσουν οι ειδικοί- ορωμένη γενικά και εθνικά (και αυτό κυρίως είναι εκείνο που μας ενδιαφέρει εμάς προσωπικά εδώ, πέρα από εθνικιστικές κορώνες, που κάποιοι θα μας επισύναπταν εύκολα εδώ) είναι πολύ ανησυχητική ως χαλαρωτική της πνευματικής και εθνικής ενότητας και συνεκτικότητας του φέροντος ιστού της Πατρίδος μας τόσον αναγκαίου πάντοτε, αλλά κυρίως και σήμερα, λόγω της επιχειρουμένης παγκοσμίου συγχύσεως και αλλοιώσεως. Η Πατρίδα μας βάλλεται στις ακρώρειές της (Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρος, Αν. Αιγαίο, Δωδεκάνησα μέχρι της γραμμής της Κύπρου) διεθνώς και από κακούς γείτονες. Βάλλεται στα ίδια, δηλαδή, γεωγραφικά διαμερίσματα, όπου εντοπίζεται σε έξαρση και η εκκλησιαστική διαμάχη από καιρού σε καιρό από το 1928 και εξής, συστηματικά δε τα τελευταία χρόνια.

Αυτό το σαράκι – πρόβλημα πρέπει να λυθεί δίκαια στη ρίζα του, με τη μελέτη όλων των εκατέρωθεν κειμένων, και όχι διά του αποκλεισμού κάποιων που δεν μας συμφέρουν. Και τούτο προς μείζον συμφέρον και της Πατρίδος αλλά και της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συνολικά. Όλη η πνευματική Ελλάδα έχει αναφορά στο Πατριαρχείο μας. Ποιος διανοείται, έχων στοιχειώδη νου, να μην προσφέρει υποστήριξη στο Πατριαρχείο; Όχι βέβαια για να τσακώνεται με την Εκκλησία της Ελλάδος για άδικα ή υπερβολικά Δίκαια στην ελληνική Επικράτεια, αλλά για την ανάκτηση των Δικαίων του κυρίως στην έδρα του; Εκεί είναι τα ουσιαστικά προβλήματα που χρήζουν λύσεως. Γιατί έχουν να κάμουν με την πεμπτουσία της υποστάσεώς του (ανυπαρξία νομικής προσωπικότητος, δεσμεύσεις ή αφαιρέσεις περιουσιών, πατριαρχικών βακουφίων και ομογενειακών, οικουμενικότητα, Θεολογική Σχολή της Χάλκης κ.λπ.). Αλλ’, όμως, η εκκλησιαστική Διοίκηση, εν πάσι, του κυρίως ελληνικού κορμού, πλην κάποιων ερισμάτων ενδοχώρας υπέρ του Πατριαρχείου (Κρήτη, Δωδεκάνησα (;), Άγιον Όρος), ανήκει και δέον να αναφέρεται μόνο στην Αθήνα, όπου η έδρα του Κράτους και της Εκκλησίας της Ελλάδος, για λόγους γενικοτέρους ευνοήτους. Π.χ. είναι δυνατόν τα εκκλησιαστικά διοικητικά ζητήματα της Μακεδονίας και δη και της Θράκης να μη ρυθμίζονται από την Αθήνα αλλά να περνούν μέσα από το Φανάρι; Η υποστηρικτική πολιτική των Αθηνών έναντι των πατριαρχικών Δικαίων στην Ελλάδα έχει καταστήσει τον Εκκλησιαστικό Χάρτη της ελληνικής Επικράτειας πολύχρωμη, διχοτομημένη και τριχοτομημένη δικαιοδοσιακά, κουρελού, που εξυπηρετεί τους ιδεολογικούς αντιπάλους μας, έσωθεν και κυρίως έξωθεν, που προωθούν με σύστημα την κισιγκερική ντιρεκτίβα για την Ελλάδα: «Για να χαλαρώσετε τον συνεκτικό ιστό της Ελλάδος, χρειάζονται χτυπήματα σε τρεις κατευθύνσεις. Στην γλώσσα, στην Εκκλησία και στις ιστορικές παραδόσεις των Ελλήνων». Είναι μωρία να λέμε «μην μπλέκουμε τα εκκλησιαστικά με τα πολιτικά», αφού ξέρουμε πολύ καλά, διαχρονικά και μέχρι σήμερα, ότι τα εκκλησιαστικά συμμεταβάλλονται με τις πολιτειακές καταστάσεις. Στώμεν καλώς, άπαντες. Οι καιροί ου μενετοί.


Σχολιάστε εδώ